Όλοι στην οικογένεια μου, τόσοι στην οικογένεια μου, είναι χορευταράδες. Οι γυναίκες όταν χορεύουνε είναι τσαχπίνες, και οι άντρες χορεύοντας γίνονται λεβέντες, και οι γυναίκες στην οικογένεια μου γεννιούνται σκληρές, και οι άντρες γεννιούνται ευαίσθητοι – μια οικογένεια με γνήσιους, ατελείωτους ανθρώπους. Με καρδιές γεμάτες περιπέτεια και φόβο. Με ψυχές ελεύθερες και έντονες μα και αιχμάλωτες του ίδιου τους εαυτού. Αθρώποι που χορεύουν σε κλαρίνο Ηπειρώτικο με βιολί Νησιώτικο σε παράξενοι ρυθμοί που ακούνε μονάχα οι ίδιοι.
Και ο παππούς μου ήτανε χορευταράς. Νικόλαος. Χορευταράς, και χαρούμενος, και βίαιος, και φλογερός. Τρελός. Σκορπιός. Τα μαλλιά του ήτανε πυκνά, λίγο κατσαρά, και μαύρα σα το μελάνι και τα σκούρα τα ματάκια του. Με αυτά τα στρογγυλά μάγουλα πού κληρονόμησαν η θεία κι ο θείος μου (μα όχι ν μάνα μου κι η άλλη θεία μου), αυτά τα μάγουλα που δύσκολα εκρύβαν ένα γέλιο. Κάτω από δαύτα είχε ανέκαθεν κι από τότε που ήτανε ναυτάκι στο ναυτικό του Βασιλιά ένα περήφανο μουστάκι. Στην αρχή στα νιάτα λεπτό – αυτά τα κάτι πάραπάνω από τα πρώτα εφηβικά χνούδια μουστάκια – και μετά σαν άντρας καμαρωτός με μια περήφανη μουστάκα. Δεν αφήνουν τέτοια μουστάκια πλέον οι άντρες μάτια μου. Πλέον οι άντρες είναι είτε ατσαλάκωτοι και αμούστακοι και άτριχοι στην ενοχλητική εντέλεια ή τσαλακωμένα αγοράκια, με γένια χειρότερα απ’ του παπά, και τατουάζ και λάδια στην μπλούζα.
Γελάς ε; Σου φαίνεται αστεία η ιστορία; Μωρέ να γελάς μάτια μου – να γελάς σα το μωρό παι’ι γιατί όταν εσύ γελάς φωτίζεται ο κόσμος μου μάτια μου.
Το μουστάκι του Νικόλα, ε λοιπόν, ξεκίνησε την ιστορία του στην Ελληνική συνοικία της Αγίας Πετρούπολης – πριν αυτή γίνει Πέτρογκραντ, πριν αυτή γίνει Λένινγκραντ – στο μουστάκι του περήφανου πατέρα του, εύπορος έμπορας. Φαντάσου ότι την γυναίκα του την χτένιζαν τέσσερα κορίτσια από τέσσερις φορές – δεν είχαν κόψει τα μαλλιά της ποτές. Περίφημη με μακρυά, ίσια, κορακίσια μαλλιά που έπεφταν γύρω από τους ώμους της σα νυχτικό. Κι ο πατέρας του Νικόλα του έμαθε ότι ένας άντρας οφείλει να αγαπάει την γυναίκα του ότι κι αν γίνει γιατί οι γυναίκες είναι κακόμοιρα και ευάλωτα και αδύναμα πλάσματα που χρειάζονται τρυφερότητα, προστασία, και ευαισθησία και πως εμείς οι άντρες μπορούμε να γίνουμε πολύ σκληροί. Μα όταν η μητέρα του Νικόλα έτρεξε έντρομη στο γραφείου του συζύγου της να του πει ότι οι Κόκκινοι καίνε την πόλη! αυτός έστριβε κακόμοιρα, και ευάλωτα, και αδύναμα το μουστάκι του. Και αυτή για να τον ε σώσει, για να τον ε προστατέψει, για του δείξει πόσο τον αγαπά αυτή έγινε σκληρή, κακιά, μα κι Αμαζόνα.
