Άφοΰ ή ψυχαναλυτική χαρακτηρολογία προϋποθέτει όρισμένες Αντιλήψεις γιά τά Ενστικτα, έχουμε Επιλέξει τά μαζοχιστικά Ενστικτα προκειμένου νά έξηγήσουμε Εναν Ιδιαίτερο τύπο νευρωτικού χαρακτήρα.
Ή προ-ψοχαναλυτική σεξολογία πίστευε βασικά δτι ή τάση νά Ικανοποιείσαι μέ τήν άντοχή στόν πόνο ή τήν ήθική ταπείνωση, άποτελοΟσε τό μαζοχισμό, πού θεωρούνταν σάν Ενας ειδικός ένστι- κτώδικος στόχος. ΆφοΟ ή ήδονή Απουσιάζει κι άπ* τούς δυό στόχους, γεννήθηκε άπ* τήν άρχή κιόλας Ενα Ερώτημα γύρω άπ* τή φύση τοΟ μαζοχισμού: πώς μπορεί κάτι πού είναι δυσάρεστο (Σ.τ.Επ. θά θεωρούσαμε πιό δόκιμη άντί αύτού τή χρήση τοΟ δ ρου άνηδονι- κό τόσο Εδώ όσο κα( σ’ άλλα μέρη τού δοκίμιου δπου θά τόν συναντήσουμε πολλές φορές), νά είναι ένστικτώδικα Επιθυμητό καί νά προσφέρει άκόμα καί Ικανοποίηση; Ή προσφυγή στην τεχνική όρολογία θά σήμαινε Απλώς 6τι Αναβάλλουμε τήν Επίλυση τού προβλήματος· ό δρος «άλγολαγνεία» είχε ύποτεθεΐ δτι Εξηγεί τό γεγονός δτι κάποιος Αντλεί ήδονή όταν τόν χτυπάνε ή τόν ταπεινώνουν. Μερικοί συγγραφείς μάντεψαν τίς σωστές σχέσεις δταν Αμφισβήτησαν τήν Αντίληψη δτι ό μαζοχιστής θέλει πραγματικά νά τόν χτυπούν- ύποστήριξαν δτι τό χτύπημα καθεαυτό Επαιζε άπλώς Ενα μεσολαβητικό ρόλο στή βίωση τής ήδονικής αύτο-ταπείνωσης (Κράφτ – Έμ πινγκ). Παράμενε, λοιπόν, πάντοτε, ή βασική διατύπωση: αύτό πού ό φυσιολογικός άνθρωπος βιώνει σά δυσάρεστο, θεωρείται άπ* τό μαζρχμπή σάν ήδονικό ή τουλάχιστον χρησιμεύει σάν πηγή ήδονής.
Ή ψυχαναλυτική διερεύνηση τοΟ λανθάνοντος περιεχομένου καί τής δυναμικής τοΟ μαζοχισμού, τόσο στίς ήθικολογικές δσο καί στίς έρωτογενείς του συνιστώσες, γέννησε Εναν πλούτο νέων Αντιλήψεων[1]. Ό Φρόυντ Ανακάλυψε δτι ό μαζοχισμός κι ό σαδισμός δέν είναι τελείως Αντίθετοι, δτι ό Ενας ένστικτώδικος στόχος δέν ύπάρχει ποτέ δίχως τόν Αλλο. Ό μαζοχισμός κι ό σαδισμός έμφανΐζονται σάν ένα ζευγάρι Αντιθέσεων τό ένα μπορεί νά πάρα ξαφνικά τή μορφή τοΰ Αλλου. Έτσι, πρόκειται γιά ένα θέμα διαλεκτικής άντίθεσης πού καθορίζεται άπ’ τή μετατροπή μιΑς ένεργητι- κής στάσης σέ παθητική, ένώ τό (δεασμικό (Σ.τ.Μ. πού Αποτελείται Από ίδέες ή παραστάσεις) περιεχόμενο παραμένει τό Ιδιο[2]. Ή φροϋδική θεωρία τής λιμπιντικής Ανάπτυξης διακρίνει Ακόμα τά τρία στάδια τής παιδικής σεξουαλικότητας (στοματικό, πρωκτικό καί γενετήσιο) καί, στήν Αρχή, κατάταξε τό σαδισμό στό πρωκτικό στάδιο. ‘Αργότερα Ανακαλύφθηκε δτι κάθε στάδιο τής σεξουαλικής Ανάπτυξης χαρακτηρίζεται Από μιά Αντίστοιχη μορφή σαδιστικής έπιθετικότητας. Ερευνώντας περισσότερο αύτό τό πρόβλημα, μπόρεσα ν’ Ανακαλύψω σέ κάθε μιά Απ’ αύτές τίς τρεις μορφές σαδιστικής έπιθετικότητας, μιά ν Αντίδραση τοΰ ψυχικοΰ μηχανισμού στή συγκεκριμένη ματαίωση τής ικανοποίησης τής Αντίστοιχης έπιμέ- ρους λιμπιντικής όρμής. Σύμφωνα μ’ αύτή τήν Αντίληψη, ό σαδισμός κάθε στάδιου γεννιέται Απ* τήν Ανάμιξη τής σεξουαλικής Απαίτησης καθεαυτής καί τής καταστροφικής όρμής πού στρέφεται ένάντια στό πρόσωπο τό όποιο εύθύνεται γιά τή ματαίωσή της·[3]στοματικός σαδισμός (ματαίωση τοΰ θηλασμού — καταστροφική όρμή — δάγκωμα)· πρωκτικός σαδισμός (ματαίωση τής πρωκτικής ήδονής — συντριβή, ποδοπάτημα, χτύπημα)· φαλλικός σαδισμός (ματαίωση τής γενετήσιας ήδονής — διάτρηση, τρύπημα). Αύτή ή Αντίληψη συμφωνούσε Απόλυτα μέ τήν Αρχική διατύπωση τοΰ Φρόυντ, δτι τά καταστροφικά αίσθήματα (τών όποίων ή πιό συχνή αίτία είναι ή ματαίωση ένός Ενστικτου), κατευθύνονται Αρχικά ένάντια στόν έξωτερικό κόσμο καί δέ στρέφονται ένάντια στόν έαυ- τό παρά μόνο άργότερα, δηλαδή, δταν άναστέλλονται κι αύτά άπ’ τή ματαίωση καί τό φόβο καί καταλήγουν στήν αύτοκαταστροφή. Ό σαδισμός γίνεται μαζοχισμός δταν στρέφεται ένάντια στό Ιδιο τό πρόσωπο3. Τό ύπερεγώ (ό έκπρόσωπος τοϋ προσώπου πού εύθύνε- ται γιά τή ματαίωση ή, γιά νά τό ποΟμε άλλιώς, ό έκπρόσωπος τών άπαιτήσεων της κοινωνίας μέσα στό έγώ, γίνεται τό δργανο τής τιμωρίας άπέναντι στό έγώ (συνείδηση). Τό αίσθημα ένοχής πηγάζει άπ’ τή σύγκρουση Ανάμεσα στήν ώθηση γιά άγάπη καί τήν καταστροφική όρμή.
