Συνέντευξη στη Μαρκέλλα Καζαμία
Λίγο καιρό μόνο μετά το ανέβασμα του ‘Σιμιγδαλένιου’ του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου, για εφτά ολόκληρους μήνες στο Εθνικό Θέατρο, ένα καινούργιο δελτίο τύπου μας ενημέρωνε για ένα άλλο πολιτιστικό νέο, εξίσου σημαντικό: Το τελευταίο του θεατρικό, με τον ευρηματικό τίτλο ‘οχιναιλέγοντας’ μόλις μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Τουρκία. Μια συνομιλία μαζί του λοιπόν ήταν άμεση προτεραιότητα:
Μόλις είδα στον υπολογιστή μου αυτό το παράξενο εξώφυλλο που μου στείλατε…
ΑΑ: Γιατί παράξενο· μια χαρά εξώφυλλο είναι…
Αν δεν μου γράφατε πως είναι η τουρκική μετάφραση του ‘οχιναιλέγοντας’ ούτε τον τίτλο δε μπορούσα να διαβάσω.
ΑΑ: Έλα βρε μην υπερβάλλεις…
Σοβαρά μιλάω!
ΑΑ: Σιγά το δύσκολο: ‘Hayirevet diyerek’!
Μα δεν ξέρω ούτε λέξη τούρκικα…
ΑΑ: Σάμπως ξέρω εγώ; Το συγκεκριμένο όμως το έμαθα: Hayir· όχι, evet· ναι, diyerek· λέγοντας. Κάτι ανάλογο με την αγγλική έκδοση που σου είχα στείλει πέρσι· το ‘noyessaying’. Τότε δεν είχες πρόβλημα· το ‘hayirevet diyerek’ σου κόλλησε!
Τέλος πάντων· όπως θέλει ας είναι! Μόλις το είδα λοιπόν, κατάλαβα πως πλησιάζει η στιγμή που θα μιλήσουμε κι έτρεξα στον ‘Ίκαρο’ και πήρα να διαβάσω το ‘οχιναιλέγοντας’
ΑΑ: Να και κάτι καλό που σου ’καναν οι Τούρκοι!
Το διάβασα μονορούφι! Το βλέπω όλο μπροστά μου, είμαι πανέτοιμη…
ΑΑ: Ν’ αρχίσω να σε ρωτάω λοιπόν;
(γέλια) Όχι δα! Εγώ έχω να σας ρωτήσω ένα σωρό πράματα.
ΑΑ: Καλά, λέγε λοιπόν, σ’ ακούω· είμαι όλος αυτιά!
Πρώτα-πρώτα θέλω να μου πείτε για τον τίτλο: Οχιναιλέγοντας.
ΑΑ: Σ’ αρέσει;
Πολύ· αν και στην αρχή με ξένισε. Μετά, όσο το συνήθιζα, τόσο περισσότερο μου άρεσε. Το έλεγα και το ξαναέλεγα: Οχιναιλέγοντας! Δεν την έχω ξανακούσει ποτέ μου αυτή τη λέξη, πού τη βρήκατε;
ΑΑ: Δεν τη βρήκα πουθενά· την έφτιαξα εγώ ο ίδιος. Ή μάλλον την είχα φτιάξει παλιότερα, κάμποσα χρόνια πριν γράψω το έργο και τη χρησιμοποιούσα σε διάφορες περιπτώσεις. Ερχόταν στο νου μου συχνά, σέρνοντας το χορό στον ίδιο πάντα στίχο: «οχιναιλέγοντας φριχτά, μ’ απέραντη ευκολία»…
… «δούλους μας έχεις όλους μας μεσ’ στην αμφιβολία» …
ΑΑ: Εύγε, αλλ’ αυτός ο δεύτερος στίχος ήρθε κι έδεσε αρκετά χρόνια μετά· όταν πια είχα πέσει με τα μούτρα κι έγραφα το έργο. Το οποίο μάλιστα για αρκετό καιρό, σε γνωστούς και φίλους δεν το ονόμαζα ποτέ έτσι, αν και ήξερα απ’ την αρχή πως ‘οχιναιλέγοντας’ θα ’ναι ο τίτλος του. Δεν ήθελα όμως, μέχρι να εκδοθεί το βιβλίο, να λέγεται ούτε να φαίνεται πουθενά αυτή η λέξη.