Και του είπε ότι πρέπει να φύγουνε και ότι πούλησε ήδη τα ασημικά και τα σμαραγδένια σκουλαρίκια. Ότι πρόλαβε να σώσει, μόνο είκοσι χρυσές λίρες και το παιδί – τον Νικόλα – τον παππού μου. Κι αυτή τους έβαλε, και τον έβαλε, επάνω στο καράβι και κατέβηκε μόνη της από το καράβι στο λιμάνι της Καλύμνου με τα μακριά μαλλιά της σε μια μαύρη πλεξούδα που σαν να ασήμωσε μέσα σε ένα βράδυ και τον Νικόλα απ το χέρι. Και τα χρόνια περάσανε στο νησί και ο Νικόλας έφτασε τα είκοσι, και το μουστάκι του πατέρα του ήτανε λίγο λιγότερο περήφανο, και τα μαλλιά της μάνας του ήταν πλέον άσπρα μα ακόμη άκοπα. Και ο πόλεμος είχε τελειώσει, και ζήτω η Ελλάς, και ζήτω το Έθνος και…και…ζήτω; Το…το Έθνος; Και ο Νικόλας, ο Νικόλας ο Ρώσος, είχε τότε πρωτοδεί την γυναίκα που έμενε να είναι η γυναίκα της ζωής του και ο κινητήριος τροχός της μοίρας του. Την Μαρία την Πικραμένου από τους Ποταμούς.
Κάτσε να σου πω εγώ για τους Ποταμούς – σπίτια δεν είχανε οπότε σπίτια εφτιάξανε εκεί που δεν πηγαίναν οι άλλοι. Κατάλαβες; Φτωχά σπίτια φτωχών. Φτωχά σπίτια με καθόλου φτωχούς αθρώπους να ζούνε σε αυτά.
Και κάπως έτσι απλά και φτωχά το Μαριό από τους Ποταμούς εκατάφερε να την ζητήσει ο Νικόλας σε γάμο παρά το αυστηρό βλέμμα της μάνας του. Της μάνας του με τα περήφανα μακριά, και ακόμη άκοπα μαλλιά της που μετά τον γάμο του Νικόλα και της Μαρίας δεν εξαναμίλησε τσι νύφης της ποτές. Ο Νικόλας και η Μαρία παντρευτήκανε τον Απρίλη του ’46 κατόπιν συμφωνίας: όχι όπως νομίζεις των γονιών τους – όχι μάτια μου. Κατόπιν συμφωνίας του Νίκου και της Μαρίας. Γιατί το Μαριό από τους Ποταμούς τον είχε βάλει να δώσει όρκο:
– Άκου με εδώ, λεβέντη μου, εγώ δεν επρόκειτο να περιμένω κάθε βράδυ κι να φοβάμαι να ακούσω ότι ο άντρας μου εσκοτώθηκε, επνίγηκε στην θάλασσα, σα όλους τους ναυτικούς, και τους ψαράδες, και τους σφουγγαράδες. Με κατάλαβες; Δεν θα ζω εγώ με τον φόβο ότι δεν θα μου γυρίσεις.
Απρίλης του ’46. Ο Νικόλας ο Ρώσος ο πλέον ελαιοχρωματιστής είκοσι δύο χρονών, κι η Μαρία η ράφτρα από τους Ποταμούς ετών δεκάξι.