Ή Αντίληψη δτι ό μαζοχισμός Αποτελεί Ενα δευτερογενή σχηματισμό, Εγκαταλείφθηκε Αργότερα κι άπ’ τόν Ιδιο τό Φρόυντ γιά χάρη μιάς άλλης, δηλαδή, τής Αντίληψης δτι ό σαδισμός ήταν μαζοχισμός πού κατευθυνόταν πρός τόν Εξωτερικό κόσμο. Σ’ αύτη τή νέα διατύπωση, είχε ύποτεθεΐ δτι ύπήρχε μιά πρωτογενής βιολογική τάση γιά αύτοκαταστροφή, Ενας πρωτογενής ή Ερωτογενής μαζοχισμός[4]. Αύτή ή άποψη τοϋ Φρόυντ στηρίχτηκε πάνω στήν πιό βασική παραδοχή Ενός «Ενστίκτου τοΟ θανάτου», πού τέθηκε άξιωματικά σάν ή άντίθεση τού Ερωτα. Έτσι είπαν δτι ό πρωτογενής μαζοχισμός είναι ή Ανεξάρτητη Εκδήλωση του βιολογικά ριζωμένου Ενστίκτου τού θανάτου, πού στηρίζεται στίς διαδικασίες του καταβολισμού, οί όποιες διαδραματίζονται σέ κάθε κύτταρο τού όργανισμού (Επίσης καί «Ερωτογενής μαζοχισμός»)[5].
Οί ύποστη ριχτές τής θεωρίας τού Ενστίκτου τού θανάτου Εκαναν κάθε προσπάθεια γιά νά στηρίξουν τίς ύποθέσεις τους, Επισύροντας τήν προσοχή στίς διαδικασίες τής φυσιολογίας τής Αποσύνθεσης. “Ομως, πουθενά δέ μπορούσε νά βρεθεί μιά πειστική τεκμηρίωση. ‘Αξίζει νά προσεχθεί Ιδιαίτερα Ενα πρόσφατο άρθρο, πού ύπερασπίζεται τήν ύπαρξη τού Ενστίκτου τού θανάτου, γιατί προσεγγίζει τό πρόβλημα άπό κλινική άποψη κι Εχει φυσιολογικά Επιχειρήματα πού, μέ τήν πρώτη ματιά, κάνουν δισταχτική τή σκέψη. Ή Τερέζα Μπένεντεκ* στηρίζει τά Επιχειρήματά της πάνω στήν Ερευνα τού Έρενμπεργκ. Αύτός ό βιολόγος άνακάλυψε δτι Ενα αύτο-άντιφατικό προτσές μπορεί νά βρεθεί άκόμα καί στό άδόμητο πρωτόζωο. ‘Ορισμένες διεργασίες πού διαδραματίζονται στό πρωτόπλασμα καθορίζουν δχι μόνο τήν Αφομοίωση τής τροφής, Αλλά κι όδηγοΰν ταυτόχρονα σέ μιά καθίζηση ούσιών, πού προηγούμενα ήταν διαλυμένες. Ό πρώτος δομικός σχηματισμός τού κύτταρου είναι άνεπίστρεπτος, στό μέτρο πού ο( διαλυμένες ούσίες μετατρέπονται σέ μιά στερεή, άδιάλυτη κατάσταση. Αύτό πού Αφομοιώνεται είναι μέρος τού ζωϊκοΰ προτσές· έκεΐνο πού δημιουργείται άπ* τήν Αφομοίωση είναι μιά μεταβολή στό κύτταρο, μιά Ανώτερη δόμηση πού, Από £να όρισμένο σημείο και πέρα, δηλαδή, δταν κυριαρχεί, δέν είναι πιΑ ζωή, Αλλά ΘΑνατος. Αύτό Εχει νόημα, Ιδιαίτερα δταν σκεφτούμε τήν ΑποτιτΑνωση των ΙστίίΤν στή γεροντική ήλικία. Άλλ’ αύτό τό Ιδιο τό έπιχείρημα Αναιρεί τήν ύπόθεση μιας τάσης πρός τό θάνατο. Έκεΐνο πού έχει γίνει σταθερό κι Ακίνητο, δηλαδή, δτι Απομένει πίσω σΑν ύπόλειμμα τοϋ ζωϊκοΰ προτσές, έμποδίζει τή ζωή καί τή βασική της λειτουργία, τήν έναλλαγή τής Εντασης καί τής χαλάρωσης, τό βασικό ρυθμό τού μεταβολισμού νά έκπληρώσει τήν ΑνΑγκη γιά τροφή καί γιά σεξουαλική Ικανοποίηση. *Αύτή ή διαταραχή τοϋ ζωϊκοΰ προτσές είναι άκριβώς τό άντίθετο έκείνου πού έχουμε μάθει δτι Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό τοϋ ένστί- κτου. Ή διαδικασία τής Αποσκλήρυνσης καταστρέφει όλοένα καί περισσότερο τό ρυθμό τής έντασης καί τής χαλάρωσης. “Αν δεχτούμε αύτές τίς διαδικασίες σάν τή βάση ένός ένστίκτου, τότε θάπρεπε άλλάξουμε τήν Αντίληψή μας γιά τά ένστικτα.