Και γιατί ‘οχιναιλέγοντας’;
ΑΑ: Γιατί όλοι οχιναιλέγουν. Δεν είναι διόλου σπάνιο. Αν το καλοσκεφτείς θα συμφωνήσεις μαζί μου πως πρώτο έρχεται το ‘οχιναιλέγοντας’, μετά το ‘όχι’ και στο τέλος, πολύ-πολύ πίσω, ακούγεται και κανένα ‘ναι’, πού και πού. Εννοώ στ’ αλήθεια· όχι τι λέμε επιφανειακά και με ευκολία. Εκεί όλα είναι μια χαρά, και καλά και θετικά. Όλα είναι πάντα ‘ναι’. Ένα ‘ναι’ όμως που δεν είναι ποτέ ατόφιο, δεν είναι καθαρό ‘ναι’. Άρα…
Άρα· είναι ‘οχιναιλέγοντας’… Και γιατί το κάνατε θεατρικό;
ΑΑ: Γιατί υπήρχαν συγκεκριμένα πρόσωπα μέσα μου, που ήθελα να τα κάνω να μιλήσουν μεταξύ τους. Ξέρεις, το ‘θεατρικό’ έργο, για μένα, δεν είναι κάτι εξειδικευμένο. Δεν είναι κάτι που απευθύνεται στους ανθρώπους του θεάτρου μόνο. Είναι απλώς ένα κείμενο όπου κυριαρχεί ο διάλογος. Ο διάλογος, που αυτός μόνος του, φέρνει την εξέλιξη της πλοκής. Ένα κείμενο λοιπόν που ναι μεν είναι έτοιμο ν’ ανέβει και να ζωντανέψει πάνω στη σκηνή, αλλά μπορεί μια χαρά να διαβαστεί ως βιβλίο απ’ τον κάθε αναγνώστη και να ζωντανέψει μέσα του. Εσύ η ίδια δεν είπες στην αρχή πως το διάβασες μονορούφι και το βλέπεις όλο μπροστά σου;
Α ναι, είναι τόσο ζωντανό! Πέστε μου όμως γιατί το γράψατε ποιητικά, με στίχους και με ομοιοκαταληξίες;
ΑΑ: Γιατί είναι μέρος της ζωντάνιας κι αυτό· όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο. Ξέρεις, ο ποιητικός λόγος μας διαπερνά, εντυπώνεται μέσα μας και έχει πολύ μεγάλη δύναμη. Φυσικά και στο θέατρο. Όσο κι αν είναι δύσκολος και φοβόμαστε μη μας κολλήσουν τη ρετσινιά του συντηρητικού γέρο-παρατατικού, ο ποιητικός λόγος εξακολουθεί να λειτουργεί πάντα. Αρκεί βέβαια να είναι δυο και τρεις φορές σωστά δουλεμένος και μετρημένος σε κάθε ανάσα, σε κάθε συλλαβή. Γιατί πρέπει οπωσδήποτε και να είναι και ν’ ακούγεται φυσικός.
Και γιατί τοποθετήσατε τη δράση του έργου κάπου στο Μεσαίωνα;
ΑΑ: Αυτή είναι η παγίδα· που κι αυτή όμως είναι μέρος της ζωντάνιας!
