Ρώτησαν τον Αριστοτέλη:
«Τι κερδίζουν όσοι λένε ψέματα;».
Ο φιλόσοφος απάντησε:
«Να μην τους πιστεύει κανείς και όταν ακόμα λένε την αλήθεια».
Ο Διογένης, όταν επρόκειτο να πουληθεί ως δούλος, κοροΐδευε τον έμπορο, που διαλαλούσε το εμπόρευμα,
ξαπλωμένος χάμω. Όταν ο έμπορος τον διέταξε να σηκωθεί, δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο. Τον περιγελούσε με τούτα τα λόγια:
«Αν πουλούσες ψάρι, τι θα έκανες; Δεν θα έσκυβες να το πάρεις με τα χέρια σου;».
κάποιος στον Χρύσιππο ότι είναι πια γέρος και δεν έχει να περιμένει πολλά από τη ζωή. Ο φιλόσοφος απάντησε:
«Κι εγώ θέλω να φύγω από τη ζωή. Όταν όμως σκέφτομαι ότι είμαι υγιής και ικανός να γράφω και να διαβάζω, παίρνω την απόφαση να μείνω στη ζωή».
Ο Απολλόδωρος έδινε στον Σωκράτη, προτού πιει το κώνειο, ένα καινούριο ρούχο, για να πεθάνει μ’ αυτό. Ο φιλόσοφος του είπε:
«Για ποιο λόγο να φορέσω καινούριο ρούχο; Αυτό που έχω ήταν κατάλληλο για να το φορώ όσο ζούσα και ακατάλληλο για να πεθάνω μ’ αυτό;».
Ο Γοργίας έφτασε σε βαθιά γεράματα. Πέθανε ύστερα από μια σύντομη αρρώστια, στη διάρκεια της οποίας βυθιζόταν σιγά σιγά σε ύπνο. Όταν τον επισκέφθηκε ένας φίλος του και τον ρώτησε για την υγεία του, ο Γοργίας του είπε:
«Ήρθε η στιγμή, κατά την οποία ο ύπνος αρχίζει να με παραδίδει στον αδελφό του, το θάνατο».
Ο Ανάχαρσης, όταν έμαθε ότι το εξωτερικό σανίδωμα ενός πλοίου έχει πάχος 4 δάχτυλα, είπε τρομαγμένος: «Ώστε τόσο λίγο απέχουν οι επιβάτες του πλοίου από το θάνατο!».
Ρώτησαν τον Διογένη αν έχει υπηρέτρια ή υπηρέτη. «Όχι», αποκρίθηκε. Τον ρώτησαν στη συνέχεια:
«Όταν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει για την κηδεία σου;».
Ο Διογένης είπε:
«Αυτός που θα χρειαστεί το σπίτι».
Ρωτήθηκε ο Διογένης αν ο θάνατος είναι κάτι κακό, και ο φιλόσοφος απάντησε:
«Πώς μπορούμε να πούμε ότι είναι κακό αυτό που, όταν έρθει, δεν το αισθανόμαστε;».
Κάποτε ο Βρασίδας έπιασε ένα ποντίκι. Τον δάγκωσε όμως και αναγκάστηκε να το αφήσει. Αμέσως στράφηκε σ’ αυτούς που ήταν μαζί του και τους είπε:
«Τίποτα δεν είναι τόσο μικρό ώστε να μη μπορεί να σώσει τη ζωή του με την τόλμη και το θάρρος του».
Οταν είδε ο Αλέξανδρος στην κατακτημένη από τους Πέρσες Μίλητο πολλά αγάλματα αθλητών, που είχαν νικήσει στους Ολυμπιακούς και τους Πυθικούς αγώνες, ρώτησε τους Μιλησίους:
«Πού βρίσκονταν τα τόσο λαμπρά αυτά σώματα, όταν οι βάρβαροι πολιορκούσαν την πόλη σας;».
Οταν είδε ο Διογένης έναν αδέξιο τοξότη, στάθηκε κοντά στον στόχο λέγοντας:
«Είναι ο μόνος τρόπος για να μη με χτυπήσει».
Παρακαλούσε ο Αρίστιππος τον τύραννο Διονύσιο να βοηθήσει ένα φίλο του. Ο Διονύσιος δεν έδινε σημασία και ο φιλόσοφος έπεσε στα πόδια του τυράννου. Κάποιος από το περιβάλλον ειρωνεύτηκε τον Αρίστιππο. Ο τελευταίος δικαιολόγησε την ενέργειά του:
«Δεν φταίω εγώ αλλά ο Διονύσιος, που έχει τα αφτιά στα πόδια του».