“Αν, έπιπλέον, τό άγχος ήταν ή έκφραση τού «Απελευθερωμένου ένστίκτου τοϋ θανάτου», θά παράμενε Ακόμα Ανοιχτό τό ζήτημα τής έξήγησης τοϋ πώς μπορούν ν’ Απελευθερωθούν οί «καθηλωμένες δομές». Ή Ιδια ή Μπένεντεκ λέει δτι θεωρούμε τή δομή, δηλαδή, αύτό πού έχει όριστικά Απολιθωθεί, σΑν κάτι έχθρικό πρός τή ζωή, δταν κυριαρχεί κι έμποδίζει τίς ζωικές διεργασίες.
“Αν οί διεργασίες πού διαμορφώνουν τίς δομές είναι συνώνυμες μέ τό ένστικτο τού θανάτου· άν, έπιπλέον, δπως Αναφέρει ή Μπένεντεκ, τό άγχος Αντίστοιχη στήν έσωτερική αίσθηση αύτής τής κυρίαρχης Αποσκλήρυνσης, δηλαδή, τού θανάτου, τότε θά πρέπει νά ύποθέσουμε παραπέρα δτι τό άγχος άπουσιάζει στά χρόνια τής παιδικής καί τής έφηβικής ήλικίας κι έμφανίζεται σ’ ένα αύξανόμε- νο βαθμό μέ τό πέρασμα τοϋ χρόνου. Κι δμως συμβαίνει Ακριβώς τό Αντίθετο. Είναι Ακριβώς σέ περιόδους σεξουαλικής άνθισης πού ή λειτουργία τοϋ άγχους είναι πιό έντονη, δηλαδή, έξαιτίας τής κατάστασης Αναστολής. Σύμφωνα μ* αύτή τήν ύπόθεση, θάπρεπε έπίσης ν’ Ανακαλύψουμε τό φόβο τοϋ θανάτου καί στά ίκανοποιη- μένα Ανθρώπινα δντα, γιατί κι αύτά ύπόκεινται στήν Ιδια βιολογική διαδικασία της Αποσύνθεσης δπως κι έκεΐνα πού είναι Ανικανοποίητα.
‘Ακολουθώντας μέ συνέπεια τή φροϋδική θεωρία γιά τό «ούσια- στικό Αγχος», μπόρεσα ν* άλλάξω τήν Αρχική φόρμουλα — τό Αγχος γεννιέται Απ’ τή μετατροπή της λίμπιντο — ώς έξής: τό Αγχος είναι ένα φαινόμενο τοΰ Γδιου προτσές διέγερσης στό Αγγειονευροφυτικό σύστημα πού γίνεται αίσθητό στό αίσΟητηριακό σύστημα σά σεξουαλική ήδονή·.
4 “Η κλινική παρατήρηση μάς διδάσκει δτι, Αρχικά, τό Αγχος δέν είναι τίποτα Αλλο παρά ή αίσθηση ένός σφιξίματος, μιά κατάσταση λίμνανσης (Αγχος = angustiae)· οί φόβοι (φανταστικοί κίνδυνοι) γίνονται συγκινησιακά φορτισμένα Αγχη, μόνον δταν συμβαίνει αύτή ή συγκεκριμένη λίμνανση**Άν τελικά διαπιστωθεί δτι ot κοινωνικά έπιβεβλημένοι περιορισμοί τής σεξουαλικής Ικανοποίησης έπιταχύ- νουν τή σεξολίμνανση πού συνοδεύει τίς διαδικασίες διαμόρφωσης δομών, έπιταχύνοντας έτσι καί τή διαδικασία τοΰ θανάτου, αύτό δέ θάταν Απόδειξη δτι τό Αγχος πηγάζει Απ’ αύτές τίς διαδικασίες, Αλλά δτι ή ήθική πού Αρνιέται τή σεξουαλικότητα, έχει καταστροφικά Αποτελέσματα γιά τή ζωή.