Η παγίδα;
ΑΑ: Κάθε έργο είναι μια παγίδα, για να σου πει ο άλλος τα δικά του. Όσο πιο καλοστημένη είναι τόσο πιο μέσα πέφτεις, δεν μπορείς να ξεφύγεις και τόσο πιο πολύ τον πιστεύεις· ό,τι κι αν σου λέει. Μετά -πολύ μετά- κρίνεις· αν μπορείς να κρίνεις. Απ’ την άλλη μεριά, κάτι επίφοβο κι επικίνδυνο, όσο πιο απομακρυσμένο είναι από εμάς τους ίδιους τόσο λιγότερο μας τρομάζει και μπορούμε να το δούμε κάπως πιο ψύχραιμα. Αν στήσεις καλά λοιπόν την παγίδα και δολώσεις και κάτι νόστιμο, αμέσως όλοι τσιμπάνε. Τι πιο απλό; Λες· κοιτάξτε να δείτε, αυτά τα πράματα δε συμβαίνουν τώρα, δεν έχουν καμιά σχέση μ’ εσάς, γίνονταν άλλοτε, παλιά, πολύ πιο παλιά… Μια φορά κι έναν καιρό… Αυτό είν’ όλο κι όλο το μυστικό, σχετικά με το Μεσαιωνικό σκηνικό του ‘οχιναιλέγοντας’ και τίποτε πάρα πέρα.
Κάπως έτσι δε λειτούργησε και η παγίδα του ‘Σιμιγδαλένιου’; «Δεν είναι για μας· ένα παραμύθι για μικρά παιδιά είναι» σκέφτονταν οι σοβαροί, αγέλαστοι ενήλικες και τον διάβαζαν μ’ ανοιχτή καρδιά. Κι όταν καταλάβαιναν πως δεν είναι διόλου παραμύθι για παιδιά, ήταν πολύ αργά πια. Είχαν πέσει στην παγίδα· διάβαζαν όλο το έργο, τους άρεζε και σκέφτονταν ήδη πως κάποια πράματα -που δεν είναι διόλου παιδικά- δεν είναι δα και τόσο μακρινά… Ίσως έχουν σχέση μ’ εμάς τους ίδιους και μπορεί να συμβαίνουν και τώρα…
Και τι επίφοβο έχει το ‘οχιναιλέγοντας’
ΑΑ: Τίποτα βέβαια. Έν’ απλό ζευγαράκι βλέπουμε αρχικά, που επικοινωνεί με ραβασάκια στερεωμένα πάνω σε σαΐτες που τις τοξεύουν πάνω απ’ τα τείχη. Και τρέμουν κι οι δυο στο πρώτο τους άγγιγμα. Υπάρχει βέβαια και ο έρωτας -ο αμείλικτος θεός Έρως- που είναι πολύ θυμωμένος και με τους δυο, γιατί τον αποφεύγουν. Υπάρχει και η κοινωνία με τα δικά της θέλω. Υπάρχει η Αγάπη, ο Πόθος. Υπάρχει κι ένας άλλος… Υπάρχει και μια άλλη… Συνηθισμένα πράματα δηλαδή. Υπάρχει όμως και ο εαυτός τους που τους βασανίζει και τους δυο και γυρεύει απαντήσεις· κάποιες στιγμές πολύ πιεστικά, ξύνοντας το μεδούλι. Υπάρχει ακόμα κι ένας διαολεμένος ξένος, που εμφανίζεται ξαφνικά στην 3η Πράξη. Είναι ήρεμος και απαθής ως Βυζαντινός άγιος -εύκολα όμως μπορεί να σε σφάξει κάποια στιγμή, αν χρειαστεί. Είναι ερωτεύσιμος. Είναι απόμακρος και επικίνδυνα οικείος. Είναι στενός φίλος με όλους, και τελικά γίνεται ο καταλύτης για όλα.
Τι ωραία που περιγράφετε τον Κλίτο!
Α.Α: Να ’σαι καλά, σ’ ευχαριστώ. Φαίνεται, πως τόσον καιρό που πέρασα μαζί σου, τον έμαθα απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη!
