Αξιοπερίεργος έρωτας ήταν. Υπερβολικά άγριος για να ζήσει και πολύ σπάνιος για να χαθεί. Είναι κοινό μυστικό ότι για να αλλάξεις μυαλά δεν αρκούν ούτε καταιγίδες, ούτε ηφαίστεια. Δεν πέφτει αστροπελέκι όπως στα κινούμενα σχέδια και δεν βλέπεις αλλιώς τα πράγματα μέχρι να σε αγγίξει κάποιος, σα μαγικό κλειδί να σε γυρίσει με τον πιο περίεργο τρόπο, να κατατροπώσει και να πλανέψει αυτά που ήξερες για να γίνεις δεκτικός σε εναλλακτικές πραγματικότητες.
Κοίταζα ώρα δυο φωτογραφίες στον τοίχο. Αυτή ήταν ωραία γυναίκα, ότι γούστα κι αν είχες το χαμόγελο σε ρούφαγε. Κι αν δεν σε έπειθε η χαρά της εκεί θα σε μάγευαν τα μάτια σε αυτήν την εικόνα από κάποιες διακοπές στη θάλασσα. Αυτός πιο σφιγμένος αλλά με την άνεση του πετυχημένου και ψαγμένου, από κάποια επαγγελματική εκδήλωση ή γάμο. Δίπλα δίπλα μεν οι δυο φωτογραφίες, με άλλα φόντα και σε άλλες στιγμές της ζωής τους αλλά ένιωθα ότι είχαν κοπεί από ένα μεγαλύτερο κάδρο. Κάπως δεμένες μεταξύ τους. Είναι μοναχική ασχολία η προστασία μιας εύθραυστης καρδιάς. Αυτοί οι δυο κάπως μοιράζονταν τον φόρτο μεταξύ τους ίσως.
“Ο κύριος Γκονζαλεζίδης;” Πετάχτηκα σα να με είχαν κάνει τσακωτό. Τέτοια ώρα είχαμε κλείσει το ραντεβού βέβαια με το μεσιτικό γραφείο. Open day, αμερικάνικο στυλ, απλά δεν είχε έρθει κάποιος άλλος και εγώ έφτασα νωρίς για να δω το σπίτι και να προετοιμαστώ πριν μου αρχίσει κάποιος έμπειρος μεσίτης τα κόλπα του και καταλήξω να πληρώνω διπλάσια από ότι ήθελα. Πήρα μια ανάσα να ισιώσω μέσα μου και γύρισα αργά αργά. Δεν ήταν μεσίτης αλλά μια γυναίκα μάλλον στην ηλικία μου που έδειχνε όμως δέκα χρόνια μικρότερη. Μελαχρινή γνήσια, μεσογειακή ομορφιά, καστανά μάτια αλλά με αρκετό πράσινο για να μην είσαι σίγουρος πως να τα περιγράφεις και ένα αρχιπέλαγο από ελιές στο ντεκολτέ της που με κόπο απέφευγα να καρφώνω με τα μάτια μου.
Μια ώρα αργότερα σηκώθηκε λαχανιασμένη. “Εκείνος ο τρίτος οργασμός με ξετίναξε” ομολόγησε και μου έσκασε ένα φιλί πριν πάει προς το χωλ. Περίεργα και μαγικά πράγματα αυτά, κι οι δυο πλέουμε σε ορμόνες απόλαυσης, ένας μικρός θάνατος που δυναμώνει τις αισθήσεις, αλλά το πιο μικρό φιλί – αν πάει στραβά – μπορεί να τα καταστρέψει όλα. Ευτυχώς δεν πήγε στραβά, ταίριαξε απόλυτα. Ένιωσα τον εαυτό μου να βυθίζεται σαν από νάρκωση χειρουργείου σε ύπνο βαθύ αλλά πρόλαβα να την δω από πίσω, τόσο καλίγραμμη, πληθωρική, Μεσογειακή θέα καθώς άφησε τα σκουλαρήκια της στην τσάντα και έβγαλε από μέσα το κινητό. Το κοιτούσε καθώς ερχόταν πάλι.