*Η νέα αύτή διατύπωση τής έννοιας τοΰ μαζοχισμοΰ, καταλήγει αύτόματα σέ μιά Αλλαγή στήν αίτιολογική φόρμουλα τής νεύρωσης. Τό ούσιαστικό νόημα της Αρχικής πεποίθησης τοΰ Φρόυντ ήταν δτι ή ψυχική Ανάπτυξη διαδραματίζεται μέ βάση τή σύγκρουση Ανάμεσα στό ένστικτο καί τόν έξωτερικό κόσμο. ‘Ακολούθησε μιά δεύτερη Αντίληψη πού δέν κατάργησε, είναι Αλήθεια, τήν πρώτη, Αλλά μείωσε πάρα πολύ τή σημασία της. Τώρα ή ψυχική σύγκρουση θεωρούνταν σάν τό Αποτέλεσμα τής σύγκρουσης Ανάμεσα στόν έρωτα (σεξουαλικότητα, λίμπιντο) καί τό ένστικτο τοΰ θανάτου (παρόρμηση γιά αύτοεκμηδενισμό, πρωτογενής μαζοχισμός).
Ή κλινική βάση γι* αύτή τήν ύπόθεση, πού Απ’ τήν Αρχή γέννησε τίς πιό βαθιές Αμφιβολίες, ήταν τό ίδιότυπο, πραγματικά αίνιγμα- τικό γεγονός, δτι όρισμένοι Ασθενείς φαίνονται σά νά μή θέλουν ν* Απαλλαγούν Απ* τήν όδύνη τους, Αλλά σά νά έπιδιώκουν όδυνηρές καταστάσεις ξανά καί ξανά. Αύτό έρχότανε σέ Αντίθεση μέ τήν
Αρχή της ήδονής. Έτσι, θάπρεπε νά ύποθέσουμε δτι ύπήρχε μιά έσωτερική, κρυμμένη πρόθεση νά συνεχιστεί ό πόνος ή νά ξαναβιωθεΐ[6]. Παράμενε, δμως, άμφίβολο πώς θάπρεπε νά συλλάβουμε αύτή τή «θέληση γιά τήν όδύνη», σάν πρωτογενή βιολογική τάση ή σά δευτερογενή σχηματισμό τοΰ ψυχικού όργανισμού* ΤΗταν δυνατό νά διαπιστωθεί μιά άνάγκη γιά τιμωρία πού, σύμφωνα μέ τήν ύπόθεση τοΰ ένστίκτου τοΰ θανάτου, φαινόταν νά Ικανοποιεί, διαμέσου τού αύτοεπιβεβλημένου πόνου, τίς άπαιτήσεις ένός άσυνείδητου αίσθήματος ένοχης. Κι ή ψυχαναλυτική φιλολογία, πού άκολούθησε τήν έκδοση τοΰ Πέρα άπό τήν !Αρχή τής Ήδονής, μέ κύριους έκπρόσωπους τούς ‘Αλεξάντερ, Ράικ καί Νούνμπεργκ, τροποποίησε, δίχως πραγματικά νά τό συνειδητοποιήσει, τή φόρμουλα τής νευρωτικής σύγκρουσης[7]. Αρχικά, είπώθηκε δτι ή νεύρωση προερχόταν άπ* τή σύγκρουση άνάμεσα στό ένστικτο καί τόν έξωτερικό κόσμο (λίμπιντο — φόβος τιμωρίας). Τώρα λέγεται δτι ή νεύρωση πηγάζει άπ* τή σύγκρουση άνάμεσα στό ένστικτο καί τήν άνάγκη γιά τιμωρία (λίμπιντο — έπιθυμία γιά τιμωρία), δηλαδή, άκριβώς τό άντίθετο άπ* δτι είχε είπωθεϊ προηγούμενα[8]. Αύτή ή
άντίληψη βρισκόταν σέ τέλεια Αρμονία μέ τή νέα θεωρία των ένστικτων, πού βασιζόταν στήν άντίθεση άνάμεσα στόν Ερωτα καί τό ένστικτο τοϋ θανάτου.
Ή νέα αύτή θεωρία άναζήτησε τήν προέλευση τής ψυχικής σύγκρουσης στά έσωτερικά στοιχεία κι Επισκίασε, όλοένα καί περισσότερο, τόν ύπέρτατο ρόλο τοϋ έξωτερικοϋ κόσμου[9] πού άπαγορεύει καί τιμωρεί. Στήν άρχική θεωρία, ό πόνος λεγόταν δτι άπορρέει «άπό τόν Εξω κόσμο, άπ’ τήν κοινωνία». Τώρα λεγόταν δτι άπορρέει «άπό τή βιολογική θέληση γιά όδύνη, άπό τό Ενστικτο τού θανάτου καί τήν άνάγκη γιά τιμωρία». Αύτή ή νέα διατύπωση Εφραξε τό δρόμο πού όδηγεΐ στήν κοινωνωλογία τής άνθρώπινης όδύνης δπου, ή άρχική ψυχολογική φόρμουλα γιά τήν ψυχική σύγκρουση, είχε πραγματοποιήσει σημαντική πρόοδο. Ή θεωρία τού ένστίκτου τοϋ θανάτου, δηλαδή, ή θεωρία τών αύτοκαταστροφικών βιολογικών ένστικτων, όδηγεΐ σέ μιά πολιτισμική φιλοσοφία τής άνθρώπινης όδύνης (βλ. Ό Πολιτισμός κι οί Δυστυχίες του).(Σ.τ.Μ. Τό κλασσικό αύτό Εργο τοϋ Φρόυντ Εχει κυκλοφορήσει στήν ‘Ελλάδα έδώ καί πολλά χρόνια μέ τίτλο: «Ό Πολιτισμός Πηγή Δυστυχίας»). Ή Ανθρώπινη όδύνη θεωρείται δτι είναι άνεξίτηλη, γιατί οί καταστροφικές παρορμήσεις κι οί παρορμήσεις αύτοκαταστροφής δέν μπορούν νά δαμαστούν[10]. Ή άρχική διατύπωση τής ψυχικής σύγκρουσης, άπ’ τήν άλλη μεριά, όδηγεΐ σέ μιά κριτική τού κοινωνικού συστήματος.
