Θύμωσε κάποιος Αθηναίος γιατί ένας συμπολίτης του δεν του ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Ο Σωκράτης του είπε:
«Είναι αστείο να μη θυμώνεις, αν συναντάς στο δρόμο σου κάποιον που έχει το σώμα του άρρωστο, και να αγανακτείς τώρα, επειδή συνάντησες έναν άνθρωπο με άξεστη ψυχή».
Ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο πρεσβύτερος τοποθέτησε σε ανώτερη θέση έναν κακοήθη άνθρωπο και πολύ αντιπαθή στο λαό. Όταν τον ρώτησαν, γιατί έκανε κάτι τέτοιο, απάντησε:
«Θέλω να υπάρχει κάποιος που να τον μισούν περισσότερο απ’ όσο εμένα».
Ρώτησαν τον Αριστείδη τι τον στενοχωρούσε πιο πολύ στην εξορία. Εκείνος απάντησε:
«Η κακή φήμη της πατρίδας μου. Όλοι την κακολογούν επειδή με εξόρισε».
Άκουσε ο Αριστοτέλης από κάποιον ότι μερικοί τον έβριζαν. Ο φιλόσοφος απάντησε:
«Καθόλου δεν με νοιάζει. Όταν είμαι απών, δέχομαι ακόμα και να με μαστιγώνουν».
ένας τον Δημοσθένη, του είπε ότι χτυπήθηκε από κάποιον και τον παρακαλούσε να τον υπερασπιστεί ως συνήγορος. Ο Δημοσθένης του είπε:
«Τίποτα δεν έπαθες».
Όταν ο άνθρωπος άρχισε να φωνάζει, ο Δημοσθένης παρατήρησε:
«Τώρα ακούω πραγματικά τη φωνή ενός αδικημένου ανθρώπου».
Ο Βίωνας περιγελούσε τον Ξενοκράτη, αλλά ο Ξενοκράτης δεν αντιδρούσε ούτε απαντούσε στις ειρωνείες. Έλεγε απλά στους φίλους του:
«Η τραγωδία δεν θεωρεί άξια απάντησης την κωμωδία, που το μόνο που ξέρει να κάνει είναι να κοροϊδεύει».
Κάποτε ο Διογένης φώναζε:
«Ελάτε εδώ, άνθρωποι!».
Και όταν μαζεύτηκαν πολλοί, τους κυνήγησε με το μπαστούνι του λέγοντας:
«Ανθρώπους κάλεσα, όχι καθάρματα!».
Ρώτησαν τον φιλόσοφο Στίλπωνα, αν υπάρχει κάτι πιο ψυχρό από ένα άγαλμα.
«Ναι», είπε, «ένας αναίσθητος άνθρωπος».
Επέστρεφε ο Διογένης από τους Ολυμπιακούς αγώνες και ένας τον ρώτησε, αν ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ο Διογένης αποκρίθηκε:
«Κόσμος υπήρχε πολύς, άνθρωποι όμως λίγοι».
Ρωτούσαν τον Διονύσιο τον νεότερο πώς ο πατέρας του, αν και απλός πολίτης, μπόρεσε να καταλάβει την εξουσία και γιατί ο ίδιος, αν και γιος τυράννου, την έχασε. Ο Διονύσιος ο νεότερος έδωσε την απάντηση:
«Ο πατέρας μου έκανε την προσπάθειά του, όταν η δημοκρατία προκαλούσε το μίσος, ενώ εγώ αγωνιζόμουν, όταν η τυραννίδα κινούσε τον φθόνο».
Οι πρέσβεις των Κορινθίων, όταν πήγαν στις Συρακούσες, αρνούνταν να δεχτούν τα δώρα που τους πρό- σφερε ο τύραννος Διονύσιος ο πρεσβύτερος. Δεν τα δέχονταν γιατί απαγορευόταν από τους νόμους της πόλης τους κάθε δωροληψία. Ο Διονύσιος όμως θεώρησε την άρνηση των Κορινθίων πρέσβεων πολύ προσβλητική. Τους είπε:
«Αχρηστεύετε το μόνο καλό που έχει η τυραννίδα, την προσφορά δώρων».
Ο Φωκίωνας διαφωνούσε συνήθως με όλους πάνω σε πολιτικά θέματα. Μια φορά όμως, όταν μίλησε στην εκκλησία του δήμου, όλοι ασπάστηκαν τις ιδέες του. Απορημένος γύρισε προς τους φίλους του και τους ρώτησε: «Μήπως είπα σήμερα κάποια ανοησία, χωρίς να το καταλάβω;».
Ο Επαμεινώνδας, όταν είδε ένα μεγάλο στρατό, που δεν είχε ικανό στρατηγό, είπε:
«Μεγάλο θηρίο αλλά χωρίς κεφαλή».
Κάποιος ρωτούσε γιατί οι Σπαρτιάτες μεταχειρίζονται κοντά ξίφη. Και ο Ανταλκίδας απάντησε:
«Γιατί εμείς οι Σπαρτιάτες αντιμετωπίζουμε από πολύ κοντά τους εχθρούς μας».
Ο Αρχίδαμος στρατοπέδευσε γύρω από την Κόρινθο. Σε μια στιγμή είδε να Βγαίνουν από τα τείχη της πόλης λαγοί. Τότε είπε στους στρατιώτες:
«Σύντροφοι, όπως φαίνεται, εύκολα θα νικήσουμε τους εχθρούς».
Ο Πολύδωρος, Βασιλιάς της Σπάρτης, σε έναν που εκτόξευε συχνά απειλές κατά των εχθρών είπε:
«Δεν καταλαβαίνεις ότι ξοδεύεις το μεγαλύτερο μέρος της επιθετικότητάς σου ανώφελα;».