Η αγάπη μου για την οδήγηση και τα αυτοκίνητα κρατάει από τα μικράτα μου. Με το φίλο μου το Γιώργο καβαλούσαμε τα ποδήλατά μας και κάναμε ότι ήτανε αμάξια. Ήμασταν τυχεροί γιατί το design της εποχής τα είχε εξοπλίσει με έναν μεταλλικό καθρέφτη στην αριστερή πλευρά του τιμονιού, διαστάσεων σχεδόν κανονικού πλαϊνού καθρέφτη αυτοκινήτου! Είχαμε προμηθευτεί και ένα πλαστικό μπρελόκ σε σχήμα μίνι φακού με ένα χάλκινο κλειδί που κάναμε ότι το βάζαμε στη μίζα και, αυτό ήτανε, φεύγαμε! Λέγαμε ότι είμαστε εκδρομή στην Πελοπόννησο και φτάναμε από την Τρίπολη στην Σπάρτη περίπου σε εφτά λεπτά… Ενίοτε βέβαια το ποδήλατο, καθότι όχι μηχανοκίνητο, κόλλαγε σε λασπωμένα μονοπάτια ή μάς άφηνε από αλυσίδα (κλασικά). Δε βαριέσαι όμως, εμείς την εκδρομή μας την είχαμε κάνει.
Κάτι άλλο που συνήθιζα να κάνω στην δεύτερη πενταετία της ζωής μου είναι να παρατηρώ τα πόδια του πατέρα μου όταν οδηγούσε το άσπρο Citroen μας, συνήθως στις στροφές του Καλάμου, για να καταλαβαίνω πότε αλλάζει ταχύτητα. Χρόνια ανυπομονούσα να κάτσω και εγώ στη θέση του οδηγού, να φέρνω τα χέρια μου βόλτα πάνω στο τιμόνι και να λύνω το χειρόφρενο (κάτι που τελικά αποδείχτηκε αρκετές φορές δύσκολο, ειδικά όταν το είχε τραβήξει πριν αντρικό χέρι).
Τα χρόνια πέρασαν και πήρα το δίπλωμα οδήγησης μαζί με αυτοκίνητο δώρο από τον μπαμπά, το θρυλικό κόκκινο Seat -γνωστό και ως Batmobile– που, ταλαιπωρημένο από βρογχικά και προηγούμενες γυναίκες οδηγούς έπαιρνε μπρος με τσοκ κάργα τραβηγμένο ενώ, για να σταθεί στην ανηφόρα, εκτός από χειρόφρενο χρειαζότανε πόδι πάνω στο φρένο, πρώτη ταχύτητα μέσα και έντονη αυτοσυγκέντρωση τη στιγμή που έπρεπε να κάνεις το ταχυδακτυλουργικό και να πατήσεις το γκάζι για να εκτοξευτείς, αν όλα πήγαιναν καλά, μπροστά και όχι να κουτρουβαληθείς πίσω… Είχε όμως και πολλά καλά: τα ηλεκτρικά του παράθυρα δουλεύανε πάντα ρολόι και με σταθερή ταχύτητα χωρίς καθόλου αγκομαχητό. Μεγάλη τύχη! (αλλά ήτανε και οι συνεχείς συντηρήσεις του μπαμπά…). Επίσης, διέθετε ηχοσύστημα το οποίο έπαιζε κασέτες αλλά και cd. Στο ντουλαπάκι του ιδρώνανε και σκονιζόντουσαν αρκετές κασέτες της Tuna (de Derecho συνήθως) αλλά και άλλες ‘γραμμένες’ (πάντα με νόημα!) από διαφόρους (από τη νυν του πρώην μου, κολλητούς φίλων μέχρι και κάποιες σχεδόν κλεμμένες από σχεδόν αγνώστους) καθώς και ξεθωριασμένα CD της εποχής μαζί με το διαχρονικό και κορυφαίο για ειδικές διαδρομές Obscured by clouds.
