Συνήθιζε να πίνει cosmopolitan τα βράδια με τις φίλες ή και μόνη σπίτι. Να βλέπει όλα τα επεισόδια sex & the city ξανά και ξανά ώσπου να έχει μάθει απ’ έξω κάθε διάλογο, κάθε σκηνή. Ήξερε που θα βουρκώσει, που θα κλάψει και πολλές φορές έκλαιγε και πριν να συμβεί επειδή ήξερε τι θα επακολουθήσει. Η ζωή της όλη, ακόμα και πριν βρει τη σεξουαλικότητά της, ήταν μια λέξη μόνο: Έρωτας. Και ήταν πεπεισμένη, όχι απ’ τους άλλους, όχι από γεγονότα ή θεωρίες, απλά από ένστικτο πως υπάρχει ο παντοτινός Έρωτας. Υπάρχει η αδελφή ψυχή μας κάπου εκεί έξω και πως αν δεν το βάζουμε κάτω, αν δε συμβιβαζόμαστε με ημίμετρα, είναι σίγουρο πως θα τον βρούμε. Ναι ήταν βέβαιη. Άλλωστε το έγραφε ξεκάθαρα και ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο. Είμαστε γεννημένοι και αφιερωμένοι στην αναζήτηση της αδελφής ψυχής μας.
Με τους περισσότερους άντρες που γνώριζε ενθουσιαζόταν. Ήταν εξαιρετικά εξωστρεφής και επικοινωνιακή. Σχεδόν πάντα τους κέρδιζε, ίσως όχι τόσο με την εμφάνιση αλλά κυρίως με το ότι ποτέ δεν κρυβόταν, ποτέ δεν φοβόταν να εκτεθεί. Πίστευε πως αυτός ήταν και ο μόνος τρόπος να κερδίσεις κάποιον. Να του ανοιχτείς, να τον εμπιστευτείς. Έτσι μόνο θα κατάφερνες να κάνει κι αυτός το ίδιο και μοιραία να δεθείτε. Τα έδινε όλα όταν ένιωθε πως ερωτεύεται. Έκανε τα πάντα, πήγαινε κατευθείαν με το κεφάλι στον τοίχο κι ότι γίνει. Δεν ήξερε, ποτέ δεν ήταν σίγουρη πως έκανε σωστά. Πάντα όμως ότι ζούσε ήταν δυνατό, πότε όμορφο, πότε άσχημο αλλά το ίδιο δυνατό.
Κι έτσι περνούσαν τα χρόνια. Με τη γεύση του Έρωτα στα χείλη, τη μυρωδιά Του στο μαξιλάρι, το πρόσωπο Του σε απόσταση αναπνοής, τη φωνή Του στα αυτιά της. Μόνο που Αυτός δεν ήταν ποτέ ένας. Ήταν πολλοί. Άλλοι για λίγο άλλοι για περισσότερο. Άλλοι ξεσπούσαν σε αγάπη, άλλοι απλά σε ηδονή, άλλοι σε μίσος και απομυθοποίηση.
Θυμάται έντονα μια σκηνή. Ήταν μόλις δεκαεπτά ερωτευμένη μ’ ένα συμμαθητή της. Ήταν μαζί περίπου πέντε μήνες και ένα Σαββατοκύριακο την κάλεσε στο εξοχικό του να της γνωρίσει τους γονείς του. Κάθισαν το μεσημέρι να φάνε όλοι μαζί. Η μητέρα του είχε φυσικά ξανθά μαλλιά και ξεπλυμένα μπλε μάτια. Ο πατέρας του ήταν κοντούλης, με κοιλίτσα, καραφλός. Καθ’ όλη τη διάρκεια του γεύματος ακουμπούσαν συνεχώς ο ένας τον άλλον. Με το ένα χέρι το πιρούνι με το άλλο τα δάχτυλα τα μάγουλα τα μάτια… συχνά έλεγαν κάτι δικό τους τρυφερό και κοιτιούνταν με ένταση, μετά φιλιόντουσαν. Όχι όμως μ’ αυτά τα φιλιά της ώριμης ηλικίας που δηλώνουν αγάπη, συμπαράσταση, κατανόηση, συνήθεια. Τα φιλιά τους ήταν σαν τα δικά της. Έντονα, παθιασμένα, απ’ αυτά που ντρέπεσαι να κοιτάξεις. Εκείνο το μεσημέρι επιβεβαιώθηκε μέσα της η ιδέα του παντοτινού Έρωτα που δε φθείρεται, δεν ξεθωριάζει γιατί έχει δύο ανθρώπους να τον τρέφουν από κοινού για μια ζωή. Κι αν κάτι συνέβαινε και ο ένας απ’ τους δύο σταματούσε να τον τρέφει και να τον συντηρεί; Αν ένας απ’ τους δύο κουραζόταν στην πορεία για λίγο; Και πάλι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Θα έκανε ο άλλος διπλή δουλειά και θα ήταν τα πράγματα και πάλι όπως πριν. Ίσως και καλύτερα.
