Ίσως τελικά διαρκώς διαλογίζομαι. Αν δηλαδή με διαλογισμό εννοούμε την αναζήτηση του τελείως ξένου. Μόνο ψεύτης ή χαζός θα σου πει ότι καταλαβαίνει πως δουλεύει ο εγκέφαλος. Είναι ένα κιλό πράγμα και δεν έχει αλλάξει από την εποχή που ζούσαμε στις σπηλιές. Στο μεταξύ μας έρχονται μηνύματα στο Viber και αστεία βίντεο στο YouTube και αυτοκίνητα που πάνε μόνα τους και κινητά τηλέφωνα που σου μιλάνε και – ενίοτε – σε καταλαβαίνουν κιόλας. Έχουμε ακόμα οι περισσότεροι σα μοντέλο του πως λειτουργούμε έναν μικρό πιλότο-εγκέφαλο που οδηγάει ένα τεράστιο, πολύπλοκο αεροπλάνο.
Αλλά ότι κι αν κάνουμε, είτε μόνοι ή με παρέα, είναι ουσιαστικά διάλογος. Όπως κι αν τραγουδήσεις για το άπειρο Σύμπαν, θα σε πιάσει μοναξιά. Η καλύτερη ατάκα, η πιο μοναδικά ευφυής σκέψη, μόλις σταματήσεις να την σκέφτεσαι, δεν είναι πια δική σου. Τις κρεμάς στη μνήμη, σα ρούχα σε απλώστρα, αλλά το βράδυ οι σκιές τους ζωντανεύουν και σε κυνηγάνε.
Ξύπνησα. Άρα με είχε πάρει ο ύπνος. Το σκοτάδι σταθερό,οι σκοτεινές μου σκέψεις κολλημένες γερά σαν στρειδώνιες σε ύφαλο πλοίου Οι εξυπνάδες μου είναι απλά ρούχα σε χορεύτρια στριπτιζάδικου, θέμα χρόνου να εξαφανιστούν και κανείς να μην τις θυμάται, τα μάτια κολλημένα στην ουσία, να ψάχνουν την ουσία. Στην προκειμένη τα μάτια μου ψάχνουν αν άλλαξε κάτι. H ζωή έχει τον τρόπο της να προχωρά σταθερά, σίγουρα κατευθύνεται προς ένα μέλλον αδιάφορο για την ίδια. Κι ότι κάνουμε, εγώ εδώ κάτω, οι σφαίρες χθες δίπλα μου, οι πιο τρελές μας εμπειρίες είναι σαν να μην υπάρχουν, σα φαντάσματα νέων σε μάζωξη γραφείου τελετών. Μόνη εξαίρεση ο έρωτας, η στιγμή που ολοκληρώνεται και για μια στιγμή μόνο κουμπώνουμε ανάμεσά μας ένα κουμπί που αμέσως η ζωή το ξεκουμπώνει.
Άκουγα πολύ μακριά φωνές. Κάπως έντονες, κινητικότητα που με έκανε να ανησυχώ. Ξαναμέτρησα γύρω μου τις επιλογές. Δύσκολο αυτό όταν είσαι πενήντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια σε μια σκοτεινή σπηλιά και από πάνω οπλισμένοι άντρες περιμένουν να σε σκοτώσουν. Θα πρέπει να περιμένω. Πολύ συνειδητά κατέβασα την ένταση. Σαν να ήμουν ηχείο. Ο χτύπος της καρδιάς, η ανάσα, οι τρελές ιδέες, όλα κατέβηκαν δυο σκάλες. Λένε ότι το μεγαλύτερο ταξίδι ξεκινάει με ένα βήμα. Άσχετοι και ανόητοι. Γιατί μερικά βήματα είναι τεράστια, κουραστικά και πολύ δύσκολα.
Έχτισα στο μυαλό μου ένα τείχος από θετικά. Έχουν περάσει τόσες ώρες και είμαι ακόμα ζωντανός. Καλό αυτό. Δεν είμαι σοβαρά τραυματισμένος. Τέλεια. Διψάω λίγο, δεν πεινάω ακόμα. Ευτυχώς, εδώ μόνο πέτρες έχει. Δεν τρέμω από φόβο. Το τείχος θετικών είχε σχεδόν κλείσει ερμητικά την είσοδο της σπηλιάς για να νιώσω πλήρη ασφάλεια όταν την είδα μπροστά μου και διαλύθηκε τελείως.
Δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ χωρίς αυτήν μετά από τόσο καιρό που χωρίσαμε. Είναι σα να μετακόμισε ο αλκοολικός σε καταπληκτικό νέο διαμέρισμα και να άφησε στο παλιό, κοινό τους σπίτι το τιρμπουσόν. Πριν λίγο καιρό νόμιζα ότι ήταν σαν αέριο, ότι έπιανε τον διαθέσιμο χώρο και χρόνο μου γιατί δεν είχα κάτι άλλο. Τώρα που κινδυνεύω βλέπω ότι δεν είναι αυτό. Σε γυάλινο κουτί η ψυχή της και ούτε με δάχτυλο της φαντασίας δεν την άγγιξα ποτέ.
Χίλια χιλιόμετρα είχα οδηγήσει να την βρω στα ραντεβού μας. Εκατομμύρια κι αστραφτερά σαν καθρέφτης τα φιλιά μας. Πενήντα κιλά θα ζύγιζαν τα λόγια που της χάρισα αν έμπαιναν στην πλάστιγγα. Δεν γράψαμε τίποτα μαζί, δεν χτίσαμε ούτε καλύβα. Στάχτη και χώμα στα χέρια μου, άσχημη γεύση στο στόμα.
Αλλά αλήθεια σας λέω ήταν όμορφη. (Και κάπως έτσι με ξαναπήρε ο ύπνος στη σπηλιά.)
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης δεν έχει γράψει ποτέ ολόκληρο βιβλίο κανονικό. Αυτό έφτασε σε μέρος 4ο και πολύ του είναι. Για το 5ο πλερώστε, κάντε διαδήλωση, συλλαλητήριο, κάτι επικό.