Ο Γιώργος Φραντζεσκάκης είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα και μεγάλωσε σε ολόκληρη την Ελλάδα, από τη Δυτική Μακεδονία μέχρι την Κρήτη. Από τη φοιτητική του ηλικία εργάζεται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και έχει περάσει από όλα τα πόστα, από ραδιοφωνικός παραγωγός και τηλεπαρουσιαστής μέχρι ταξιδιωτικός φωτοειδησεογράφος και αρθρογράφος του ειδικού τύπου. Το πραγματικό πάθος του όμως είναι τα ζώα, για τα οποία γράφει από το 1999 στα περιοδικά και τον αθηναϊκό ημερήσιο τύπο.
Η υποψηφιότητά του για τον Δήμο της Αθήνας έχει ως κύριο στόχο την κατάρτιση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος προστασίας της αστικής πανίδας – δεσποζόμενης και αδέσποτης – που θα σέβεται τα δικαιώματα, όχι μόνον των φιλόζωων αλλά και όσων δεν έχουν γνωρίσει ακόμα την ευτυχία συμβίωσης με ένα ζώο.
Κατοικεί στα Πατήσια, μπροστά από τις γραμμές του τρένου που λατρεύει, και έχει μία κόρη δώδεκα ετών, τη Μαρίνα – Βερενίκη και μία σκύλα τεσσάρων, την Κίρκη.
Συνέντευξη στη Μαρίνα Δημητρέλη
Γιώργο, φέτος σε βρίσκουμε υποψήφιο για θέση δημοτικού συμβούλου στο Δήμο Αθηναίων με τον συνδυασμό του Γιώργου Καμίνη «Δικαίωμα στην Πόλη». Είναι η πρώτη φορά που θα εξασκήσεις το δικαίωμα του «εκλέγεσθαι» και θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον να μας εξηγήσεις τι ήταν αυτό που σε προκάλεσε να ασχοληθείς ενεργά με την πολιτική;
Κατευθείαν στα βαθειά, ε; Κανονικά θα έπρεπε να σου απαντήσω λακωνικά, με κάτι σαν “γιατί αισθάνθηκα ότι ήρθε η σειρά μου να προσφέρω” αλλά θα προτιμήσω τη φλύαρη προσέγγιση. Δεν έχω σε καμία εκτίμηση το πολιτικό προσωπικό της εποχής μας. Με τους μισούς διαφωνώ ιδεολογικά, με τους άλλους μισούς διαφωνώ σε ζητήματα αρχής, όπως – για παράδειγμα – την εμμονική ανάδειξη μέσα από μηχανισμούς του κομματικού σωλήνα. Ανέκαθεν πίστευα ότι, αν κάποιος είναι αρκετά ικανός ώστε να αξίζει να εξελιχθεί σε κάποια βαθμίδα εξουσίας με σημασία, θα τον κορφολογήσει από νωρίς το πολιτικό κατεστημένο. Κι αν καταφέρει να σκαρφαλώσει, θα φτάσει στην κορυφή αρκετά διεφθαρμένος ώστε να μην αποτελεί πια απειλή.
Ωστόσο, τα Δημοτικά Συμβούλια δεν είναι “πολιτική” με αυτή τη σημασία του όρου. Είναι αυτό ακριβώς που νομίζουν ότι παρθενογένησαν, όσοι μιλάνε για αυτοοργάνωση στις γειτονιές, μαζί με άλλους, new age πολιτικαντισμούς, όπως “εναλλακτισμός”, “αντιδομές” και παρόμοιες κενολογίες. Είναι το δικαίωμα του πολίτη στη συμμετοχή των αποφάσεων που τον αφορούν άμεσα. Και μάλιστα, όχι με τη μέθοδο του “ο πιο φωνακλάς επικρατεί” που έχω δει να εφαρμόζεται με συντριπτική επιτυχία στα “αυτοοργανωτικά” σχήματα, αλλά με την ψήφο του συμπολίτη του. Οπως κατάλαβες, είμαι ακραιφνής υποστηρικτής των θεσμών. Πες με παλιομοδίτη, αλλά πιστεύω πως, όταν οι θεσμοί παθαίνουν βλάβες, επισκευάζονται. Δεν τους πετάμε, με τον πρώτο λόξυγγα, στα σκουπίδια…
Ε, λοιπόν, σ’ αυτόν το θεσμό φιλοδοξώ να συνεισφέρω τις ιδέες μου για έναν συγκεκριμένο σκοπό, με έναν συγκεκριμένο στόχο.