Έτσι μάλλον ξεκίνησε γι αυτήν η αναζήτηση του Έρωτα. Και στο ταξίδι της αυτό ψάχνοντας την αδελφή ψυχή, έφαγε κι έδωσε πολλά χαστούκια. Στη δίνη του όλα τα θυσίαζε, όλα τα παρέβλεπε και συνέχιζε χωρίς να απογοητεύεται. Έκανε στάσεις πολύ μεγάλες στάσεις με ανθρώπους που ερωτευόταν και που μέσα απ’ την καρδιά της ήθελε να πιστέψει πως αυτοί ήταν οι αδελφές ψυχές της όμως η ιστορία την απογοήτευε. Η αδελφή ψυχή είναι μια στη ζωή μας όλη…
Το βασικό πρόβλημα ήταν πως δεν μπορούσε να δεχτεί πως ο Έρωτας φθείρεται, πως πίστευε ότι η φλόγα θα μπορούσε για πάντα να κρατηθεί ζωντανή. Δεν της έκαναν οι σπίθες, δεν ήταν φτιαγμένη για σπίθες. Ήθελε λάδι στη φωτιά, να καίγεται, να ξεψυχάει και την επόμενη μέρα να είναι πάλι το ίδιο. Όταν άρχιζε η αγάπη να αντικαθιστά τον Έρωτα αυτή έφευγε, κι αν δεν έφευγε γιατί είχε δεθεί, έβρισκε καταφύγιο σε προσωρινές φλόγες. Τις βαριόταν εύκολα όμως και τα έδιωχνε όλα. Έμενε μόνη και ξεκινούσε τις γνώριμες συνήθειες της Cosmopolitan, Carrie & Big, συζητήσεις μεταμεσονύκτιες με φίλες…
Και σ’ αυτό το μοτίβο πέρασαν χρόνια, πολλά χρόνια. Οι επαναλήψεις του sex & the city δεν προβάλλονταν καν στο star channel, λεφτά δεν υπήρχαν πια για Cosmo παρά μόνο για κρασί και μπύρα ίσως και τσιγάρα τράκα. Είχε αρχίσει να νιώθει πολλές φορές την πικρία, την απογοήτευση του «έρωτα» που έρχεται και το πρωί έχει φύγει χωρίς καν να πιεί καφέ, την απογοήτευση του «έρωτα» που θρονιάζεται στον καναπέ χωρίς να έχει να πει τίποτα, την απογοήτευση του «έρωτα» που λαμβάνει κρυφά mms με φώτο από άγνωστους κώλους…
Κι έτσι, ένα ξημέρωμα που γύριζε σπίτι ακούγοντας στο ράδιο δακρύβρεχτα το “the first time ever I saw your face” ανακάλυψε τι είναι ο έρωτας τελικά. Μαζοχισμός. Άρχισε να μετρά τις στιγμές που ο έρωτας την είχε φτάσει σε απόγνωση και τις στιγμές που είχε νιώσει την απόλυτη ευτυχία. 1-0. Θύμωσε. Αναθεμάτισε την καταραμένη Jessica Parker και τον ξεπεσμένο Chris North που πριν γίνει ο πολυπόθητος Mr. Big δεν τον θυμόταν ούτε η μάνα του. Ανακάλυψε έτσι ξαφνικά πως τους έρωτες μας τους έχουν κάνει κλύσμα από την παιδική μας ηλικία. Η Σταχτοπούτα, η Χιονάτη, η ωραία Κοιμωμένη και δεκάδες άλλες είχαν βρει στο τέλος τον έναν και μοναδικό και είχαν ζήσει αυτές καλά κι εμείς καλύτερα. Οι μαμάδες πάντα μας έλεγαν επίσης γι’ αυτόν τον έναν και μοναδικό που θα φτιάξουμε το σπιτάκι μας, τη