Μέ τή μετατόπιση τής πηγής τής όδύνης άπ* τόν έξωτερικό κόσμο, άπ* τήν κοινωνία, στήν έσωτερικό κόσμο καί μέ τόν ύποβιβα- σμό της σέ μιά βιολογική τάση, ύπονομεύθηκε σοβαρά μιά άπ’ τίς Αρχικές καί θεμελιακές άρχές τής Αναλυτικής ψυχολογίας, ή «άρχή τής ήδονής — δυσαρέσκειας». Ή άρχή τής ήδονής — δυσαρέσκειας άποτελεϊ ένα βασικό νόμο τοΰ ψυχικοΰ μηχανισμοΰ, σύμφωνα μέ τόν όποΐο ή ήδονή έπιδιώκεται κι ή δυσαρέσκεια άποφεύγεται.
Στήν προηγούμενη άντίληψη, ή ήδονή κι ή δυσαρέσκεια ή, γιά νά τό έκφράσουμε διαφορετικά, ή ψυχική άντίδραση σέ ήδονικά καί δυσάρεστα έρεθίσματα, καθόριζαν τήν ψυχική άνάπτυξη καί τίς ψυχικές άντιδράσεις. Ή «άρχή τής πραγματικότητας» δέν ήταν άντίθετη μέ τήν άρχή τής ήδονής· συνεπαγόταν άπλώς δτι, στήν πορεία τής Ανάπτυξης κι έξαιτίας τής έπίδρασης τοΰ έξωτερικοΰ κόσμου, ό ψυχικός μηχανισμός πρέπει νά συνηθίσει ν* Αναβάλλει πρόσκαιρες έπιδιώξεις ήδονής καί ν’ άγνοεϊ Αλλες όλότελα. Αύτές οί «δύο Αρχές τής ψυχικής λειτουργικότητας»,13 θά μπορούσαν νά Ισχύουν μόνο στό μέτρο πού ό μαζοχισμός θεωρείται σάν ή έπιθυ- μία ν’ Αντέξεις τόν πόνο, πού γεννιέται Από μιά Αναστολή τής τάσης νά προξενηθεΐ πόνος ή όδύνη σ* ένα Αλλο πρόσωπο — δταν, δηλαδή, θεωρείται σάν Αντίστροφος σαδισμός. Μέ βάση αύτή τήν άντίληψη, ό μαζοχισμός βρίσκεται έξ όλοκλήρου μέσα στά πλαίσια τής Αρχής τής ήδονής, παρόλο πού παραμένει τό πρόβλημα τοΰ πώς μπορεί νάναι ήδονικός ό πόνος. *Απ’ τήν άρχή κιόλας, αύτό έρχό- ταν σέ Αντίθεση μέ τή φύση καί τό νόημα τής λειτουργίας τής ήδο- νης. Ένώ ήταν δυνατό νά καταλάβουμε πώς μπορούσε νά μεταμορφωθεί σέ δυσαρέσκεια ή άνικανοποίητη ή άνασταλμένη ήδονή, ήταν δύσκολο νά καταλάβουμε πώς ή δυσαρέσκεια μπορούσε νά γίνει ήδονή. Κοντολογής, Ακόμα κι ή άρχική άντίληψη τής γενικά παραδεκτής Αρχής τής ήδονής, δέν έλυνε τό βασικό αίνιγμα τοΰ μαζοχισμού, γιατί τό νά ποΰμε δτι ό μαζοχισμός είναι ή ήδονή πού άντλείται άπ* τή δυσαρέσκεια, δέν έξηγοΰσε τίποτα.
