«Ξέρω, είναι δύσκολο να μιλάς για την αγάπη χωρίς να μεροληπτείς κι εγώ έχω το προνόμιο να γράφω για τους άλλους τώρα που έχουν σιωπήσει πίσω από τα κρύσταλλα του χρόνου».
«Με πόση χάρη έσπαζε τη μέση της στην κουβανέζικη κίνηση! Προβάραμε τις χορογραφίες της, συχνά τόσο αισθησιακές σαν να έκρυβαν κάποιο ερωτικό μήνυμα. Ένα χάδι στον ώμο τη μια στιγμή, μια παρατεταμένη επαφή των μηρών την άλλη· η φευγαλέα γειτνίαση των σωμάτων έβαζε σε μπελάδες τη φαντασία μου».
Με κύριο αφηγηματικό συστατικό τον χορό και όπλο του τον καθαρό λόγο, τη μεστή, απλή γραφή αλλά αιχμηρή και με δυναμική στα σημεία που πρέπει, ο Στεφανάκης στήνει το νέο του μυθιστόρημα με φόντο τη σύγχρονη Αθήνα, τις ψευδαισθήσεις μιας ολόκληρης κοινωνίας που από την εποχή της απόλυτης λάμψης και ευμάρειας οδηγήθηκε με σταθερά βήματα στην κρίση, την παρακμή και την πτώση κάθε είδους αξιών.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, με αφορμή τον θάνατο ενός φίλου του, ο πρωταγωνιστής-αφηγητής ανακαλεί στη μνήμη του περιστατικά από την κοινή τους φοιτητοπαρέα στη δεκαετία του ’90 και αναμοχλεύει τα όνειρα που έκαναν για το μέλλον, την ανεμελιά τους, τη διάθεσή τους να ερωτευτούν και να κατακτήσουν τον κόσμο. Επίσης, αναπολεί στιγμές από τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για τη δασκάλα τους στους λάτιν χορούς, την Έλια. Στο δεύτερο μέρος μας γνωστοποιείται η πορεία των ηρώων στα χρόνια ύστερα από την αυτοχειρία του Αλεκίνου. Φιλίες και πρόσωπα δοκιμάζονται και απομυθοποιούνται, καταστάσεις αποδομούνται και ένας ρομαντικός έρωτας επισφραγίζεται.
Ένα αμάλγαμα αισθήσεων, ερωτισμού, νοσταλγίας για μια εποχή που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, για τα χαμένα όνειρα και την ψευδαίσθηση που πολλές φορές έχει ο άνθρωπος ότι κατακτά τον έρωτα ή ότι διαθέτει φίλους επιστήθιους, ενώ στην πραγματικότητα αισθάνεται όλο και πιο πολύ μόνος, ή ακόμα ότι ικανοποιεί ως ένα βαθμό τη ματαιοδοξία του θέλοντας να γίνει μέγας και τρανός.
Πανταχού παρών ο χορός μέσα από το λίκνισμα των σωμάτων σε εκρηκτικά πάσο ντόμπλε και ρομαντικά αργεντίνικα τάνγκο και η «εικόνα» της γλώσσας του σώματος που τις περισσότερες φορές είναι πιο εύγλωττη από οποιαδήποτε κουβέντα.
Αναμφίβολα, στο νέο του πόνημα ο Στεφανάκης δεν διστάζει να αναμετρηθεί με την πρόκληση να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό και να μην πέσει στην ψευδαίσθηση της επανάληψης. Η αγάπη του για την Αθήνα είναι έκδηλη μέσα από τις σωστά σμιλεμένες κινηματογραφικές περιγραφές του σε σημεία της πόλης που οι περισσότεροι ντόπιοι αγνοούμε. «Για να γνωρίσεις την Αθήνα, δεν σου φτάνουν δύο ζωές» αναφέρει ενδεικτικά στροβιλίζοντας τον αναγνώστη μέσα σε εικόνες του ιστορικού της κέντρου.
Ο Χορός των ψευδαισθήσεων λοιπόν είναι ένα πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με πολλαπλές ερμηνείες, που προοιωνίζεται τη σημερινή εποχή της κρίσης και χρωματίζει τις παλιές εποχές της ευζωίας και της καλοπέρασης και το πώς μια ολόκληρη χώρα μέσα από τη διάθεση για εύκολο κέρδος, σπατάλες και άπληστες ενέργειες κατάφερε να βρεθεί στον άσο.
Ο Στεφανάκης μετουσιώνει τον χορό στον κόσμο της λογοτεχνίας μέσα από μια αισθαντική, ρομαντική και γεμάτη ένταση μυθοπλασία με κορυφώσεις και υφέσεις, παντρεύει το χθες και το σήμερα και αναδεικνύει όλο τον φιλοσοφικό του στοχασμό. Τέλος μας προκαλεί να αναρωτηθούμε ο καθένας ξεχωριστά για τις προσωπικές μας ψευδαισθήσεις.