Κάποτε, όταν ο Αριστοτέλης έφευγε από την Αθήνα τον ρώτησαν να τους πει τι ακριβώς ήταν για αυτόν η πόλη των Αθηνών κι αυτός απάντησε με ένα πραγματικά εντυπωσιακό επίθετο. Την χαρακτήρισε παγκάλη, πανέμορφη δηλαδή. Πως εσύ θα χαρακτήριζες την πόλη των Αθηνών στις μέρες μας και τι είναι αυτό που σε κάνει να την αγαπάς τόσο, ώστε να θέλεις να τις προσφέρεις τις πολιτικές σου υπηρεσίες;
Και “Πάγκαλος” το ίδιο ακριβώς σημαίνει, αλλά, όπως καταλαβαίνεις, πρόκειται για ολοφάνερο ευφημισμό… Εν, πάσει περιπτώσει, η Αθήνα για μένα είναι – όπως υποπτεύομαι και για πολλούς άλλους – η πόλη που “αγαπάμε να μισούμε”. Είναι κλισεδάκι αυτό που σου λέω, αλλά έχει πολλή αλήθεια μέσα του. Αν τη μισώ, είναι επειδή “βλέπω” τις δυνατότητές της και θλίβομαι που κανείς δεν τις έχει εξαντλήσει. Αν την αγαπώ, δεν είναι ούτε για τον Παρθενώνα, ούτε για την ιστορία της. Δεν πιστεύω στις θεωρίες των περιούσιων λαών και η ιστορία μιας πόλης διακοσίων ετών με συναρπάζει εξίσου με εκείνη μιας πόλης τεσσάρων χιλιετιών. Την Αθήνα την αγαπώ γιατί έχει μια μόνιμη, ευπροσήγορη διάθεση. Η Αθήνα είναι η πόλη που ανοίγει τα πέταλά της και θάλλει, με την πρώτη ηλιαχτίδα. Είναι η πόλη που μπορεί να σου αλλάξει τη διάθεση με έναν περίπατο ή έναν καφέ στη λιακάδα. Εκείνο που με συναρπάζει όμως, είναι οι κρυφές ομορφιές της. Οταν ανακάλυψα τις στοές της, πολλά χρόνια πριν, όντας ακόμα παιδί, αισθάνθηκα σαν εξερευνητής. Ακόμα και τα ελάχιστα πάρκα της, μικρά και απεριποίητα όπως είναι, έχουν άλλη σαγήνη, συγκρινόμενα με τα τυποποιημένα άλση της Ευρώπης.
Ή, μπορεί και όλα αυτά να είναι μια ψευδαίσθηση, και να την αγαπώ επειδή απλά γεννήθηκα εδώ και όλα τα ζώα αισθάνονται άλλου είδους θαλπωρή στη φωλιά τους.
Ο Αριστοτέλης στη συνέχεια παραπονέθηκε όμως πως πίσω από την ομορφιά της κρύβει μιαν ασχήμια από τις χειρότερες και αναφέρθηκε στους συκοφάντες που ήταν ένα είδος που ποτέ δεν εξέλειπε από την πόλη εφόσον πάντα βρίσκονταν πρόθυμοι να διαδεχτούν τους προηγούμενους. Κι αν σήμερα δεν υποφέρει η πόλη μας από συκοφάντες- που μπορεί και να υποφέρει- από τι κυρίως υποφέρει; Ποια είναι η χειρότερη ασχήμια της;
