Χοροπηδούσα σαν μανιακός στον δρόμο. Έριξα και έναν κάδο. Στα τέτοια μου, είμαι εκατομμυριούχος.
“Κέρδισα! Κέρδισα!”
Έστριψα. Στην γωνία ήταν ένας αστυνομικός. Έπεσα πάνω του. Τον αγκάλιασα!
“Είμαι εκατομμυριούχος! Δεν με νοιάζει τίποτα!” του φώναξα και ξεκίνησα να φύγω. Γύρισε και αυτός να πάει από την άλλη.
Δεν ξέρω τι με έπιασε, τίποτα δεν με άγγιζε.
“Κέρδισα! Είμαι αρχηγός!” φώναξα. Γύρισα τρέχοντας και του κατέβασα το παντελόνι! Γέλαγα σαν παιδί.
“Είμαι αρχηγός! Δεν με νοιάζει τίποτα!”
Ένιωσα ένα χέρι στην πλάτη. Ο κολλητός μου με είχε προφτάσει.
“Αλέξη, γιατί φωνάζεις;”
“Κέρδισα, κέρδισα σου λέω! Είμαι εκατομμυριούχος! Θα σου πάρω ότι θέλεις!”
Πήρε από τα χέρια μου το λότο. Το κοίταξε. Μου το ξαναέδωσε.
“Εδώ λέει ότι κέρδισες την ευκαιρία να παίξεις άλλο ένα λοτο τζάμπα μόνο.”
Ο αστυνόμος ήταν ακόμα κάγκελο ξεβράκωτος. Σήκωσα το παντελόνι. Δεν ήταν εύκολο, τα είχε τα κιλάκια του στην περιφέρεια και στα μπούτια. Ανέβασα το φερμουάρ προσεκτικά.
“Δεν θυμάμαι, ήταν μέσα ή έξω το πουκάμισο;” τον ρώτησα.
“Άσ’το καλύτερα” απάντησε χωρίς να κουνηθεί.