Και ο Χορός των φρουρών του Έρωτα πού κολλάει;
ΑΑ: Μια χαρά είν’ ο Χορός των φρουρών του Έρωτα· πού είναι το πρόβλημα; Ξεσαλωμένος, ξυπόλητος, ημίγυμνος, χορευταράς Χορός, πανταχού παρών!
Δεν είναι αναχρονισμός;
ΑΑ: Γιατί· έχεις δει φανατικούς φιλάθλους σε γιγαντοοθόνες ν’ αλαλάζουν, να μερακλώνουν, να τραγουδούν όλοι μαζί, ζωγραφισμένοι σαν Παπούα, πιασμένοι χέρι-χέρι και να τα δίνουν όλα για την ομάδα τους; Πού τον είδες τον αναχρονισμό;
Απ’ τους ήρωες ποιος σας εκφράζει;
ΑΑ: Μη μου το κάνεις αυτό· γιατί θα τινάξω τη συζήτηση στον αέρα και θα σου πω ότι με εκφράζει ο παπαγάλος!
Α ναι ξεχάσαμε να πούμε για τον παπαγάλο τον Ψούθο, που λέει συνέχεια ‘σαγαπώμωρόμου’. Σας εκφράζει;
ΑΑ: Γιατί όχι; Όμως τον ρόλο τον έχει καπαρώσει μια φίλη μου απ’ την πρώτη στιγμή που διάβασε το έργο κι εγώ της τον υποσχέθηκα· οπότε πάσα συζήτηση περιττεύει. Τώρα -για να μιλήσουμε λίγο σοβαρά- όλοι οι ήρωες πρέπει να ’χουν έρμα, πραγματική υπόσταση για να στέκουν σωστά μέσα στο έργο. Ένας θεατής, ένας αναγνώστης, μπορεί να ταυτιστεί με κάποιον ήρωα και ν’ απορρίψει κάποιον άλλον. Ο δημιουργός όμως δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Δεν έχει το δικαίωμα να είναι φανερά με κάποιον και να μην είναι με κάποιον άλλο, γιατί αυτό φαίνεται. Είναι σα να παίζει με σημαδεμένα χαρτιά· άρα δεν παίζει σωστά. Δεν κάνει Τέχνη· πιθηκολογεί.
Πώς θα το βλέπατε εσείς το έργο;
ΑΑ: Θες να πεις πώς θα το σκηνοθετούσα;
Ας πούμε ναι· πώς θα το σκηνοθετούσατε;
ΑΑ: Αν και το βλέπω, το ακούω, το νοιώθω μέσα μου με κάθε λεπτομέρεια, απ’ τη στιγμή που το έγραφα· δε θέλω να μπω σε λεπτομέρειες γιατί scripta manent και το έργο δεν έχει ανέβει ακόμα· οπότε ό,τι λέω μετράει διπλά και δε θέλω να επηρεάσω κανέναν. Είν’ αλήθεια όμως πως έχω μαζέψει δεκάδες ώρες μουσικές που μ’ άρεσε να τις ακούω όταν το ’γραφα και μου ταίριαζαν σε συγκεκριμένες σκηνές. Έχω δοκιμάσει μέσα μου πολλές, πολλών ειδών φωνές για συγκεκριμένους διαλόγους. Έχω δει φώτα, ομίχλες, σκιές, δαυλούς, καντηλέρια. Έχω ακούσει ανάσες, παύσεις, σιωπές, κραυγές. Έχω νοιώσει το χτύπο της καρδιάς που ενώνεται με τη μεμβράνη του τυμπάνου και σου παγώνει το αίμα. Γενικά πάντως θα έλεγα πως το βλέπω σαν ένα πολύ ζωντανό ανέβασμα, καθόλου δήθεν, ούτε καθώς πρέπει. Ένα εκφραστικό, φυσικό ανέβασμα που δε διστάζει ν’ αρέσει, να παίξει, να γελάσει ίσως κάποια στιγμή, να πονέσει, να τσαλακωθεί· ακόμα και να κλάψει γοερά.