Μιλάς τώρα με τον πιο πρακτικολόγο άνθρωπο που θα γνωρίσεις ποτέ στη ζωή σου και του ζητάς να φιλοσοφήσει; Ας κάνω μια απόπειρα… Η Αθήνα είναι ένας κόμβος οικονομίας και ιδεών. Και ως τέτοιος, μοιραία θα συγκεντρώσει κάθε καρυδιάς καρύδι. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ούτε και έχει συμβεί ποτέ, σε οποιαδήποτε μητρόπολη, σύγχρονη ή αρχαία. Το κάλλος της Ρώμης, λεκιαζόταν συχνά από τις δολοπλοκίες των συγκλητικών και τις εξεγέρσεις των πληβείων, αλλά δεν είναι αυτό που θα θυμόμαστε για την “Città Eterna”. Ο Αριστοτέλης χαρακτήριζε “‘άσχημη” την Αθήνα, αξιοποιώντας το κλασικό σχήμα της προβολής για να διατυπώσει το μήνυμά του. Πολύ αμφιβάλλω αν τα είχε με την πόλη και όχι με το πολιτειακό κατεστημένο. Για μένα, η ασχήμια της πόλης είναι η αδυναμία της εξουσίας – της κάθε εξουσίας, του Δήμου, του κράτους, της Πολιτείας – να κάνει συμμέτοχο τον πολίτη στη συντήρησή της. Όχι τον “εξωραϊσμό” γιατί αυτό σημαίνει διαφορετικά πράγματα για τον καθέναν και εξαρτάται αποκλειστικά από την ιδεολογία του. Τη συντήρηση. Αυτό δηλαδή που κάνει ο καθένας μας στο σπίτι του, το μπαλκόνι του, την αυλή του. Το γεγονός ότι κανείς στην Αθήνα δεν τόλμησε ποτέ να ανοίξει τις δημόσιες τουαλέτες, δε σας λέει κάτι; Ο Αθηναίος – όπως και ο Έλληνας – είναι δέσμιος της άθλιας αντίληψης του: “ό,τι δε μου ανήκει κατ’ αποκλειστική κυριότητα μπορεί να πάει στο διάολο”. Αυτό είναι που με κάνει πάντοτε έξαλλο.
Ποια θεωρείς τα πιο σημαντικά και επείγοντα ζητήματα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή ο Δήμος Αθηναίων;
Το πιο σημαντικό ζήτημα, με απόσταση έτους φωτός από τα υπόλοιπα, είναι η φτώχεια. Η φτώχεια πετάει τους ανθρώπους στα πεζοδρόμια, στη μικροεγκληματικότητα, στη ζητιανειά, στην εξαθλίωση, και η πόλη ακολουθεί – γιατί η πόλη είναι μια μαριονέτα που τα νήματά της τα κουνάνε οι απλοί πολίτες. Οχι ο Δήμαρχος ή ο υπουργός Δημόσιας Διοίκησης (που τολμάει να κοτσάρει και το “Αποκέντρωσης” στον τίτλο του). Η φτώχεια κάνει τους ανθρώπους να χάσκουν πάνω από τους σκουπιδοντενεκέδες, ανταγωνιστές στις γάτες και τα ποντίκια, η φτώχεια σπρώχνει τους πιτσιρικάδες να εκτονώνουν την οργή τους επάνω στα δημόσια μνημεία, η φτώχεια είναι πρωτοξαδέλφη της αμάθειας και της βίας. Είναι η αφετηρία για κάθε αρρώστια που ταλανίζει αυτή την πόλη.
Θα μου πεις: είναι πρόβλημα του Δημάρχου η οικονομική κρίση; Ενα πρόβλημα σου χρεώνεται, όχι επειδή το γράφουν οι συμβάσεις αλλά επειδή έτσι πιστεύει ο κόσμος γύρω σου. Και ο κόσμος πιστεύει πως ο Δήμος έχει ευθύνη και αρμοδιότητα στον πόλεμο κατά της φτώχειας, μέσα στο χώρο επιρροής του. Ολα τα υπόλοιπα: τα σκουπίδια, το tagging, το πλιατσικολόγημα και οι φθορές, ακόμα και η παραβατική συμπεριφορά στο μεγαλύτερο βαθμό, έχουν αφετηρία τη φτώχεια. Οποιος ανατέμνει τα προβλήματα προσπαθώντας να αφαιρέσει τον παράγοντα “φτώχεια”, μάλλον κοροϊδεύει τον εαυτό του.
