Αλόχα. Τι κάνετε αγαπητοί μου φίλοι και φίλες. Όλα καλά; Πάντα καλά. Ελπίζω να ‘χετε βρει και λεφτάκια μπας και την κάνετε κι εσείς για κάνα ωραίο νησάκιον όπως και εμείς που το προσμένουμε πως και πως βεβαίως, βεβαίως. Ουφ. Άντε, άντε. Να July ο μήνας να Αυγουστάρουμε…
Το λοιπόν, για να περάσει πιο ευχάριστα ο μήνας σας έχω ιστοριούλα / ανάλυση γνωστού άσματος που θα σας διασκεδάσει τα μάλα. Ελπίζω δηλαδή. Ακούσατε.
Μιά φορά κι έναν καιρό, πέρυσι, εβρισκόμην εις το παραθαλάσσιο ταβερνάκιον της φιλενάδος μου Μαρίας στα όμορφα Βατερά της Λέσβου. Εκεί που λέτε γίνεται το φούλ του κεφτέ με πατάτες και εκτός αυτού και εαυτού, έχομεν αρχίζει και την ουζοκατάνυξη από ενωρίς. Όλα βαίνουν καλώς λοιπόν, το ούζο δυναμίτης 47% Vol και η κατάστασις γιούχου. Εκείνες τις ώρες που λέτε, αγαπητοί μου αναγνώσται, γίνονται αι ωραιότεραι κουβένται. Και έτσι άρχισε και η παρετιθέμενη με θέμα το γνωστόν άσμα ”Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη”
Παίζει ελοιπόν που λέτε το άνωθεν από το laptop της παραδοσιακής ταβέρνας. Το ακούω κι αρχίζω ανάλυση. Λέει λοιπόν:
Δεν ξανακάνω φυλακή
με τον Καπετανάκη
που χει ντούγκλα στο μουστάκι
τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε
Μάλιστα. Κοιτάξτε εδώ λοιπόν την περίπτωση που ένα όμορφο κεφάτο ελαφρύ νησιώτικο τραγουδάκιον κρύβει τρελά gay μηνύματα. Δεν ξανακάνει λέει ο φίλος τραγουδιστής φυλακή με τον Καπετανάκη, που χει ντούγκλα στο μουστάκι. Χα. Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται. Ο Καπετανάκης με τη μουστάκα στη φυλακή τι σας λέει σαν εικόνα; Γάμησε τα ε; Το ντούγκλα δεν ξέρω τι είναι, αλλά κάτι σε βαρβατίλα μου βγάζει. Τες πα.
Το παλικάρι ο φίλος δημιουργός το λεπόν, έχει χαλαστεί και δεν θέλει να ξανακάνει στο κάγκελο με τον μουστακαλή, γιατί άλλο κάγκελο περίμενε και άλλο πήρε. Γαμα τα men. Και μετά λέει. ”τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε” Χμ. Ο έγκλειστος βρήκε δόντι λοιπόν να μην ξαναπετύχει πουθενά σε κανα μπουντρούμι. τον Καπετανάκη. Καλά αυτό εντάξει γίνεται. Αλλά το αξιοσημείωτον εδώ είναι ότι ο φυλακισμένος το χει σίγουρο ότι θα ξαναμπεί στη φυλάκα. Α ρε ποτάνα κενωνία άδικη, καταστρέφεις τον κοσμάκη να ουμ. Πάμε παρακάτω. Είπαμε θα το πιάσουμε το τραγούδιον στίχο στίχο αλλά όπως φαίνεται και τοίχο τοίχο. Για να ιδούμε.
Τη δόλια τη μανούλα μου
την πότισες φαρμάκι
αχ εσύ Καπετανάκη
τα μελιτζανιά
να μην τα βάλει πια
Και δραματοποιείται εδώ το άσμα αφού εμπλέκει και την μητέρα του ο δόλιος έγκλειστος. Έμαθε λοιπόν και η mother τα κακά μαντάτα και ποτίστικε φαρμάκι. Μπάμπη μου μη θα φαρμακωθώ. Ε λογικό. Κοτζάμ λεβέντη έκανε και δεν της έφτανε η πίκρα που το μπουζουριάσανε το παλικάρι της, μαθαίνει ότι απέκτησε και διαμπερές κορμί. Ε όχι. Όλα καλά παιδιά με τις θεωρίες περί σεξουαλικής απελευθέρωσης αλλά εδώ το θέμα είναι βαρύ. Είναι η στιγμή που η μάνα μαθαίνει την αλήθεια. Και φορά τα πένθιμα μελιτζανιά της ρούχα. Είναι τραγικό. Η ζωή της έχει γίνει ένα ιμαμ μπαιλντί. Βαρύ το νέο, βαρύ και το ιμάμ. Ταιριάζει. Και ας ολοκληρώσουμε την ανάλυση.
Ξυπνω και βλέπω σίδερα
στη γη στερεωμένα
τα παιδάκια τα καημένα
τα μιλήσαμε
τα συμφωνήσαμε
Εδώ ο λόγος είναι πιο ποιητικός. Ο στιχουργός θέλει να δώσει και βάρος στην κατάσταση του φυλακισμένου με την περιγραφή της εικόνας όπου ενώ ο καταδικασθείς, ονειρευόταν παραλίες στην Ταιλάνδη με 16χρονες παρθένες, το μάτι ανοίγει και βλέπει κάγκελο, με από πίσω ριγέ Καπετανάκη μουστακωτό να τον θωρεί. Έλεος. Δεν το αντέχω ούτε εγώ που το περιγράφω. Και αποπροσωποποιεί και το γεγονός δίνοντας πάσα και λέγοντας και για άλλα καημένα παιδάκια που έχουν ζήσει τον τυφώνα Καπετανάκη. Α ρε Καπετανάκη τα πήρες και τα [starlist]σήκωσες [/starlist]τα παλικάρια. Το ”τα μιλήσαμε, τα συμφωνήσαμε” στο τέλος είναι άσχετο άλλα είναι το πιασάρικο του τραγουδιού και πρέπει να επαναληφθεί.
Αυτά που λέτε. Ενδιαφέρουσα η ανάλυση δεν νομίζετε; Το αξιοπερίεργον πάντως της υποθέσεως είναι ότι όποτε παίζει το τραγουδάκι αυτό κανείς δεν βάζει κώλο κάτω. Περίεργο και επικίνδυνο αυτό με τον κώλον ακάλυπτο. Μα καλά κανείς δεν έχει πιάσει το κρυφό message του στίχου; Και σαν ερασιτέχνης στιχουργός αναρωτιέμαι τι να ‘ναι αυτό που κάνει αυτό το τραγούδι να σε κάνει να χορέψεις. Η φυλακή; Ο Καπετανάκης; Τα μελιτζανιά; Αχ ρε συ Καπετανάκη, με μπέρδεψες…