Καλοκαίρι του 1907. Στό ύπαίθριο θεατράκι τής πλατείας Συντάγματος όπου λειτουγεί τώρα τό «Σινέ-Κυβέλη» παιζόταν, μ’ άγριες πιέννες, τό δραματικό «μελό» τοΰ Σαρντοΰ «Ή μάγισσα». Κάθε βράδυ φανταχτερός μπαξές ή πλατεία του. Οΐ κύριοι μέ χοντροπλεγμένα, βαρειά ψαθάκια -πώς δέν έβγαζαν μέ δαΰτα τή μπέμπελη είναι μυστήριο- σφιχτοκουμπωμένα γελεκάκια καί σακκάκια, κολλάρα καί γραβάτες, μονύελα καί μπαστουνάκια προκαλούσαν τόν θαυμασμό τής γαλαρίας μέ τήν στίλβουσα έμφάνισί τους. Τό ίδιο σικάτες καί οί κυρίες μέ τά μακρόσυρτα ποδήρη φουστάνια τους καί τις μοντέρνες τότε «σαρλότες», κάτι πλατειά καπέλλα μέ βελούδινους φιόγκους ή μεγάλες ιταλικές ψάθες, πού στήν έπιφάνειά τους φάνταζαν φτερά παραδείσια, κεράσια, άχλάδια, σταφύλια, πεπόνια, καί όχι σπάνια, καί κατακί τρινα καναρίνια! Τά γουστόζικα αύτά πιλήματα ή λαϊκή θυμοσοφίο τά βάφτισε «ταψιά».
Τήν ίδια εποχή, ό διαβόητος άτμήλατος σιδηρόδρομος, ποι ξεκινούσε άπό τήν πύλη τού ‘ Αδριανού γιά τό Φάληρο, γνωστός ώς «κολοσούρτης», γιατί σάν έκινείτο έδινε τήν έντύπωσι πώς τρέχει με τίς πισινές του ρόδες, ύπέστη τρία πλήγματα. Κάποιο πρωινό μία έξάτμιση τού φουγάρου του στάθηκε ή άφορμή ν άφηνιάσουν τ’ άλογα ένός διερχομένου ίπποκίνητου λεωφορείου. Μένεα πνέων γιά τό πάθημα τών συνεργατών του ό οδηγός ένας ζόρικος Πλακιώτης, κάλεσε στά όπλα τά δύο του άνήψια Μαζί κι οί τρεις τότε, πετροβόλησαν τά τζάμια τού θρυλικοί τροχοφόρου, καί τού τάκαναν λίμπα. Λίγες μέρες τόν βρήκε νέα λαχτάρα. Τινάχτηκε στόν άέρα τό καζάνι του μ’ άποτέλεσμα να σκοτωθούν καί νά τραυματισθούν πάμπολλοι έπιβάτες του. Το άτύχημα αύτό στάθηκε ή άφορμή τού έπακολουθήσαντος ρεζιλέματος. Τού ξήλωσαν τίς μηχανές καί τό έζεψαν σέ άλογα! Ετσι ο φυσικός νόμος της έξελίξεως πήγε γιά πρώτη καί τελευταία φορά περίπατο!
Στή Βουλή πάλι το’χαν ρίξει στό χουζούρι καί τίς ξάπλες. C περισσότεροι βουλευτές πήγαιναν στις συνεδριάσεις μόνο σά έπρόκειτο νά ρίξουν τήν Κυβέρνηση καί οί λιγοστοί πού τήν τιμούσαν έμεναν λίγα λεπτά στήν αίθουσα καί κατόπιν έβγαινα στον κήπο της πού μοσχοβολούσε άπό τίς λεμονιές, κι άρχιζα τήν… πολιτικολογία, ένώ τά γκαρσόνια τούς σερβίριζαν καφεδάκια. Τού κάκου ό περιούσιος λαός περίμενε νά ψηφίσουν και κανένα νομοσχεδιάκι. Τού κάκου έστηλίτευε τό γεγονός και έπεκαλείτο τήν φιλοπατρία τους ό Τύπος προεξάρχοντος τοι «Ρωμηού», πού τούς έκλιπαρούσε:
«… Ψηφίσατέ τα καί ξυπνοί άλλά καί κοιμισμένοι!…».
Πού ν’ άκούσουν όμως οί έθνοπατέρες. Εδέησε νά βγοϋν με τό δίσκο της έπαιτείας οί άνάπηροι τού ‘ Απομαχικού Ταμείου για νά ψηφισθή ζωτικό νομοσχέδιο πού τούς άφοροϋσε. «Ή Βουλή θέλει σπρώξιμο γιά νά έργασθή. Θέλει παρακλήσεις, γονυκλισία καί έπαιτείας», άρθρογραφούσε στήν μαχητική του «’ Ακρόπολι” ό Βλάσης Γαβριηλίδης. «Ή άπαράδεκτος αύτή κατάστασις συνέχιζε, έγκυμονεΐ κινδύνους». Καί πραγματικά κάποιο βραδάκι» στις οκτώ, όπως λέει καί τό νόστιμο τραγουδάκι, έγινε στή Βουλή της κακομοίρας!