Μ’ αυτό το τελευταίο αναφέρεστε στο φινάλε;
ΑΑ: Ναι και λίγο πριν· σ’ όλη την 4η πράξη όπου συμβαίνουν πάρα πολλά. Ο σπαραχτικός μονόλογος της Ροδής, στο τέλος, δεν είναι κάτι εύκολο. Αν προσθέσεις μάλιστα και κάποιες τραχιές δοξαριές ενός μεθυσμένου παραδοσιακού βιολιού που μοιρολογάει παραπατώντας χωρίς να πέφτει ποτέ, τότε πάμε πολύ αλλού… Όσο για το φινάλε που λες, αυτό καθ’ αυτό, θέλει εξαιρετικό μέτρημα και πολύ καλό συντονισμό ολονών, ώστε να ξεσπάσει αυθόρμητα η λύτρωση των θεατών και να ’χει αυτή τον τελευταίο λόγο· στη θέση του τελευταίου λόγου.
Όλο αυτό το κλίμα, όλα αυτά που λέτε, έχουν αποτυπωθεί στις μεταφράσεις του ‘οχιναιλέγοντας’;
ΑΑ: Η αγγλική μετάφραση έγινε ποιητικά, με ομοιοκατάληκτους στίχους. Πολύ δύσκολο εγχείρημα, που όμως φαίνεται πως έχει πετύχει, γιατί όσοι Άγγλοι τη διάβασαν έμειναν πολύ ευχαριστημένοι. Για την τουρκική δεν έχω ιδέαν και δεν μπορώ να πω τίποτε αφού δεν ξέρω τούρκικα. Μπορώ να πω όμως ότι η μεταφράστρια ήξερε εξαιρετικά ελληνικά. Αγάπησε απ’ την πρώτη στιγμή το έργο κι εκείνη μου πρότεινε να το μεταφράσει. Κάθε τόσο ερχότανε στο γραφείο μου για να της εξηγήσω ακριβώς κάποια λεπτομέρεια, ή να της διαβάσω μιαν ολόκληρη σκηνή για να περάσει ατόφια, βαθιά μέσα της· άρα ξέρω πως εργάστηκε πολύ ευσυνείδητα. Το γεγονός άλλωστε ότι εκδόθηκε αμέσως το έργο στην Τουρκία, κάτι δείχνει.
Στέκουν αυτά που δείχνει και θέλει να δείξει το ‘οχιναιλέγοντας’ σ’ ένα τουρκικό θέατρο;
ΑΑ: Ξέρω ’γω· γιατί όχι; Δεν είμαι στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς, ούτε μες στο μυαλό του προέδρου Ερντογάν. Πάντως ο ‘Σιμιγδαλένιος’ που ανέβηκε το 2013 στο Κρατικό τους Θέατρο, Sehir Tiyatro, στην Πόλη, δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα, όλα πήγαν μια χαρά κι έγινε το πρώτο και μοναδικό μέχρι τώρα ελληνικό έργο που ανέβηκε ποτέ εκεί.
Πού θα το βλέπατε εδώ;
ΑΑ: Σε απλούς χώρους, σε ανοιχτούς χώρους, σε ενδιαφέροντες χώρους· καινούργιους ή και πιο παλιούς. Σε φεστιβάλ. Το ‘οχιναιλέγοντας’, με το θέμα και με την προίκα που έχει, μπορεί να ταξιδέψει παντού. Δυο μεταφράσεις είναι σημαντικά διαβατήρια, που ανοίγουν πολλές πόρτες. Για σκέψου· να το πηγαίναμε εμείς περιοδεία στην Ευρώπη, με αγγλικούς υποτίτλους και να μοιραζόταν το βιβλίο στην αγγλική του έκδοση μαζί με το πρόγραμμα. Ή να κάναμε το ίδιο στην Πόλη…
Σας το εύχομαι και σας ευχαριστώ πολύ!
Α.Α: Κι εγώ σ’ ευχαριστώ.