“Έκανες ρεκόρ βέβαια ήδη” μου ανακοίνωσε.
-Σε τι;
“Σε συμμετοχές στο κανάλι μου.”
-Τι κανάλι;
“Τα σκουλαρήκια μεταφέρουν στους συνδρομητές μου πως αισθάνομαι.”
Δεν έχω καν πάρει ποτέ γυμνή φωτογραφία τον εαυτό μου. Πόσο μάλλον να την μεταδώσω στο internet. Με πρόλαβε:
“Μην ανησυχείς Αλέκο. Δεν σε βλέπουν. Ούτε σε ακούνε. Τα έχω κλειστά αυτά από την αρχή που ξεκίνησα το κανάλι πριν τρεις εβδομάδες. Μόνο αισθάνονται ότι αισθάνομαι. Και με έκανες να αισθανθώ πολύ πολύ όμορφα. 4 χιλιάδες συνδρομήτριες ξέρουν πλέον ακριβώς πόσο όμορφα. Και σκέψου ότι προστέθηκαν σχεδόν πεντακόσιοι ακόμα μόνο τα τελευταία λεπτά. Προφανώς βγήκε στα trending.”
Είναι φορές που θέλεις τόσο πολύ να αγαπήσεις αλλά σε πολεμάνε ρεύματα δυνατά. Θες να μιλήσεις αλλά το στόμα είναι σα ρουφήχτρα πλημμυρισμένη από συναισθήματα. Ευτυχώς συνέχισε.
“Το άρχισα πριν λίγο καιρό. Έχω πάει με άλλους δυο. Ήταν μέτρια.”
Με κοίταξε στα μάτια για επιβεβαίωση. Δεν ήξερα τι ήθελε να επιβεβαιώσω. Μόνο ότι ήταν ανοιχτά τα μάτια μου μπορούσα, είχα μείνει άγαλμα.
“Είχα βγάλει αρχικά μια λίστα με πράγματα που θα έκανα κάθε φορά. Σαν τις 50 αποχρώσεις του γκρι περίπου. Ξεκίνησα με έναν μαύρο που την είχε μεγάλη. Προφανές θα μου πεις, αλλά κάπως έπρεπε να αρχίσω κι αυτός ήταν στην πολυκατοικία μου καιρό και πρόθυμος.”
Πολλοί άνθρωποι ζούμε με υποκατάστατα. Κοιτάς τα αυτοκίνητα από το παράθυρο αντί να γνωρίσεις τους γείτονες και λες στον εαυτό σου ότι είσαι κοινωνικός. Βάζεις ξύδι στη σαλάτα να την νιώσεις πιο υγιεινή κι ας ήταν έτοιμη κομμένη και μάλλον νεκρή από θρεπτικά συστατικά πια. Ακούς στα Ισπανικά πέντε επεισόδια της σειράς σου στο Netflix και καλά ότι μαθαίνεις έτσι την γλώσσα. Βρήκες στα έτοιμα κατεψυγμένα μερίδα φακές που σε δυο λεπτά στον φούρνο μικροκυμάτων είναι σχεδόν σαν της μάνας σου. Μόνο που δεν είναι βέβαια.
“Δεν είχε πολύ απήχηση τελικά η πρώτη μου ιδέα. Και δεν πέρασα καλά. Πονούσα όταν έμπαινε πολύ, μαλάκωσε σχετικά γρήγορα, έβαλα χέρι μόνη μου να τελειώσω και ευτυχώς ήταν σχετικά εντάξει, το έσωσα κάπως. Οι συνδρομητές μπορούν να με βλέπουν ντυμένη και σε όσα ανεβάζω, σαν το Instagram φαντάσου περίπου τους ενημερώνω, έτσι για να έχουν λίγη υπόθεση όταν βάζουν τα σκουλαρήκια να νιώσουν ότι νιώθω. Ούτε εμένα έχουν δει ποτέ γυμνή.” Έπιασε το αυτί της, να το τρίψει λίγο, να πάει το αίμα εκεί που πατούσε πριν λίγο αυτός ο μαγικός αισθητήρας που φορούσε.