Ο Διονύσιος ο πρεσβύτερος, όταν ρωτήθηκε αν έχει ελεύθερο χρόνο κατά τον οποίο δεν ξέρει τι να κάνει, απάντησε:
«Εύχομαι να μη μου συμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα».
Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος έστειλε τον ποιητή Φιλόξενο να δουλέψει στα λατομεία, κι αυτό γιατί δεν αναγνώριζε την αξία των ποιημάτων που έγραφε ο τύραννος. Τον ξανακάλεσε όμως, για να ακούσει μερικά νέα ποιήματά του. Ο Φιλόξενος έδειξε στην αρχή κάποια ανοχή, ύστερα όμως σηκώθηκε να φύγει. Ο Διονύσιος τον ρώτησε:
«Πού πας τώρα;».
– «Και πάλι στα λατομεία», απάντησε ο ποιητής.
Ενας φλύαρος κουρέας ρώτησε τον Αρχέλαο, Βασιλιά της Μακεδονίας:
«Πώς θέλεις να σε κουρέψω;».
Ο Αρχέλαος απάντησε:
«Σιωπηλός!».
Μια γάτα ερωτεύτηκε έναν ωραίο νέο και παρακάλεσε την Αφροδίτη να τη μεταμορφώσει σε γυναίκα. Η θεά τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε μια όμορφη κοπέλα. Ο νέος, όταν την είδε, την αγάπησε και την παντρεύτηκε. Η
Αφροδίτη όμως είχε την περιέργεια να δει αν η γάτα αλλάζοντας μορφή άλλαξε και χαρακτήρα. Ξαπόλυσε μέσα στην κρεβατοκάμαρα έναν ποντικό. Τότε η γάτα-γυναίκα πήδησε από το κρεβάτι και κυνηγούσε τον ποντικό. Η Αφροδίτη θύμωσε και την ξανάφερε στην αρχική μορφή της.
Ο γιος μιας εταίρας πέταγε πέτρες σε περαστικούς. Ο Διογένης του είπε:
«Πρόσεχε μήπως ανάμεσα στους άλλους χτυπήσεις και τον πατέρα σου, που δεν γνωρίζεις».
Ο Διογένης έπαιρνε το γεύμα του στη μέση της αγοράς και μερικοί μαζεύτηκαν γύρω του αποκαλώντας τον «σκύλο». Ο Διογένης αντέστρεψε τον χαρακτηρισμό λέγοντας:
«Σκύλοι είστε εσείς, που μαζευτήκατε και κοιτάτε έναν άνθρωπο στο στόμα την ώρα που τρώει».
Κάποιος πολίτης αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά μοχθηρός, υπενθύμιζε στον Σωκράτη την άσημη καταγωγή του. Ο φιλόσοφος του έδωσε την απάντηση:
«Αν εγώ πρέπει να ντρέπομαι για τους άσημους προγόνους μου, οι υπέροχοι πρόγονοί σου πρέπει να νιώθουν ντροπή για σένα, τον ανάξιο απόγονό τους».
Ο Κροίσος, ο βασιλιάς της Λυδίας, λαμπρά στολισμένος και καθισμένος πάνω στο θρόνο του, ρωτούσε τον Σόλωνα αν είχε δει πιο όμορφο θέαμα.
«Και βέβαια», είπε ο Σόλωνας,
«έχω δει κοκόρια και φασιανούς και παγώνια. Όλα αυτά έχουν μια φυσική και ασυγκρίτως ανώτερη ομορφιά».
Ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου, χάρισε στον not- ητή Ανακρέοντα ένα τάλαντο χρυσάφι. Ο ποιητής του το επέστρεψε λέγοντας:
«Μισώ το δώρο που θα με αναγκάσει να μην κοιμάμαι τη νύχτα».
Για έναν τσιγκούνη πλούσιο ο Βίωνας έλεγε:
«Δεν εξουσιάζει αυτός την περιουσία, αλλά η περιουσία του εκείνον».
Ο Μ. Αλέξανδρος έστειλε στον Φωκίωνα 100 τάλαντα. Ο Αθηναίος πολιτικός ρώτησε τους ανθρώπους που του έφερναν το μεγάλο αυτό ποσό:
«Γιατί ο Αλέξανδρος διάλεξε εμένα απ’ όλους τους Αθηναίους για να μου χαρίσει 100 τάλαντα;».
Οι απεσταλμένοι απάντησαν:
«Γιατί μόνο εσένα θεωρεί έντιμο άνθρωπο».
Ο Φωκίωνας αρνήθηκε να δεχτεί το δώρο λέγοντας: «Ας μ’ αφήσει λοιπόν και να είμαι και να φαίνομαι έντιμος».