Βασικό πλεονέκτημα του μικρού κόκκινου διαβόλου ήτανε ότι υπάκουγε μόνο στα δικά μου χέρια και πόδια (κάτι που φαινότανε) και έτσι κανείς δεν ορέχτηκε ούτε να το οδηγήσει, ούτε να το κλέψει. Πιστά μετέφερε αρκετό κόσμο εδώ και εκεί μέσα στην Αθήνα αλλά και έξω από αυτή, πιο σπάνια. Το Ibiza είχε γίνει το μικρό μας κινητό σαλόνι. Με μεγάλα και βαθιά τασάκια τοποθετημένα σε νευραλγικά σημεία μπρος και πίσω για να πετάμε όλοι τις κάφτρες μας χωρίς να καίμε ο ένας τον άλλον, σκληροτράχηλα τράβαγε στην Εθνική με ψηλά το λεβιέ του, παρά το ότι η πέμπτη ταχύτητα θύμιζε κόλπο διαφημιστικού τύπου. Κανονικό θερμόμετρο, καταλάβαινες ότι σφίγγανε οι ζέστες όταν έλιωνε το πάνω μέρος του μοχλού των ταχυτήτων και σου έμενε λίγο από το μαύρο πλαστικό στο εσωτερικό της παλάμης σαν καραμέλα από γλυκόριζα.
Το Seat μου ενσωμάτωνε μία πρόγευση ευκολίας nineties σε ένα αδρό και ανατολικού τύπου design με καθαρές γραμμές και συμπαγή, ατσαλένιο σκελετό χωρίς καθόλου καμπύλες. Ανέβαινε με τσαμπουκά ανηφόρες με πατημένη δευτέρα, πέρναγε επιτυχώς μέσα από μεγάλες λακκούβες γεμάτες νερό χωρίς να ασθμαίνει ή να διαμαρτύρεται και καβάλαγε κράσπεδα με ευκολία που εξέπληττε όλους μας.
Η εποχή του πρώτου μου αυτοκινήτου σηματοδότησε μια ολόκληρη εποχή για όλους μας πάνω κάτω. Οι περισσότεροι φίλοι και γνωστοί δεν είχαμε τότε ακόμα δικό μας διαμέρισμα και έτσι όταν ο ένας έμπαινε στο αυτοκίνητο του άλλου ήτανε σαν να ανταλλάζουμε επισκέψεις. Τα αυτοκίνητα αντιστοιχούσαν τότε (σε μία αναλογική εποχή που τα περισσότερα πράγματα είχανε μεγαλύτερη υλική υπόσταση και καταλαμβάνανε σαφώς περισσότερο χώρο) σε κάτι ανάμεσα σε σαλόνι και υπνοδωμάτιο. Στικεράκια με σημειώσεις, επαγγελματικές κάρτες, στιλό, αναπτήρες, ταμπακιέρες, κασέτες, τσιγάρα, φούτερ, CD και βιβλία βρισκόντουσαν συνήθως παραχωμένα στα πλαϊνά των μπροστινών πορτών ή λιαζόντουσαν ξεχασμένα στα πίσω καθίσματα.
Τα πρώτα μας αυτοκίνητα ήτανε το φορητό μας καταφύγιο. Όλοι σκιζόμασταν να πάμε να πάρουμε κόσμο από τα σπίτια του, που δεν είχε αμάξι για να ακούσουμε μαζί τσίτα μουσική, να καπνίσουμε, να κουτσομπολέψουμε ή να βγάλουμε τα χέρια μας έξω από τα παράθυρα για να αεριστούμε πριν καν μπει η άνοιξη. Ο προορισμός τις περισσότερες φορές δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Ήτανε η βόλτα πριν ή και μετά τη βόλτα. ‘Πάμε τώρα και βλέπουμε’ λέγαμε σχεδόν με μια φωνή, όταν με δυσκολία χωνόμασταν ο ένας μετά τον άλλον μέσα (ειδικά στα τρίθυρα και για αυτόν που του λάχαινε να κάτσει στο πίσω κάθισμα).
Αλλά και πέρα από σημείο συνάντησης, πρώτο, μεταγενέστερο ή νοικιάρικο η αίσθηση που σου δίνει το αυτοκίνητο όταν κάθεσαι στο τιμόνι είναι μοναδική. Οδηγείς και νομίζεις ότι ζουμάρεις πάνω στον ορίζοντα, τα δέντρα, τον ουρανό. Περνάς ξυστά δίπλα από πεταμένα αρχαία, σκουπίδια, πικροδάφνες. Στρίβεις και τα χρώματα διαθλώνται καλιδοσκοπικά αφήνοντας μικρές ιριδίζουσες φούσκες πάνω στο βρεγμένο τζάμι. Ο αέρας σού αναστατώνει με ορμή τα μαλλιά, σου τσιτώνει το δέρμα, σε ξεκουφαίνει, οι σκέψεις ανάκατες στροβιλίζονται κι αυτές μαζί του. Ανεβάζεις κι άλλο τη μουσική, βαραίνεις λίγο παραπάνω το πόδι σου πάνω στο γκάζι…