Και αμέσως κάνανε δύο παιδιά και άλλα παιδιά που δεν γεννήθηκαν ενώ αυτός έβαφε κι αυτή έραβε. Καθώς ερχόταν οι Απόκριες, ο Νικόλας χόρευε αρχοντικά και πλούσια κι η Μαρία χόρευε ντροπαλά και ελάχιστα. Ο Νικόλας, τρελός, να ντύνεται με τα ρούχα της γυναίκας του, να φοράει την λευκή μαντίλα και την κόκκινη ποδιά και η Μαρία, σεμνή, να φορά παντελόνι και μαύρο πουκάμισο και μαύρο ψαροκάπελο και αυτός να γίνεται αυτή και αυτή να γίνεται αυτός. Και έτσι ζερβόδεξα ντυμένοι να χορεύουν τα δυο τους τον μπάλο τον νησιώτικο, τον τσαχπίνικο, τον αθεράπευτα ρομαντικό και γεμάτο ζωή.
Και μετά να σκοτώνονται κι να φωνάζουν γιατί ακούγονται φήμες από την Αθήνα Νικόλα, ακούω φήμες! Ότι ο κόσμος ψιθυρίζει και μιλάνε για εμφυλίους και εξορίες και εκτελέσεις. Και να άσε μας ρε Μαρία βραδιάτικα, και να κλαίνε τα μωρά, και ο Νίκος να θυμώνει, και κάτι γάτες να νιαουρίζουν προκλητικά έξω από το παράθυρο, και να βαράει το χέρι του στο τραπέζι και να φωνάζει πάω να πιω καταραμένη κακούργα κι να δαγκώνει θυμωμένα το δάχτυλο της η Μαρία και να τσιρίζει μην βλασφημάς βλάσφημε! πόσες φορές θα σου το πω παλιό κόρακα! Γύρνα πίσω!
Κι πάει και πίνει στο καφενείον στο λιμάνι. Και το σύμπαν ακούει τον χτύπο της καρδιάς του και ακούει τον δικό του τον σφυγμό και αρχίζει και παίζει μια γλυκιά μελωδία με τις χορδές των ανθρώπων. Και το ένα κρασί γίνεται δύο και τα δύο τέσσερα και τα τέσσερα δεκατέσσερα και ο Νικόλας ο Ρώσος ο χορευταράς, ο ελαιοχρωματιστής, γελάει και παίρνει τα πινέλα του και γελάει και χορεύει και ζωγραφίζει μουστάκια, γυαλιά, γενάκια, κέρατα στις αφίσες του Βασιλιά. Και γελάει γιατί του φαίνεται τόση τρελή, και χαζή, και αστεία η ιδέα του Νικόλα του ελαιοχρωματιστή, του χορευταρά…του Ρώσου.
Του…Ρώσου;
Και τώρα έστριβε ο Νικόλας κακόμοιρα, και ευάλωτα, και αδύναμα το μουστάκι του. Και αυτή…για να τον ε σώσει, θυμάσαι; Για να τον ε προστατέψει, θυμάσαι; Για να του ε δείξει πόσο τον αγαπά αυτή γίνεται…και έγινε…σκληρή, αυστηρή, μα κι Αμαζόνα.
Και του είπε ότι φεύγουν και ότι πούλησε ήδη την βέρα του αρραβώνα τους. Ότι έχει μαζέψει απ’ τις ραφές εκατό λίρες Αγγλίας και…και ότι πρέπει να φύγουμε Νικόλα μου. Για μας. Για μένα. Για τα παιδιά. Κι αυτός και αυτή ανεβήκανε μαζί στο καράβι για το πίο μακρινό νησί απ’ όλα τα νησιά του κόσμου. Και κατεβήκανε μαζί χέρι-χέρι (γιατί μόνο χέρι-χέρι λύνονται αυτά, μάτια μου…) στου διαόλου την μάνα με κάτι…κάτι…καγκαρούδια; Καρουγκάδια; Ορέ Μαριό, πως σκατά τα λένε αυτά τα μαλακισμένα που πηδάνε; ΜΗΝ ΒΡΙΖΕΙΣ ΒΛΑΣΦΗΜΕ ΚΕΡΑΤΑ ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΘΑ ΣΤΟ Ε ΠΩ; και κάπως έτσι του φώναζε η γυναίκα που έμενε ακόμη να είναι η γυναίκα της ζωής του και ο κινητήριος τροχός της μοίρας του.