Τό Αξίωμα ένός «ψυχαναγκασμοΰ έπανάληψης» έγινε δεκτό άπ’ τούς περισσότερους ψυχαναλυτές σά μιά Ικανοποιητική λύση στό πρόβλημα τής όδύνης. Ταίριαζε έξαιρετικά καλά μέ τήν ύπόθεση τοΰ ένστικτου τοΰ θανάτου καί μέ τή θεωρία τής Ανάγκης γιά τιμωρία, Αλλά ήταν Αμφίβολη Από δυό Απόψεις. ‘Αρχικά, Αναιρούσε τή σωστή, γενικά, άρχή τής ήδονής, πού ήταν τόσο πολύτιμη Αποδεικτικά καί κλινικά. Κατά δεύτερο λόγο, είσήγαγε μέσα στήν έμπει- ρικά καλά θεμελιωμένη θεωρία τής Αρχής τής ήδονης — δυσαρέσκειας, ένα Αναμφισβήτητα μεταφυσικό στοιχείο, μιά άναπόδει- κτη καί «μή – Αποδείξιμη» ύπόθεση πού προκάλεσε πολλή καί περιττή σύγχυση στήν Ανάπτυξη τής ψυχαναλυτικής θεωρίας. Θεωρήθηκε δτι ύπάρχει ένας βιολογικός ψυχαναγκασμός γιά τήν έπα- νάληψη δυσάρεστων καταστάσεων. Ή άρχή τοϋ «ψυχαναγκασμοΰ Επανάληψης» δέν είχε καί μεγάλη σημασία άν θεωρούνταν σά μιά βασική βιολογική άρχή, γιατί σάν τέτοια ήταν άπλως Ενας δρος. “Η διατύπωση της άρχής τής ήδονής — δυσαρέσκειας, άπ* τήν άλλη μεριά, μπορούσε νά στηριχτεί στούς φυσιολογικούς νόμους της Εντασης καί της χαλάρωσης. Στό μέτρο πού ό ψυχαναγκασμός Επανάληψης γινόταν κατανοητός μέ τήν Εννοια ένός νόμου, πού Ελεγε δτι κάθε Ενστικτο προσπαθεί νά έδραιώσει τήν κατάσταση ήρεμίας κι Επιπλέον, νά ξαναβιώσει ήδονές πού άπόλαυσε κάποτε, δέν ύπήρχε καμιά άντίρρηση. Κατανοημένη Ετσι, αύτή ή διατύπωση ήταν Ενα πολύτιμο συμπλήρωμα της κατανόησής μας γιά τό μηχανισμό τής Εντασης καί της χαλάρωσης. Όταν νοείται μ’ αύτό τόν τρόπο, ό ψυχαναγκασμός έπανάληψης βρίσκεται έξ όλοκλήρου μέσα στά πλαίσια τής άρχή ς τής ήδονής· πραγματικά, ή άρχή τής ήδονης καθεαυτή Εξηγεί τόν ψυχαναγκασμό έπανάληψης. Στά 1923, καθόρισα, μάλλον άδέξια, τό Ενστικτο σάν τήν ούσία τής ήδονής πού πρέπει νά Επαναληφθεί[11]. Έτσι, μέσα στά πλαίσια τής άρχής τής ήδονής, ό ψυχαναγκασμός έπανάληψης άποτελεΐ μιά σημαντική θεωρητική ύπόθεση. Όμως, ή άρχή τοΰ ψυχαναγκασμοΰ έπανάληψης άπόκτησε τήν πιό σημαντική της διατύπωση άκριβώς πέρα άπ’ τήν άρχή τής ήδονής, σάν μιά ύπόθεση γιά τήν έξήγηση γεγονότων πού ή άρχή τής ήδονής ύποτίθεται δτι δέν ήταν Επαρκής. Δέν ήταν, δμως, δυνατό ν’ άποδειχθεΐ κλινικά δτι ό ψυχαναγκασμός έπανάληψης Αποτελούσε μιά πρωτογενή τάση τοϋ ψυχικού μηχανισμού. Ύποτίθεται δτι διευκρίνιζε τόσα πολλά κι δμως δέν μπορούσε ν* άποδειχθεΐ ό Ιδιος. Παραπλάνησε πολλούς ψυχαναλυτές κάνοντάς τους νά ύποθέσουν δτι ύπήρχε μιά «ύπερατομική» Ανάγκη. Αύτό ήταν μιά περιττή έξήγηση τής προσπάθειας γιά έπανεδραίωση τής κατάστασης ήρεμίας, γιατί αύτή ή προσπάθεια Εξηγείται τέλεια μέ βάση τή λειτουργία τής λίμπιντο πού προσπαθεί νά Επιφέρει κάποια χαλάρωση. Αύτή ή χαλάρωση, σέ κάθε ένστικτώδικη σφαίρα» δέν είναι τίποτα άλλο παρά ή έγκαθίδρυση τής άρχικης κατάστασης ήρεμίας κι ύπονοεΤται στήν έννοια τοΰ ένστίκτου. Παρενθετικά, θά έπρεπε νά τονίσουμε δτι άκόμα κι ή ύπόθεση μιας βιολογικής τάσης γιά θάνατο, γίνεται περιττή, δταν πάρουμε ύπόψη δτι ή φυσιολογική κάμψη τοΰ όργανισμοΰ, ό σταδιακός του θάνατος, άρχίζει καθώς έξασθενίζει ή λειτουργία τοΰ σεξουαλικού μηχανισμοΰ, πού είναι ή πηγή τής λίμπιντο. Επομένως, ό θάνατος δέ χρειάζεται νά στηρίζεται πουθενά άλλοΰ παρά στή σταδιακή διακοπή τής λειτουργικότητας τού ζωτικοΰ μηχανισμού.
