«Να μάθεις να κολυμπάς στα βαθιά.» Αυτή ήταν μια από τις πρώτες κουβέντες που θυμάμαι να μου λέει ο πατέρας μου από τα πολύ μικρά μου και έκτοτε είναι «βαθιά» χαραγμένη στη μνήμη μου. Όποτε πηγαίναμε τα καλοκαίρια στη παραλία έπρεπε να κάνω την ευχάριστη υπέρβαση, να κολυμπάω άφοβα και επιδέξια κι ας ήταν κάτι το αφύσικο για την ηλικία μου. Με κάθε τρόπο έπρεπε να του αποδεικνύω ότι είμαι πιο σκληρός και πιο χαρισματικός από τα άλλα παιδάκια της ηλικίας μου. Ότι έπρεπε να θυμίζω περισσότερο μεγάλο και ας ήμουνα μικρό παιδί ακόμα. Έπαιρνε μια περίεργη ικανοποίηση απ’ αυτό. Ήταν καταδρομέας ο ίδιος και ήθελε ο γιος του να βγει σκληραγωγημένος και ανθεκτικός ώστε το μήλο να θύμιζε τη μηλιά, είχε αυτό το σύμπλεγμα.
Έτσι κι εγώ στη προσπάθεια μου να δω την έκφραση περηφάνιας και ικανοποίησης που σπάνια επισκεπτόταν το πρόσωπο του πατέρα μου, έκανα πάντα τα αδύνατα δυνατά για να τον βγάλω ασπροπρόσωπο. Ήδη στα τρία μου είχα βγάλει τα μπρατσάκια από μόνος μου και τολμούσα να κολυμπάω μέχρι εκεί που ίσα-ίσα πατούσα, μιμούμενος τους μεγάλους κι ας έπινα «γκαζόζα» κάθε φορά που δεν έκλεινα τη μύτη μου. Στα πέντε μου, ακόμα έχουν να το λένε οι γονείς μου σαν ανδραγάθημα, πήγα πρώτη φορά στα βαθιά σε μια εξέδρα σε απόσταση που τότε στα παιδικά μου μάτια μου φαινόταν αχανής και το θεώρησα θρίαμβο εφάμιλλο ολυμπιονίκη μεγάλων αποστάσεων ανοιχτής θαλάσσης έστω κι αν στη πραγματικότητα ζήτημα να ταν 40-50 μέτρα απόσταση από την ακτή. Η μάνα μου όταν το συνειδητοποίησε κόντεψε να πάθει συμφόρηση αλλά ο πατέρας μου στεκόταν και κοιτούσε υπερήφανος, χωρίς βέβαια να επιβραβεύσει με λόγια γιατί αυτή ήταν η παιδαγωγική του μέθοδος για να «μη με κακομάθει». Εμένα όμως μου αρκούσε εκείνο το βλέμμα του ευχάριστου ξαφνιάσματος που εγώ το μετέφραζα με χιλιάδες μπράβο.
Κάποια χρόνια μετά κατάλαβα ότι αυτή η υποτακτική «να μάθεις να κολυμπάς στα βαθιά» του πατέρα μου δεν ήταν μόνο κυριολεκτική άλλα και μεταφορική, να μάθω δηλαδή να κολυμπάω στα βαθιά της ζωής, στα δύσκολα, στα σκοτεινά και να μάθω να μην φοβάμαι τους σκοπέλους και τις τρικυμίες. Να μην είμαι της ήσσονος προσπάθειας, να μη φοβάμαι να ξεπερνάω τα όριά μου και να επιδιώκω με όλες μου τις δυνάμεις να ξεχωρίζω από τους ομοίους μου, να κάνω την μια υπέρβαση μετά την άλλη, και να απέχω μακριά απ’ το μέτριο κι απ το ρηχό. Να κολυμπάω πιο γρήγορα και πιο δυνατά και να παίρνω τη πρωτιά σε κάθε φάση του αγώνα. Μόνο τότε μπορούσε να προβεί στο παραμελημένο του σπορ, την επιβράβευση και την εκδήλωση των συναισθημάτων του δηλαδή.
Στα κυριολεκτικά βαθιά λοιπόν, δεν μπορώ να πω ότι κολύμπησα με την ίδια επιδεξιότητα όπως στις θάλασσες από παιδί. Κολύμπησα αρκετές φορές και εκεί, κάποιες φορές ηθελημένα βέβαια σαν επιπόλαιη επίδειξη δυνάμεων και φλερτ με τις αντοχές μου απ’ τη συνήθεια της ελπίδας, ότι θα εισέπραττα άλλο ένα μπράβο από το πατέρα μου, αλλά τις περισσότερες φορές ήταν αναγκαστικές βουτιές ψυχρολουσίας, δοκιμασίες νεύρων ή ακόμα και επειδή με ρίχνανε οι καταστάσεις της ζωής αλλά και κάποιοι δυστυχισμένοι, αχάιδευτοι και αγάμητοι άνθρωποι που φιλοξένησα στη ζωή μου.
Τα βαθιά ήταν συνήθως σκούρα και πολύ κρύα. Έβρισκα συχνά κύματα ψηλά και άγρια και δεν έχω παράπονο δε πνίγηκα, είχα ψηλό ένστικτο επιβίωσης, δεν ήταν όμως λίγες οι φορές μου κόπηκε η αναπνοή μου και ήπια νερό και βγήκα στην ακτή κατάκοπος κι αηδιασμένος. Ειδικά αν δεν καταδέχεσαι τη σωσίβια λέμβο η αναρρίχηση στην επιφάνεια γίνεται ακόμα πιο εργώδης.
Λένε, έχουν και τα βαθιά και τη γοητεία τους…είναι μυστήρια, ανευξερέυνητα και μοναχικά. Όμως εγώ δεν υπήρξα ποτέ μου, ούτε μυστήριος ούτε μοναχικός, ούτε ανεξερεύνητος. Εγώ τελικά ήμουν και είμαι λάτρης της ακτής, εκεί οπού μπορείς να περνάς όμορφα, να μπορείς να πατάς, να αναπνέεις χωρίς να λαχανιάζεις, εκεί που μπορείς να πλατσουρίζεις ξεκούραστα και να έχεις καλή παρέα για να πεις τις περιπέτειες που είχες στα βαθιά και να σε διαβεβαιώσουν ότι τώρα είσαι σε καλά χέρια στη στεριά. Ναι, αυτή η αίσθηση μου αρέσει.
Λυπάμαι πατέρα, but I kind of like it here… στα ρηχά.