Θυμάμαι παιδί που κοιτούσα τη μάνα μου κι ήταν τόσο ήσυχη καθώς έφτιαχνε την κουζίνα. Στο έντρομο σπίτι μας που ήταν ήδη σαν τάφος και ακόμα πιο νεκρό όταν έμπαινε ο πατριός μου. Τότε μια μέρα είδα το αποτύπωμα του χεριού του στο πρόσωπό της και έμαθα να παρατηρώ καλύτερα. Πως έσφιγγε ξαφνικά και απελπισμένα το μαχαίρι στο δείπνο όταν μιλούσε εκείνος, πως μου έριξε πεταχτή ματιά έντρομη μην την καταλάβει και με χτυπήσει κι εμένα με την παραμικρή δικαιολογία. Μόνο όταν ροχάλιζε μεθυσμένος χαλάρωνε λίγο, πάντα ήσυχη όμως, με κοιτούσε να με χορτάσει λίγο πιο πολύ, να με ζεστάνει με τα μάτια έστω ή με μια αγκαλιά. Ήσυχη αγκαλιά, τόσο ήσυχη που δεν θυμάμαι την φωνή της τώρα που πέθανε, ούτε λόγια που μπορεί να μου είχε πει.
“Την δεύτερη φορά σκέφτηκα να κάνω σιγουράκι. Φώναξα παλιό μου φίλο, εραστή πριν χρόνια. Πάντα ήταν καλά μαζί του παλιά που τα είχαμε.”
Οι πρόσφυγες λέει, κυκλοφορούν με το κινητό στο ένα χέρι και ένα πόμολο στο άλλο. Ακουμπάνε το πόμολο όπου βρεθούν, σε κάθε βουνό και κάθε τοίχο, με την ελπίδα ότι θα τους ανοίξει να βρεθούνε σπίτι τους. Περνάνε θάλασσας, περπατάνε σε ατέλειωτους χωματόδρομους, διασχίζουν οροσειρές, ξέρουν ότι δεν θα γυρίσουν ποτέ. Στα παλιά τους σπίτια σπάνε τα παράθυρα, μπαίνει αέρας, ριζώνουν φυτά, αράχνες και γάτες κοιμούνται πάνω στη συρταριέρα που είχαν κρυμμένα τα χρυσαφικά τους πριν τα πουλήσουν για να έρθουν ως εδώ. Κανείς δεν θα τους πιστέψει ότι ήταν νεόνυμφοι στο κέντρο υποδοχής τώρα χωρίς δαχτυλίδια. Βάζουν τα πόμολα σε νέες πόρτες, επιβιώνουν, χτίζουν άλλα σπίτια και φτιάχνουν άλλες συρταριέρες. Μερικοί καταφέρνουν να τα ξαναγεμίσουν με χρυσαφικά μετά από χρόνια. Αλλά τα βράδια ονειρεύονται ότι γύρισαν με τα πόδια σπίτι τους και το πρωί ξυπνάνε με σκισμένα τα παπούτσια και ουλές μεσ’τη ψυχή.
“Ε, δεν ήταν και τόσο καλά. Μάλλον ήμουν μικρή και άπειρη τότε. Εξελίχτηκα κι αυτός έμεινε στα ίδια. Ελάχιστα αυξήθηκε η κίνηση, μάλλον επειδή με γουστάρουν από τα άλλα που ανεβάζω. Και σήμερα…”
Γύρισε την οθόνη του κινητού για να δω κι εγώ. Ανέβαιναν συνέχεια τα νούμερα. Χάιδεψα το άλλο της αυτί απαλά. Χαμογέλασα πονηρά.
“Θες να ξαναβάλεις τα σκουλαρίκια;”
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος ποιητής, στοχαστής, συγγραφέας και γαμίκος. Οι ιστορίες που γράφει είναι 10% αλήθεια, 9% ζάχαρη και 8% μπαχαρικά. Επίσης είναι πολύ κακός στα μαθηματικά.