Και εκεί που κάθεσαι και βαριέσαι θανάσιμα, στο ραδιόφωνο ακούς τη συγγραφική πρόκληση της χρονιάς: Διαγωνισμός μυθιστορήματος ΑΡΛΕΚΙΝ. Αυτές οι προκλήσεις δεν είναι να μένουν μετέωρες. Έχοντας διάγει, εις το παρελθόν, ένα ολόκληρο εφηβικό καλοκαίρι διαβάζοντας ΑΡΛΕΚΙΝ εν είδει ποιητικής βραδιάς μαζί με φίλες, έτοιμες να αποθεώσουν τα λογοτεχνικά μπιμπελά του κειμένου, θεώρησα υποχρέωσή μου να κάνω μια απόπειρα, βάζοντας ένα λιθαράκι στο πάνθεον της ρομαντικής μυθιστοριογραφίας:
(Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα, δεν είναι τυχαία):
«Η Σούζυ είναι μια αγνή και αμόλυβδη νέα που ζει στα λιβάδια της Μοντάνα καλλιεργώντας γκοτζιμπέρι. Με δέρμα βελούδινο αρπαγμένο από τον ήλιο και μαλλιά μετάξι που αγκαλιάζουν το μακρύ φεγγαρένιο πρόσωπο, ήταν μια πανέμορφη νταρντανοστούμπα.
Στο δρόμο για την αγορά με το BMW X5 σαραβαλάκι της ονειροπολούσε κοιτώντας το υπέροχο τοπίο του ανοιξιάτικου δειλινού που ξημέρωνε. Δεν κατάλαβε πως πάτησε έναν ντελικανή που σωριάστηκε ξέπνοος στην άσφαλτο, τ’ ανάσκελα. Αλαφιασμένη πετάγεται από το σαραβαλάκι της να τσεκάρει το πιθανό πτώμα. Ευτυχώς το δασύτριχο φαρδύ σαν μπουφές στέρνο του ανεβοκατέβαινε. Σημάδι ότι δεν είχε τινάξει τα πέταλα. Πάγωσε αντικρίζοντας το φαρδύ κούτελο, την αλφαδιασμένη μύτη και το θεληματικό πηγούνι. Μαύρες, πίσσα, μπούκλες πλαισίωναν το υπέροχο πρόσωπο, ενώ τσίτια κρεμόντουσαν γυρω από το ξεσκισμένο πανάκριβο λαμέ υποκάμισο.
Αυτός δεν μίλησε. Ήταν μουγγός. Τον άφησε η λαλιά του όταν έχασε το Ντορή το γάιδαρο που του χάρισε ο μεγαλοκτηματίας παππούς του στα δωδέκατα γενέθλιά του. Μόλις πέρασε το ξάφνιασμα σηκώθηκε, τίναξε το παντελόνι που διέγραφε τα πλαδαρά του μπουτια και κοίταξε γύρω να βρει τα πανάκριβα μοκασίνια που προστάτευαν τις καλογραμμωμένες φτέρνες του.
Την κοίταξε με το δεξί γαλάζιο μάτι του (το άλλο ήταν γυάλινο – όλο κρύσταλλο Βοημίας) και με μια αποστροφή, που της έσκισε την καρδιά, έφυγε μακριά της.
Μετά από δυο μέρες, δυο τέρμηνα, στο δρόμο της, στο φτασμένο της, σε τρία… συναντηθήκαν στο κουτούκι του Ζήση. Ούτε που την κοίταξε, αφού και το άλλο μάτι είχε βγει εκτός λειτουργίας, από μια τσίμπλα που τον ταλαιπωρούσε επίμονα. Εκείνη τον κέρασε ένα καρτούτσο και του ζήτησε συγγνώμη, με ένα χαμόγελο που τον άφησε να γοητευτεί από τα τρια χρυσά σφραγίσματα που της είχε κάνει ο Ζάτουνας, ο οδοντίατρος του χωριού.
Αποδέχθηκε το κέρασμά της και ήπιε μονοκοπανιά το καρτούτσο χωρις να πει κουβέντα. Ο μουγγός. Σηκώθηκε να φύγει και πέρασε από δίπλα της αναδύοντας ένα άρωμα από καψαλισμένο δέρμα και Μαρία Μενούνος Πευκοβελόνα. Της κόπηκε η ανάσα. Τα πόδια της λύγισαν και λίγο έλειψε να σωριαστεί. Με μια μόνο κίνηση αυτός την άρπαξε με το στιβαρό του χέρι και την κόλλησε στο δασύτριχο στέρνο του. Εκείνη ακόμα να πάρει ανάσα. Είχε γίνει όλη μελιτζανιά. Το βλέμμα του χάιδεψε το όμορφο γεμάτο μπιμπίκια πρόσωπό της και την άφησε με μια απέχθεια που την έκανε να θέλει να πεθάνει.
Την άλλη μέρα εκεί που μάζευε τα γκοτζιμπέρια σκυμμένη μέσα στα βάτα ήρθε εκείνος καβάλα σε ένα προβατοκάμηλο. Την κοίταξε χωρίς να πει λέξη. Ήταν μουγγός. Κατέβηκε από το ζωντανό, την πλησίασε σιγα –σιγά γιατί κούτσαινε (τον έκοβε η γόβα) και της έκανε νόημα να ανεβεί στο ζωντανό του. Σα μαγνητισμένη, τον ακολούθησε. Το ζώο ήρθε και έκατσε. Δεν πήγαινε βήμα. Εκείνη έφταιγε. Δεν έπρεπε να φάει το πρωινό με το βιολογικό κοκορέτσι και τη φρέσκια γουρουνοπούλα. Εκείνος πείσμωσε. Ήθελε να βρίσει. Αλλά ήταν μουγγός.
Ξαφνικά σταμάτησε δίπλα τους ένα πανάκριβο Deux Cheveux και από μέσα βγήκε μια πανέμορφη γυναίκα, με καστανογάλανα μάτια. Κοίταξε προς το μέρος του, αγνοώντας τη Σούζυ και φώναξε…. «Θόδωραααα!!!» . Αυτός ήταν λοιπόν. Ήταν ο ΜουγγοΘόδωρας που έμενε στο μεγάλο ράντσο. Άραγε, η γκοτζιμπερού θα μπορέσει να κάνει το Μουγγοθόδωρα δικό της;
(Η συνέχεια σύντομα κοντά σας)
(ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΟΥ!!!)