Όταν σταμάτησες να μου μιλάς, άρχισα να θέλω να μιλάω για εσένα.
Η αλήθεια είναι πως ήθελα να μιλάω σε εσένα-πάντα ήθελα, για πάντα ήθελα- αλλά εσύ είχες σταματήσει να θέλεις να μου μιλάς. Τι να μου έλεγες αλήθεια; Είχες πει τόσα πολλά.
Ποια ήταν η αλήθεια;
Εγώ δεν ήμουν ποτέ πολύ ομιλητική. Μοναχοπαίδι, συνηθισμένο να διασκεδάζει με τις σιωπές του.
Έγινες οι σιωπές μου, τα γέλια μου, η χαρά μου, έγινες ξαφνικά η ανάγκη μου και απότομα ο πιο μεγάλος πόνος.
Θα είχες τους λόγους σου.
Πόσο κατάντησαν να με πονάνε οι σιωπές. Οι σιωπές που κάποτε με διασκέδαζαν τώρα με ξέσκιζαν, με τραβούσαν, με μάτωναν.
Και γέμισα λόγια. Λόγια που δεν τα είπα. Δεν τα είπα όταν έπρεπε, δεν έπρεπε ποτέ να τα πω. Τι νόημα θα είχε να τα πω; Μόνο ανόητη θα έμοιαζα. Τα ήξερες. Δεν μπορεί να μην τα ήξερες. Θα ήταν παράλογο να τα πω.
Ήταν παράλογο που τα ένιωθα. Αυτά γινόντουσαν σε άλλες εποχές.
Είναι δυνατόν εγώ να μην έχω σχέση με την εποχή μου και να αρχίσω ξαφνικά να λέω παράλογα λόγια; Κανένα νόημα δεν είχε να πω τίποτε. Κανένα νόημα να νιώσω.
Εφόσον εσύ δεν ήθελες πια να μου μιλάς, καμία αξία δεν θα είχε για εμένα καμία κλεμμένη λέξη. Μόνο όταν μου τις χαρίζουν τις καταλαβαίνω τις λέξεις. Όχι όταν τις ζητάω.
“Θέλω να φάω το αίμα σου” θυμάσαι; Τότε που είχες χτυπήσει;
Έτσι είχα νιώσει, χρειαζόμουν το αίμα σου να γίνει αίμα μου.
Πόσα παράλογα πράγματα είπες. Πόσο λογικά μου έμοιαζαν.
Πόσο με είχες κάνει να θέλω να γλείψω το αίμα σου.
Μοιάζουμε, έλεγες. Καθόλου δε μοιάζαμε τελικά. Το αίμα μας όμως ήθελε να γίνει ίδιο. Και οι σιωπές μας. Δεν τα κατάφερες και εξαιτίας σου δεν τα κατάφερα ούτε κι εγώ.
Θυμάσαι που μόλις με είδες με αγκάλιασες;- ένα μπερδεμένο χαμόγελο ένα “γεια σου” και πίστεψα πως θα τα καταφέρω.
“Μου κόπηκε η ανάσα” λένε συνήθως όσοι θέλουν να περιγράψουν την στιγμή που το αίμα τους παθαίνει έρωτα, όμως ποτέ δεν το κατάλαβα γιατί το λένε αυτό.
Εγώ ένιωσα λες και μου έδωσαν ανάσα. Λες και τόσο καιρό πνιγόμουν και ανέπνευσα ξαφνικά, ανακουφιστικά.
Όλο μου το αίμα έβραζε, είχε πάθει έρωτα. Καιγόμουν.
Μέχρι που ξαναπνίγηκα. Πνίγομαι και δεν ξέρω τι να φωνάξω και σε ποιον.
Ποιος μπορεί να καταλάβει ότι πνίγομαι όταν με βλέπει να αναπνέω κανονικά;
Πόσο κουράζομαι για να μοιάζω ότι αναπνέω κανονικά όταν όλα μέσα μου ουρλιάζουν “πνίγομαι”;
Ματώνω και το καυτό μου αίμα μου αφήνει σημάδια. Πνίγομαι.