Συνεζητείτο στή συνεδρίασι τής 6ης ‘ Ιουνίου 1907 ό προϋπολογισμός. “Ολως περιέργως τό Κοινοβούλιο είχε άπαρτία. “Ολοι περίμεναν νά δοΰν πώς θά καταπολεμούσε τά οικονομικά μέτρα τής Κυβερνήσεως Θεοτόκη καί ποιές σοβαρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις θά ύπεδείκνυε ή «’ Ομάς τών ‘ Ιαπώνων» πού τήν άποτελούσαν οί Δημ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, ‘ Εμ. Ρέπουλης, Α. ‘ Αλεξανδρής, Χαρ. Βοζίκης καί’ Ανδρ. Παναγιωτόπουλος. ‘ Η όμάς αύτή είχε έμφανισθή στή Βουλή γιά πρώτη φορά στις 26 Μαρτίου 1906, καί τήν άπεκάλεσαν έτσι λόγω τής μαχητικότητος τών μελών της. Στό βήμα εύρίσκετο ό ύπουργός τών Οικονομικών Σιμόπουλος καί διάβαζε μ’ άργό, έπίσημο καί νυσταλέο ύφος τήν είσήγησί του. Οί μισοί βουλευταί έκοιμώντο, οί ύπόλοιποι έχασμώντο. Ξαφνικά, άπό τό άριστερότού προεδρείου τρίτο λαϊκό θυρωρείο ρίχτηκε στήν αίθουσα φυσίγγιο δυναμίτιδας, συσκευασμένο σέ πρωτόγονη χειροποίητη βόμβα πού τήν περιέβαλλε χαρτί. Αύτη διέγραψε κύκλο στόν άέρα, κατ’ εύτυχή όμως σύμπτωσι, ή θρυαλλίδα της άποσπάσθηκε άπό τό κύριο σώμα καί τό μέν φυσίγγιο κατέπεσε άκριβώς πίσω άπό τήν σειρά τών έδωλίων, όπου έκάθηντο ό άρχηγός τοϋ ‘ Εθνικού κόμματος Π. Μαυρομιχάλης μέ τούς βουλευτάς Λεόπουλο, Βοζίκη, Καραϊσκάκη καί Τριανταφυλλάκο, χωρίς νά έκραγή καί νά έπιφέρη κανένα άποτέλεσμα, ή δέ θρυαλλίδα, σέ λίγη άπόστασι πιό κάτω άπό τόν άνωτέρω όμιλο. Τήν ‘ίδια στιγμή ή αϊθουσα μύριζε καμένο πανί.
Οί ‘ Εθνοπατέρες δέν άντελήφθησαν τό φοβερό γεγονός γιατί, όπως είπαμε, έκοιμώντο. Ό Τριανταφυλλάκος όμως ξύπνησε έντρομος, μύρισε τήν άτμόσφαιρα πού βρωμούσε καί άρχισε νά όλοφύρεται σάν τόν Οίδίποδα-Τύραννο, στήν τελευταία πράξι τής ομώνυμης τραγωδίας τοϋ Σοφοκλέους. – Κύριε πρόεδρε! Κύριε πρόεδρε! Άλλοί καί τρίς άλλοι! ” Ερριψαν βόμβα εις τήν Βουλήν!
©ά έπρεπε νά είναι κανείς Σακελλάριος καί Γιαννακόπουλος γιά νά περιγράψη τό τί έπακολούθησε. ‘ Η φρουρά έκλεισε τις πόρτες τών θεωρείων ένώ τό άκροατήριον έθρυμμάτιζε τά καθίσματα καί προσπαθούσε μέ τά ξύλα τους νά λύση τήν πολιορκία.” Ενας παπάς έγινε λαϊκός καθώς τοϋ έσχισαν τά ράσα του. Κάποιος Κερκυραίος έπεκαλείτο τόν “Αγιο Σπυρίδωνα. Η πρέσβειρα τής Γαλλίας στό διπλωματικό θεωρείο έχυσε χρυσή καί άναφωνοϋσε: «Σέ τερρίμπλ! Σέ τερρίμπλ!». Ατάραχος μόνο είχε άπομείνει ό τραυλός ποιητής Κλεάνθης, πού πρόφερε τό σίγμα θήτα. Ό νεώτερος αύτός Διογένης προσπαθούσε νά καθησυχάση τούς παρισταμένους.
– Μήν κάνετε έθι! Μήν κάνετε έθι! τούς συμβούλευε. Θυμπολες- ται, ήθυχία! ‘ Ηθυχία!