φωλίτσα μας, την οικογενειούλα μας και θα είμαστε χαρούμενες με πεντακάθαρη ποδιά πλάθοντας κουλουράκια σε μια κουζίνα όλο τάξη και χαρά. Κι εμείς; Ήμασταν τόσο τυφλές εμείς που δε βλέπαμε πως αυτό το σκηνικό υπήρχε μόνο σε διαφημίσεις της Φαριν- απ; Δε βλέπαμε πως στο δικό μας σπίτι η μαμά ήταν η προσωποποίηση της Μαίρης Παναγιωταρά και ο μπαμπάς βαλσαμωμένος στον καναπέ έτρωγε πασατέμπο και έβλεπε Αθλητική Κυριακή; Δεν ξέραμε πως ο θείος κεράτωνε τη θεία με τη Βουλγάρα σερβιτόρα του καφενείου και η θεία μια φορά την εβδομάδα ντυνόταν και βαφόταν καραγκιόζης για να βγει με «τις συμμαθήτριές της;»
Άλλαξε σταθμό πιέζοντας το κουμπί του ραδιοφώνου με δύναμη και τη σιγουριά πως θα ακούσει κάτι ροκ, κάτι εύθυμο που θα ξεκολλούσε το μυαλό της. «Πήγα σε μάγισσες, σε χαρτορίχτρες να δω που χάνεσαι όλες τις νύχτες». Ξανά ο έρωτας, ο ανεκπλήρωτος, ο πληγωμένος, ο «άστα να πάνε στο διάτανο πόσο χαμηλά θα πέσω η γυναίκα». Έκλεισε το ράδιο θυμωμένη. Την επόμενη μέρα έχωσε στο hidden folder του υπολογιστή της όλα αυτά τα μελό κείμενα που είχε γράψει για τον έρωτα. Της φάνηκε αστείο το πόσα πολλά ήταν. Και έτσι ξεκίνησε η απομυθοποίηση του έρωτα γι’ αυτήν. Δεν ξαναείδε το «the way we were» έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν της άρεσε αυτή η μυτόγκα της Barbra Streisand, δεν ξαναπόσταρε στο fb ατάκες γραμμένες μπροστά από το ηλιοβασίλεμα που μιλούσαν για τον ένα και μοναδικό έξω από δω. Ειρωνευόταν οποιαδήποτε μορφή έρωτα, έγινε κυνική σχεδόν αναίσθητη. Αγάπησε αυτόν το νέο της εαυτό, είχε άπλετο ελεύθερο χρόνο να κάνει όλα αυτά που της άρεσαν, να βγαίνει κάθε βράδυ με φίλους, να γνωρίζει αμέτρητους νέους ανθρώπους, να ασχολείται με ένα σωρό δραστηριότητες. Οι άντρες ήταν πάντα εκεί, αρκούσε μόνο να επιλέξει, σπάνια κάποιος δεν ήταν διαθέσιμος. Ένιωθε σα να γιατρεύτηκε από μια ανίατη ασθένεια, σα να ανοίγονταν μπροστά της χιλιάδες δρόμοι να περπατήσει. Γελούσε μέχρι δακρύων, χόρευε μέχρι τελικής πτώσης, περιτριγυριζόταν από πολύ κόσμο στα ίδια vibes μ’ αυτήν. Στο σεξ ένιωθε πλήρως απελευθερωμένη, δεν την ενδιέφερε η γνώμη του άλλου, οι επιθυμίες του, αποζητούσε μόνο τη δική της ικανοποίηση, χρησιμοποιούσε τον καθένα ως μέσο επιβεβαίωσης της και δεν κρατούσε ποτέ περαιτέρω επαφή. Μέσα της σιγόκαιγε ο φόβος πως ίσως δενόταν πως ίσως μοιραία να έπεφτε ξανά στην παγίδα Του.
