εκδόσεις Μεταίχμιο
Στο πρώτο μέρος της τριλογίας της με τίτλο «Τα παλιά ασήμια» η συγγραφέας Μαίρη Κόντζογλου μας μυεί στα μυστικά και τους θρύλους της Καππαδοκίας μέσω ενός συναρπαστικού ταξιδιού στο χώρο και στο χρόνο.
Ξεκινά από το σήμερα, συγκεκριμένα το 2004, όπου η Έλσα και ο Άλεξ αποφασίζουν να ταξιδέψουν στην Καππαδοκία για να «προσκυνήσουν» τα πατρογονικά χώματα και να ξεφύγουν από όλα όσα ταλανίζουν τη ζωή και τη σκέψη τους. Οι δύο ήρωες σταδιακά μας αποκαλύπτονται μέσα από το καθημερινό πρόγραμμα του ταξιδιού –που η συγγραφέας μάς το παρουσιάζει σε μορφή ημερολογίου ή ταξιδιωτικού φυλλαδίου– και σιγά σιγά μας κοινοποιεί ότι με κάποιο μυστηριακό τρόπο ήδη γνωρίζονται από το παρελθόν χωρίς να το γνωρίζουν. Παράλληλα, μέσω του ημερολογίου της γιαγιάς της Έλσας μας κάνει ένα ταξίδι στο χρόνο και μας γνωρίζει τους προπάτορές της.
Στην αρχή, κάθε κεφάλαιο αποτελεί και τη γνωριμία μας με κάθε μέλος της οικογένειας Χατζηαβράμογλου, αλλά σε αυτό το βιβλίο η συγγραφέας επικεντρώνεται κυρίως στον Αβραάμ και στη γνωριμία του με το γλυκό κορίτσι απ’ τη Σινασσό, τη Μακρίνα. Μυεί τον αναγνώστη στον έρωτα του Αβραάμ για τη Μακρίνα την οποία κάνει γυναίκα του, στις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Μακρίνα τα πρώτα χρόνια να εγκλιματιστεί κάτω από το αυστηρό βλέμμα της πεθεράς Σεβαστής –σκληρή γυναίκα στην οποία όφειλαν όλοι σεβασμό και υποταγή– και στη γέννηση των τεσσάρων παιδιών της.
Χρόνια δύσκολα στα οποία όμως η Μακρίνα έδωσε αγάπη στα παιδιά της ως τη στιγμή που χάνει το ένα, τον μικρό της Συμεών. Έκτοτε όλα αλλάζουν, η Μακρίνα ζει μες στη θλίψη και τα παιδιά ενηλικιώνονται πριν την ώρα τους με την πρωτότοκη Σεβαστή να αναλαμβάνει τα ηνία της οικογένειας.
Οι περιγραφές της Κόντζογλου των τόπων και των τοπίων στην Καππαδοκία, στην Καισάρεια, στη Σινασσό, τη Σαμψούντα και τη Μερτζιφούν είναι ιδιαίτερα παραστατικές, λυρικές και γλαφυρές και τεχνηέντως μεταφέρουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα και το κλίμα της περιγραφόμενης εποχής. Παράλληλα η απλή αλλά μεστή γραφή της με ισχυρές δόσεις χιούμορ και σαρκασμού αλλά και οι εναλλαγές παρόντος-παρελθόντος βυθίζουν τον αναγνώστη στην υπόθεση της μυθοπλασίας και του δημιουργούν ποικίλα συναισθήματα.
Επίσης, η Κόντζογλου με έξυπνο τρόπο και ενταγμένη στα κατάλληλα σημεία, δίνει στον αναγνώστη μια υποψία από κάποια γεγονότα που προφανώς θα μας αναλύσει στο δεύτερο βιβλίο, όπως τον ρόλο που παίζει ο παραγιός Ιορδάνης στην υπόθεση, η Σεβαστή με ένα παιδί στην αγκαλιά να ταξιδεύει προς το άγνωστο έχοντας αφήσει πίσω της τον καθηγητή Έλμερ Αλεξάντερ Κάρτερ και τον έρωτα που έχει αρχίσει να αναπτύσσεται ανάμεσά τους, και την ιστορία του Ομέρ και τον ξεριζωμό του, ύστερα από την ανταλλαγή των πληθυσμών, έπειτα από τη συνθήκη της Λωζάννης. Με αυτό τον τρόπο εξάπτει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για τη συνέχεια. Σε αυτό βοηθάει και ο ρυθμός του μυθιστορήματος που εναλλάσσεται και παρά τις 650 περίπου σελίδες ο αναγνώστης δεν κουράζεται αλλά καταβυθίζεται σε ένα γοητευτικό ταξίδι στην Ανατολή.
Όλοι οι ήρωες είναι διεξοδικά σκιαγραφημένοι σύμφωνα με τα πρότυπα της περιγραφόμενης κάθε φορά εποχής και μας γνωστοποιούνται με γνήσιο, αυθεντικό και πολλές φορές χιουμοριστικό τρόπο οι σκέψεις τους, τα βαθύτερα συναισθήματά τους και το επίμονο αλλά με ωραίο σύγχρονο τρόπο φλερτ που αρχίζει να αναπτύσσεται ανάμεσα στην Έλσα και τον Άλεξ.
Εικόνες, μυρωδιές και μνήμες εναλλάσσονται και μπερδεύονται σε ένα μωσαϊκό, σαν πίνακας ζωγραφικής, και μεθούν τον αναγνώστη ο οποίος γεύεται ένα μυθιστόρημα γεμάτο εικόνες και αρώματα.