‘ Αλλά καί στήν αίθουσα γινότανε τό ϊδιο μαλλιοβράσι. Πατείς με πατώ σε οί βουλευταί άναποδογύριζαν μελανοδοχεϊα, έσπαζαν έδώλια καί παντού έπικρατοϋσε τό σύνθημα «ό σώζων έαυτόν σωθήτω!». Τέτοια άναστάτωσι δέν ξανάδε ή Βουλή τών ‘Ελλήνων. Τήν ϊδια στιγμή ό ύπουργός Στάης μέ δυό-τρείς κλητήρες, άρχισε νά έρευνά παντού, καί στό τέλος πάνω στήν ταράτσα έπιασε ένα άνθρωπάκι, πού έπροσποιείτο τόν ήλίθιο. Τόν κατέβασε στό γραφείο τού διευθυντού Κουνιτσάκη καί έκεΐ σέ λίγο ό άείμνηστος είσαγγελεύς Κων. Λυκουρέζος, διακεκριμένος νομομαθής καί μετέπειτα πολιτευτής, πού κατέφθασε στό μεταξύ, άρχισε νά τόν άνακρίνη.
Ατάραχο τό άνθρωπάκι ισχυρίσθηκε πώς έρχότανε τακτικό στή Βουλή γιά νά κοιμάται. «Μέ λένε Παπαμικρόπουλο, είπε. Εϊμα δημοδιδάσκαλος. ” Εχω έλθει άπό τήν Πάτρα κι έδώ μέ φιλόξενε ό έπιθεωρητής της «Αμοιβαίας» ‘Ανδρέας Αντωνόπουλος πού ή γυναίκα του μέ είχε δάσκαλο. Μέ τήν άπόπειρα δέν έχο καμμιά σχέσι!». Καί άρχισε νά γελά ήλίθια.
Τόν έδεσαν τότε πισθάγκωνα καί μέ συνοδεία 15 χωροφυλά κων τόν πήγαν στήν ‘ Αστυνομική Διεύθυνσι όπου τόν άνέκριναν αύστηρά μία έβδομάδα χωρίς νά τού άποσπάσουν ομολογία. Στ< τέλος χάρις σ’ ένα τέχνασμα τού Λυκουρέζου άποκαλύφθηκε η άλήθεια. Κάποιο πρωϊνό μερικοί χωροφύλακες έσπρωξαν στι κελλί πού έκρατείτο ό Παπαμικρόπουλος, τόν ‘Αντωνόπουλο:
– Μάς έκαψες, τού ειπε ό τελευταίος.’ Εγώ σέ φιλοξένησα κι έσυ γιά τό εύχαριστώ έστειλες στή φυλακή έμένα καί τήν γυναίκα μου.
– ‘ Αφήστε τον! ειπε τότε ό Παπαμικρόπουλος! Είναι άθώος!’ Εγώ έρριξα τήν μπόμπα!
Κι άποκάλυψε πώς ή κακοδαιμονία τού λαού, ή άνισ φορολογία, ή αισχρή ρουσφετολογία τών κομμάτων τόν ειχο άποκαρδιώσει. «Δέν θέλησα, ειπε, μέ τήν μπόμπα νά σκοτώσω κανένα. Θέλησα νά φοβίσω, συνετίσω καί νά δώσω ένα κολ μάθημα στούς πολιτικούς μας! ‘ Η μπόμπα, συνέχισε, είχε μήκο 7 έκατοστών καί πλάτος μιάς δεκάρας, τήν περιτύλιξα σέ λεπτό χαρτί σέ σχήμα κυλίνδρου, καί προσήρμοσα στήν άκρη καψύλη μέ θρυαλλίδα πυρίτιδος. Τήν τελευταίαν μοϋ τήν προμήθευο στήν Πάτρα ό κουρεύς Εύάγ. Μητρόπουλος…». Ο άνακριτής συνέλαβε τόν κουρέα καί προσπάθησε νά έξιχνιάση μήπως ό δράστης είχε σχέσι μέ μιάν ομάδα σοσιαλιστών πού είχαν πρωτοεμφανισθή στήν χώρα, χωρίς φυσικά στό τέλος νά προκύψουν στοιχεία έναντίον άλλων άτόμων. Στό μεταξύ ό Τύπος δημοσίευε πύρινα σχόλια όχι έναντίον τοΰ Παπαμικροπούλου, άλλά κατά τών κομμάτων.
Ό Γαβριηλίδης σέ θυελλώδες άρθρο του μέ τόν τίτλο «Ή βόμβα», έγραφε πώς θά ήτο εϋχής έργον άν ή βόμβα ένεργοΰσε ώς ξυπνητήρι διά νά άφυπνίση τούς ένδιαφερομένους καί ό Σουρής γλεντούσε στό «Ρωμηό» τό έπεισόδιο:
«Αύτά τοΰ Κόντε λέγονται έν λιγυρά φωνή
στό παρλαμέντο βρόντησε μιά μπόμπα άληθινή
Κι άμέσως τάχασαν αύτοί καί τάχασαν κι έκείνοι
κι άκαματόπους έτρεχε καθένας άστυνόμος
καί τής Βουλής τάς πτέρυγας συνείχε κρύος τρόμος.
Νίπτω κι έγώ τάς χείρας μου καί δέν άνακατεύομαι
καί άφού οί μπόμπες άρχισαν παύω νά πολιτεύωμαι!».
Από το βιβλίο “Αθήνα και πάλι Αθήνα”