Με την υποψηφιότητά σου στο Δήμο της Αθήνας, στοχεύεις στην προστασία της αστικής πανίδας, δεσποζόμενης ή αδέσποτης. Είναι η Αθήνα μια εχθρική πόλη για τα ζώα, όπως άλλωστε είναι και για τη μεγαλύτερη μερίδα των κατοίκων της; Μια μέγγενη που σε πολλές περιστάσεις συνθλίβει τους ανθρώπους και τα ζώα που την κατοικούν;
Για να είμαστε δίκαιοι με τους ανθρώπους που εργάστηκαν στο μεγάλο ζήτημα της φιλοζωΐας, πριν από μένα (και συχνά, με περισσότερο ζήλο από μένα) η Αθήνα λειτουργεί τις περισσότερες φορές ως καταφύγιο για τα αδέσποτα ζώα – και λιγότερες φορές ως διώκτης τους. Και αυτό το οφείλουμε σε εκείνους που πίεσαν για νόμους με τόσο προοδευτικό αέρα που μακάρι να μπορούσαμε να εφαρμόσουμε τις θεμελιώδεις αρχές τους και στο Σύνταγμα, που λέει ο λόγος. Ο νόμος για τα ζώα συντροφιάς, δεσποζόμενα και αδέσποτα είναι από τους λίγους στον κόσμο που αναγνωρίζει το δικαίωμα στο αδέσποτο να επιβιώσει διατηρώντας το status του. Αλλού, περισυλλέγεται από τον μπόγια και σε χρόνο ρεκόρ, είτε υιοθετείται είτε ευθανατώνεται.
Συνεπώς, η Αθήνα έχει όλες τις προδιαγραφές για να γίνει μια πολύ φιλική πόλη απέναντι στην αστική πανίδα της. Αν δεν τα έχει καταφέρει ακόμα, πιστεύω ότι είναι επειδή της λείπει ο σχεδιασμός και η συνέπεια στην εφαρμογή ενός πλάνου που θα “διώξει” τα ζώα από τους δρόμους, όχι με την απόχη του μπόγια αλλά με την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου, άμεσα και απαρέγκλιτα!
Για να γίνει αυτό, πρώτα πρέπει να κοπάσει ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους φιλόζωους, να αποκτήσει ο Δήμος εκτελεστικό βραχίονα επιβολής του νόμου, να ζαλίσουμε τα αυτιά του πολίτη με εκστρατείες ενημέρωσης, να προσεγγίσουμε τα παιδιά… έχει πολλή δουλειά μπροστά μας!
Πως θα ήθελες να παραλάβει η κόρη σου, ο γιός μου, τα παιδιά των Αθηναίων, αυτή την πόλη σε δεκαπέντε χρόνια από τώρα;
Η αγαπημένη μου ερώτηση! Είναι τόσο σαφές το όραμά μου για την Αθήνα, που το βλέπω στον ύπνο μου όταν έχω στρές. Θέλω να δω την Αθήνα ως μια πρότυπη πλατφόρμα ισονομίας. Οι νόμοι να εφαρμόζονται από όλους και όλοι να αισθάνονται συνιδιοκτήτες της δημόσιας περιουσίας, όχι περαστικοί νοικάρηδες που φεσώνουν τρία μισθώματα και εξαφανίζονται. Θέλω να δω πολύ λιγότερα αυτοκίνητα – είναι πραγματική μάστιγα αυτή η εμμονή του Νεοέλληνα με το ΙΧ, για τη δημόσια υγεία, την ασφάλεια, την εύρυθμη λειτουργία της πόλης, την προσωπική του ευημερία. Κάποιος, επιτέλους, πρέπει να του το εξηγήσει με επιχειρήματα. Θέλω να δω ανθρώπους να περπατάνε ανεμπόδιστοι στα πεζοδρόμια, τους πεζόδρομους, να μην κάνουν σλάλομ ανάμεσα στα παρκαρισμένα οχήματα, τα τραπεζοκαθίσματα και τα “δημόσια έργα” που συναγωνίζονται σε διάρκεια το γεφύρι της Αρτας. Θέλω να δω τα δημόσια κτήρια στα χέρια των πολιτών. Οχι ως “καταλήψεις” (είναι τόσο ανόητο να αναγκάζεσαι να καταλαμβάνεις κάτι που σου ανήκει έτσι κι αλλιώς) αλλά ως παραχωρήσεις για δράσεις. Θέλω να δω περισσότερα ποδήλατα. Το Υπουργείο Υγείας θα έπρεπε να έχει ήδη ξεκινήσει την εκστρατεία ενημέρωσης του κοινού για τα τρομερά οφέλη της καθημερινής, αερόβιας άσκησης χαμηλής έντασης και διάρκειας – και το ποδήλατο είναι ακριβώς αυτό. Φυσικά, στο Υπουργείο, όχι μόνο δεν έχουν πάρει χαμπάρι, αλλά δεν παρακολουθούν καν τις αντίστοιχες δράσεις των ομολόγων τους στην Ευρώπη. Θα ήθελα να δω και τους συνοδούς σκύλων με μια σακούλα στο χέρι, να μαζεύουν τα περιττώματα των ζώων τους, αλλά νομίζω ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη Χίμαιρα από όλες…
Τα μεγάλα έργα, όλες οι ιδέες του τύπου Rethink Athens, με τα απύθμενα μπάτζετ και τα αλληλεπικαλυπτόμενα συμφέροντα, θα γίνουν “Ολυμπιακά Ακίνητα” και σε μερικά χρόνια θα τα βλέπουμε και θα κλαίμε, αν δεν προηγηθεί αυτή η ωρίμανση νοοτροπίας, που πιστεύω ότι απαιτείται.