Τό κλινικό πρόβλημα τοΰ μαζοχισμοΰ, περισσότερο άη’ ότιδή- ποτε άλλο, άπαιτοΰσε μιά λύση κι όδήγησε στήν άτυχή ύπόθεση ένός ένστίκτου τοΰ θανάτου, ένός ψυχαναγκασμοΰ έπανάληψης πέρα άπ* τήν άρχή της ήδονης καί μιας άνάγκης γιά τιμωρία, σάν τή βάση της νευρωτικής σύγκρουσης. Σέ μιά πολεμική πού στρεφόταν ένάντια στόν Αλεξάντερ’7, ό όποιος είχε οίκοδομήσει μιά όλόκλη- ρη θεωρία γιά τήν προσωπικότητα, μέ βάση αύτές τίς ύποθέσεις, προσπάθησα νά βάλω τή θεωρία τής άνάγκης γιά τιμωρία μέσα στό σωστό της πλαίσιο. Άκόμα κι άναφορικά μέ τή θέληση γιά όδύνη, βασίστηκα στήν παλιά θεωρία τοΰ μαζοχισμού σάν τελική δυνατή έξήγηση. Τό ζήτημα τοΰ πώς έπιζητδται ή δυσαρέσκεια, δηλαδή, πώς μπορεί νά γίνει ήδονή, παράμενε άκόμα μετέωρο, άλλά έκέΐνο τόν καιρό δέν είχα τίποτα νά προσφέρω. Οΰτε ή ύπόθεση ένός έρω- τογενοΰς μαζοχισμού, μιας συγκεκριμένης προδιάθεσης γιά έρωτι- σμό στήν περιοχή τοΰ πρωκτού καί στό δέρμα, νά βιώσει τόν πόνο σάν ήδονικό (Σάτζερ), προσφέρει κάποια Ικανοποίηση, γιατί πώς θά μποροΰσε ό έρωτισμός στήν περιοχή τοΰ πρωκτοΰ νά συσχετιστεί μέ τή βίωση τοΰ πόνου σάν ήδονης; Καί γιατί ό μαζοχιστής βιώνςι σάν ήδονή αύτό πού οί άλλοι αίσθάνονται, μέ τά χτυπήματα στήν Τδια έρωτογενή ζώνη, σάν όδυνηρό καί δυσάρεστο;
Ό Γδιος ό Φρόυντ έλυσε μερικά αύτό τό έρώτημα. Στή φανταστική Ιστορία του, «Ένα παιδί τρώει ξύλο», άναζήτησε τήν άρχική ήδονική κατάσταση στό: «Όχι έγώ, άλλά ό άντίπαλός μου τρώει ξύλο»”. ‘Αλλ* αύτό δέν πρόσφερε μιάν άπάντηση στό έρώτημα γιατί τό ξύλο συνοδευόταν άπό ήδονή. “Ολοι οί μαζοχιστές όμολογοΰν δτι ή ήδονή συνδέεται μέ τή φαντασίωση δτι τρώνε ξύλο ή μέ πραγματικό αύτο-μαστίγωμα, δτι μπορούν νά βιώσουν τήν ήδονή ή νά φθάσουν στή σεξουαλική διέγερση μόνο μ’ αύτή τή φαντασίωση.
Μακρόχρονη έρευνα μαζοχιστικών περιπτώσεων δέν πρόσφερε καμιά λύση. Μόνον δταν άρχισα νά έχω Αμφιβολίες γιά τήν όρθό- τητα καί τήν άκρίβεια αύτών πού έλεγαν ot Ασθενείς, μπόρεσε νά φωτίσει αύτό τό σκοτάδι μιά Ακτίνα φωτός. Δέν μπορεί παρά νά παραξενευτεί κανείς πού, παρά τά τόσα χρόνια ψυχαναλυτικής έργασίας είχαμε μάθει τόσο λίγο ν’ Αναλύουμε τή μαζοχιστική βίωση της ίδιας τής ήδονης. Διερευνώντας σέ βάθος τή λειτουργία τής ήδονής στό μαζοχιστή, έντυπωσιάστηκα ξαφνικά άπό ένα περίεργο γεγονός πού ήταν έξαιρετικά αίνιγματικό Αρχικά, Αλλά πού πρόσφερε ταυτόχρονα μιά τέλεια Αποσαφήνιση της σεξοοικονομίας καί, συνακόλουθα, τής είδικής βάσης τοΰ μαζοχισμού. Εκείνο πού ήταν έκπληκτικό καί συνάμα αίνιγματικό, ήταν πώς ή φόρμουλα, δτι ό μαζοχιστής βιώνει τή δυσαρέσκεια σάν ήδονή, Αποδείχθηκε λαθεμένη. Τό πιθανότερο ήταν, ό ειδικός μηχανισμός ήδονής τοΰ μαζοχιστή νά ήταν Ακριβώς δτι, ένώ έπιδιώκει τήν ήδονή δπως κάθε Αλλο πρόσωπο, ένας μηχανισμός διαταραχής προκαλεί τήν Αποτυχία αύτής της έπιδίωξης. Αύτό, μέ τή σειρά του, κάνει τό μαζοχιστή νά νιώθει τίς αισθήσεις, πού βιώνονται σάν ήδονικές άπό ένα φυσιολογικό πρόσωπο, σάν δυσάρεστες, δταν ξεπερνάνε μιάν όρισμένη ένταση. Ό μαζοχιστής, Απέχοντας πολύ Απ* τό νά έπιδιώκει τή δυσαρέσκεια, έκδηλώνει μιάν ίσχυρή έλλειψη Ανεκτικότητας στις ψυχικές έντάσεις καί πάσχει Από μιά ποσοτική ύπερπαραγωγή δυσαρέσκειας, κάτι πού δέ βρίσκουμε σέ καμιά ν Αλλη νεύρωση.
Πραγματευόμενος τό πρόβλημα τοΰ μαζοχισμού, θέλω νά ξεκινήσω δχι Απ* τή μαζοχιστική διαστροφή — δπως συμβαίνει συνήθως — Αλλ* Απ* τή χαρακτηρολογική βάση τής Αντίδρασης. Γιά νά τό διευκρινήσω αύτό, θά χρησιμοποιήσω τήν περίπτωση ένός Ασθενή πού ή ψϋχανάλυσή του κράτησε σχεδόν τέσσερα χρόνια. Ή περίπτωσή του έδωσε Απαντήσεις σέ έρωτήματα πού είχαν Αφήσει Αναπάντητα διάφορες προηγούμενες περιπτώσεις Ασθενών. Οί περιπτώσεις αύτές κατανοήθηκαν μόνο «έκ των ύστέρων» μέ βάση τ* άποτελέσματα αύτής της περίπτωσης, πού χρησιμεύει έδώ σάν παράδειγμα.