Τα έκανε όλα, τα γεύτηκε όλα. Πέρασαν χρόνια γεμάτα και άδεια όταν οι ισορροπίες της άρχισαν πάλι να χάνονται. Ναι ήταν ερωτευμένη με τον εαυτό της, έβρισκε έρωτα σε φιλίες , παθιαζόταν με άψυχα πράγματα μα έχανε το ενδιαφέρον της αμέσως. Γέμιζε τα συναισθηματικά της κενά με ασταμάτητες δραστηριότητες για να ξεχνιέται και όταν πια τα βράδια πήγαινε πτώμα στο κρεβάτι αυτά τα λιγοστά λεπτά που μεσολαβούσαν μεταξύ ξύπνιου και ύπνου ερχόταν πάλι στη σκέψη της Αυτός. Ένιωθε σαν αποτοξινωμένο πρεζάκι που κρατιέται μετά βίας να μην πέσει και πάλι στην εξάρτηση. Σκεφτόταν πως η άρνηση είναι φόβος, πως μπορεί να πέρασε πολύ καιρό σε νιρβάνα, να εθελοτυφλούσε μα κάπου στη γωνία εκεί στις σκιές σαν να έβλεπε τη μορφή Του να καραδοκεί. Σαν να έπαιζαν κρυφτό μα Αυτός πάντα να κατάφερνε να τρέξει πιο γρήγορα κι απ’ τη σκέψη της την ίδια. Σαν να της φώναζε κοροϊδευτικά «φτου και βγαίνω» πριν προλάβει να κλείσει αυτιά της…
Και οι μέρες άρχισαν να αδειάζουν και οι νύχτες να γίνονται μούσκεμα σε δικούς της και ξένους ιδρώτες. Ένα βράδυ καθημερινής έπινε famous με πάγο στο μπαρ της γειτονιάς. Αρκετά νωρίς ο πολύς κόσμος είχε φύγει, έμειναν καμιά δεκαριά καλοί και γνώριμοι, ανάμεσα τους και ο Χ. Τον ήξερε χρόνια, πάντα περνούσαν όμορφα μαζί, γελούσαν μέχρι συγκοπής και μερικές φορές αγγίζονταν. Ο Χ. είχε όλα τα χαρακτηριστικά του αμετανόητου εργένη. Δούλευε νύχτα, έπαιζε με πολλές γυναίκες όμορφες άσχημες δεν είχε σημασία. Ήξερε πώς να κάνει την καθεμία τους να νιώσει μοναδική έστω και για λίγο. Οι δύο τους ήταν σαν να είχαν μια μυστική συμφωνία: «μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια». Μέσα της ήξερε όμως πως αυτά τα παιδιά, τα «πολυταξιδεμένα» έχουν τις πιο ευαίσθητες ψυχές. Εκείνο το βράδυ είχε μια παλιά, μαγική και γνώριμη μυρωδιά, κάτι από καπνό, ποτό και σεροτονίνη.
Το ξημέρωμα άνοιξε τα μάτια γύρισε το κεφάλι και είδε την απόσταση που χώριζε το δικό της με το διπλανό της κορμί. Την απόσταση ασφαλείας. Άπλωσε δειλά το χέρι της σαν να ντρεπόταν και άγγιξε την πλάτη του, την ένιωσε να κινείται ελαφρά από την κοιμισμένη του αναπνοή. Κύλησε πλάι του και τύλιξε τα χέρια της γύρω του. Και έτσι ξαφνικά νιώθοντας τη ζεστασιά του, μυρίζοντας το λαιμό του, ξανάπεσε στα ναρκωτικά…