Πως σου φαίνεται η τάση της κοινωνίας προς την ενασχόληση με τα κοινά; Θα έχεις διαπιστώσει ένα μεγάλο κύμα, νέων κυρίως ανθρώπων, που εμπλέκονται με την πολιτική. Ο ίδιος ο συνδυασμός στον οποίον συμμετέχεις μιλάει για ανανέωση 50% στο ψηφοδέλτιό του. Είναι μια καλή, ειλικρινής εξέλιξη ή πρόκειται απλώς για ένα απωθημένο να δουν ορισμένοι τη φωτογραφία τους τυπωμένη σε ένα προεκλογικό φυλλάδιο;
Και τα δύο. Επίσης το ένα δεν αποκλείει – ούτε και το θεωρώ απαραίτητο – το άλλο. Αν θες να δεις το ποτήρι μισογεμάτο, σκέψου ότι αυτό συμβαίνει επειδή, άνθρωποι που δίσταζαν ως τώρα να εμπλακούν με την κανιβαλλική πολιτική σκέφτηκαν πως, σήμερα που ο κόσμος ξερνάει με τις φάτσες των πολιτικάντηδων, είναι η ευκαιρία τους να εισβάλλουν σε μια, ανοχύρωτη πόλη. Αν θες να το δεις μισοάδειο, ίσως να πρόκειται για ένα ανακλαστικό επιβίωσης του κατεστημένου: Νέα, άφθαρτα πρόσωπα που θα φροντίσουμε να πλευρίσουμε από νωρίς (από την επαύριο της εκλογής τους, κιόλας) ώστε να τους κάνουμε σαν τα μούτρα μας για να εξακολουθήσουμε να κυβερνάμε – έστω και σκιωδώς.
Επειδή η ζωή δεν είναι μανιχαϊστικό μοντέλο και έχει άπειρες αποχρώσεις ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο, υποθέτω (γνωρίζοντας και τους συνυποψηφίους μου) ότι ισχύουν, σε περίπου ισόποσες δόσεις, και τα δύο. Γενικά, το φυλλάδιο, τα κοστουμαρισμένα, “φωτοσοπαρισμένα” πορτρέτα, οι κάρτες και τα “δαγκωτά” ψηφοδέλτια, μου δίνουν προσωπικά την εντύπωση ότι υπάρχει μπόλικος κόσμος και στη δεύτερη κατηγορία. Υπάρχει όμως λύση: Μην τους ψηφίσετε.