Η Μαρία η Πικραμένου από τους Ποταμούς.
Και τα χρόνια περάσανε στο καινούργιο, πιο μεγάλο, νησί. Και γεννήθηκαν (επιτέλους) κι η μαμά κι η άλλη θεία. Και ο Νικόλας είδε στην Ελλάδα, τελικά, μόνο μία τελευταία φορά την μάνα του πολλά, πολλά χρόνια μετά. Τα μακρυά και αχτένιστα μαλλιά της ήταν πλέον σα λεπτοί ιστοί αράχνης…μα ακόμη άκοπα. Τον αγκάλιασε τον γιο της και δεν μίλησε στη νύφη της πάρα μονάχα εκεί στο τέλος.
– Να τον ε προσέχεις σα τα μάτια σου.
Και, σου το ορκίζομαι…μάτια μου, η Μαρία προσπάθησε.
Προσπάθησε να τον προστατέψει.
Ειλικρινά.
Τον πήρε μακριά από την θάλασσα. Μετά τον πήρε μακριά από τον εμφύλιο. Τον έφερε στην άλλη άκρη της Γης για να μην περιμένει αυτή κάθε βράδυ κι να φοβάται να ακούσει ότι ο άντρας της εσκοτώθηκε.
Πως ο άντρας της…κοιτάχτε κυρά-Μαρία, ήτανε στην σκάλα και έβαφε τον αχυρώνα…και…κυρά-Μαρία δεν προλάβαμε τρέξαμε αλλά…να τα σανό! επέφτανε ζερβόδεξα… Επέφτανε. Και τον επλάκωσαν…στο σβέρκο.
Και κάπως έτσι, και όχι στην θάλασσα, όχι στην Ελλάδα, όχι σα σφουγγαράς, ο Νικόλας – ο χορευταράς, ο ελαιοχρωματιστής, ο Ρώσος, που ντυνότανε γυναίκα και χόρευε την γυναίκα του της Απόκριες, που την λάτρεψε όσο καμία άλλη γυναίκα στον κόσμο ούτε καν την μάνα του – πέθανε μετά από εργατικό ατύχημα και την επακόλουθη σωματική ακινησία και εσωτερική αρρώστια, τον Ιανουάριο του 1979.
Είχε μόλις κλείσει τα πενήντα πέντε. Σκορπιός.
Όταν μου τα λέει αυτά η Γιαγιά μου, πλέον δεν κλαίει. Το έριξε το κλάμα της νωρίς γιατί η ζωή, παιδί μου, συνεχίζεται και μια χήρα ράφτρα με τέσσερα παιδιά έχει να κάνει δουλεία και δεν έχει χρόνο για να κλαίει. Μα του έφερνε κάθε μέρα λουλούδια και του άναβε το καντήλι. Και γελούσε όταν έλεγε τα αστεία του στα εγγόνια της άλλα πλέον δεν χόρεψε ξανά ποτέ. Κρέας ξανά ποτέ. Και την έβλεπα, μικρό παιδί εγώ, να ντύνεται. Μαύρες κάλτσες, μαύρο φόρεμα, μαύρη μαντίλα δεμένη σεμνά, περήφανη, να κρύβει μαλλί να μην φαίνεται πουθενά. Μαύρα ρούχα, για όλη της τη ζωή.
– Γιαγιά; Μα γιατί φοράς πάντα μαύρα;
Η Μαρία η Πικραμένου από τους Ποταμούς ήταν 49 χρονών όταν έχασε τον Νικόλα. Τον αγαπούσε, και του κρατούσε το χέρι όταν του θύμωνε, και ήθελε τόσο πολύ να τον προστατέψει, από τα 16 της χρόνια που τον γνώρισε.
– Αχ μάτια μου, μου λέει, για μια αγάπη που ‘χα.
“Είχα και υστερήθηκα
θυμούμαι και εστενάζω
άνοιξε γης μέσα να μπω
κόσμο να μην κοιτάζω.”