[1] Μιά λεπτομερής, κριτική σύνοψη τών ψυχαναλυτικών άποτβλβσμάτων μπορεί νά βρεθεί στόν Φένιοελ: Perverstonen, Psychosen, Charakientorungeru Interna- fouler Piychoanmlytiachcr VerUg, 1931, σ. 37 έιακ.
[2] Φρόυντ: «Triebe und Trkbschickule», Ocl Schr. Bd. V, o. 4S3.
[3] Ράιχ: «Obcr die QueUen der neurotischen Aufit>, Internatkmalen Zeiischrf/l JUr Psychoanalyse, XI (1926), «. 427.
[4] «Άν εΐναι κανείς διατεθειμένος νά παραβλέψει λίγη Ανακρίβεια, μπορούμε νά πούμε ηώς τό Ενστικτο τοϋ θανάτου, πού λειτουργώ στόν όργανισμό – πρωταρχικός σαδισμός — είναι ταυτόσημο μέ τό μαζοχισμό·. Ό Φρόυντ στό δρθρο του •Das ekonomischc Problem des Masochismus» (ιΤό Οίκονομικό Πρόβλημα τοϋ Μαζοχισμού·).
[5] Φρόυντ: Jensetts des Lustprlnzips, Gee. Schr., Bd. VI.
[6] «Αύτό πού Εχει σημασία είναι ή Ιδια ή όδύνη».
«Ή Ικανοποίηση αύτής τής Ασυνείδητης αίσθησης ένοχής είναι ίσως ό πιό Ισχυρός προμαχώνας στό κέρδος (συνήθως σύνθετο) τού ύποκείμενου άπ’ τήν Αρρώστια — στό Αθροισμα τών δυνάμεων πού μάχονται ένάντια στήν Ανάρρωσή του καί Αρνούνται νά έγκαταλείψουν τήν κατάσταση τής Αρρώστιας του. Ή όδύνη πού συνεπάγονται ο( νευρώσεις, είναι Ακριβώς ό παράγοντας πού τίς κάνα πολύτιμες γιά τήν μαζοχιστική τάση».
Φρόυντ: tDas 6konomische Problem des Masochismus».
[7] Αύτή τή στιγμή, ή θεωρία τού Ενστικτου τού θανάτου δεσπόζει στήν ψυχαναλυτική φιλολογία. Ό ίδιος ό Φρόυντ, μερικά χρόνια πρίν σέ μιά συζήτηση, περίγραψε τή θεωρία τοϋ Ενστικτου τοϋ θανάτου σάν μιά ύπόθεση πού στεκόταν Εξω Απ’ τήν κλινική πείρα. Στό, Πέρα dn’ τήν ‘Αρχή τής Ήδονής, διαβάζουμε στό τέλος: «. νά είστε Ετοιμοι νά Εγκαταλείψετε Ενα δρόμο πού Εχετε Ακολουθήσει γιά κάποιο χρονικό διάστημα, δταν δέν φαίνεται νά όθηγεΐ σέ κάτι καλό». ‘Ωστόσο, ή ύπόθεση Εγινε κλινική «θεωρία»- 6χι μόνο δέν τήν Εγκατέλειψαν — δέν όδήγησε σέ τίποτα καλό. Μερικοί ψυχαναλυτές Ισχυρίζονται Ακόμα δτι Εχουν Αμεσα στοιχεία γιά τό Ενστικτο τοϋ θανάτου.
[8] «Ό πυρήνας όλόκληρης τής ψυχολογίας τής νεύρωσης περιέχεται στήν πρόταση: ή ένοχή έξιλεώνεται μέ τήν τιμωρία, μέ τήν όδύνη». ‘Αλεξάντερ:
■ Neurose und Gesamtpersdnlichkeit·, Iniernationalen Zettschr\ft fur Psychoanalyse. XII (1926), σ. 342.
■Ή νεύρωση, πού στην ούσία βασίζεται σέ μιά σύγκρουση μεταξύ ένστικτικής άπαιτησης καί Ανάγκης γιά τιμωρία…· (Ράικ).
[9] Ή άντίληψη αύτή βρήκε τούς πιό Ενθερμους ύποστηρικτές της στήν Αγγλική όμάδα τής Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας.
[10] Τό μοιραίο Ερώτημα γιά τό άνθρώπινο είδος μού φαίνεται πώς είναι Αν κα( σέ ποιό βαθμό ή πολιτιστική του άνάπτυξη, θά καταφέρει νά δαμάσει τή διαταραχή τής κοινοτικής του ζωής άπ* τό άνθρώπινο Ενστικτο τής Επιθετικότητας καί τής αύτοκαταστροφής·. Ό Πολιτισμός καί οί Δυστυχίες του, άγγλική μετάφραση πού παραθέτω άπό τά Άπαντα τής Ψυχολογικής Εργασίας τοϋ Σίγκμουντ Φρόυντ, Τομ. XXI.
[11] Ράιχ: «Zur Tncb-Energetik·, Zeitschrtfl fir Sexualwissenchqft, X (1923)