Πολλοί από αυτούς τους νεόκοπους στην πολιτική σκηνή, δραστηριοποιούνται έντονα στα κοινωνικά δίκτυα διεκδικώντας την ψήφο μας. Αρκεί να τους δει το κοινό πολλές φορές για να τους θυμηθεί στην κάλπη;
Από την προϋπηρεσία μου στη διαφήμιση, θα σου έλεγα “δυστυχώς, ναι”. Είναι ένας μηχανισμός που επωφελείται και εξαργυρώνει βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου ψυχισμού. Στις αγελαίες κοινωνίες των ζώων, των προπατόρων μας δηλαδή, αν δεν πιστεύεις στον δημιουργισμό, ηγέτες αναδεικνύονται τα μέλη της αγέλης που είναι “πανταχού παρόντα”: και στο κυνήγι, και στην προστασία της φωλιάς και στη διεκδίκηση του πιο γόνιμου θηλυκού. Ευτυχώς, μια ελαφρά δόση εξέλιξης μας έχει φιλοδωρήσει και με ένα αντίστροφο ανακλαστικό: Οταν τρως στη μάπα κάποιον, ξανά και ξανά, και “το μόνο μήνυμα είναι το μέσον”, για να θυμηθούμε και τον προφήτη των media, Μάρσαλ Μακ Λούαν, κάποια στιγμή τον απορρίπτεις λόγω κενότητας. Αν, δηλαδή, είσαι αρκετά ικανός για να διαγνώσεις την κενότητά του. Βέβαια, μπορεί και να έχεις πολλά να πεις και να μη σου φτάνουν οι λέξεις. Τουλάχιστον στα social media υπάρχει και το unfollow. Πάντως, εγώ έχω πάρει όρκο, να μαυρίσω όποιονδήποτε χρησιμοποιεί το spamming για να με δελεάσει. Ενα απρόσκλητο SMS στο κινητό μου, και έφυγες! Θεωρώ βαθειά ανηθικότητα το να σου φέρεται ο άλλος σαν πρόβατο. Σχεδόν τόσο ανήθικο, όσο και το δαγκωτό ψηφοδέλτιο (που ήμουν τόσο αφελής ώστε να πιστεύω ότι ανήκε στην εποχή του Μαυρογιαλούρου…)
Ας υποθέσουμε λοιπόν πως υπάρχει κάπου εκεί έξω τουλάχιστον ένας ιδανικός υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος. Γιατί να μην υπάρχει αντίστοιχα και ο ιδανικός του υποψήφιος ψηφοφόρος; Πως θα ήταν αυτός;
Ας μην το υποθέσουμε γιατί θα πρόκειται για τεράστιο άλμα πίστης. Αλλά και επειδή δεν χρειάζεται να υπάρχει. Ο “πλησιέστερος προς τον ιδανικό” είναι αρκετός. Το αυτό ισχύει και για τον ψηφοφόρο. Ο δικός μου, για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να συμφωνεί σε όλα μαζί μου, και σίγουρα δεν πρέπει να πιστέψει ότι εκλέγοντάς με, θα μου αναθέσει εν λευκώ να βγάλω όλα τα φίδια από τις τρύπες τους, ώστε εκείνος να αράξει μπροστά στην τιβί. Δεν είναι αυτό το πράγμα, το πολίτευμα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Ο εκπρόσωπός σου σε οποιοδήποτε κυβερνητικό σχήμα είναι διαρκής εντολοδόχος σου. Και για να παραμείνει τέτοιος, πρέπει εσύ να παράγεις ιδέες που μετασχηματίζονται σε επιταγές προς εξαργύρωσιν. Σκέψου: επειδή οι πολίτες πιστεύουν ότι το καθήκον τους εξαντλείται κάθε τετραετία, γι’ αυτό ζούμε στα χάλια του σήμερα. Και για να το πώ συνθηματολογικά: Ο δικός μου ψηφοφόρος έχει για δόγμα το “διαρκής συμμετοχή μέσα από τους θεσμούς”.
Πριν από μερικές μέρες, με ρώτησαν “αν θέλω ψηφοδέλτια”. Δεν πολυκατάλαβα την ερώτηση και μου διευκρινίστηκε ότι συνήθως, οι υποψήφιοι παραγγέλνουν ψηφοδέλτια για να τα μοιράσουν, προφανώς προσταυρωμένα, στους φίλους τους (δεν λέω ψηφοφόρους, γιατί μου ακούγεται πολύ αισιόδοξο…) Ειλικρινά, έφριξα. Πέρα από το ότι, κάποια διάταξη θα υπάρχει που το απαγορεύει, θα προτιμούσα να μου κοπεί το χέρι από το να δώσω σε κάποιον, φίλο η γνωστό, “εντολή απαράβατη” και μάλιστα με τεκμήριο, να επιλέξει ΚΥΡΙΩΣ ΕΜΕΝΑ και μετά, όποιον άλλον του επιβάλλει η διάνοια ή η συνείδησή του.
Τους απάντησα: “Αν δεν θυμούνται καν το όνομά μου, όταν περάσουν το παραβάν, τί να τους κάνω;”
Πάω για φούντο, ε;