Ξύπνησα με το κεφάλι βαρύ. Ξανακοιμήθηκα. Ήταν από αυτούς τους ύπνους που σε πλακώνουν σαν βαριά κουβέρτα. Άκουγα θορύβους αλλά δεν άντεχα να σηκωθώ. Τελικά τα κατάφερα. Άνοιξα τα μάτια και είδα δίπλα μου ένα πρόσωπο όχι τόσο όμορφο με την κλασσική έννοια, αλλά γλυκό. Πολύ γλυκιά έκφραση είχε καθώς κοιτούσε προς το παράθυρο. Ξανάκλεισα για λίγο τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη. Δεν πιστεύω σε Θεό αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορώ να συγκλονίζομαι με τον τρόπο μου για το θαύμα της ζωής, την ομορφιά, την ζωντάνια. Όλα αυτά που έβλεπα καθώς κοιτούσα τις μικρές ρυτίδες στο μέτωπό της, την τούφα μαλλιά, τόσο σέξυ, τις ανταύγειες, τα χείλη που έκαναν μικρές κινήσεις, μάλλον με τα λόγια του τραγουδιού που έπαιζε στα ακουστικά της.
Έσκυψα και την φίλησα. Ένα στεγνό, μικρό φιλί, σχεδόν πεταχτό. Δεν το πολυσκέφτηκα το πριν ή το μετά.
Όπως και να’χει με πέταξαν από το λεωφορείο και δεν νομίζω θα με ξαναδεχτούν στα συγκεκριμένα ΚΤΕΛ.