Δεν φιλήθηκαν αν και θα μπορούσαν. Μετά την χορευτική φιγούρα, αυτή σηκώθηκε και απομακρύνθηκε.
“Δεν έχεις παιδιά, ε;”
Δεν την κοίταξε αμέσως. Το φως από τον δρόμο ερχόταν από το τίποτα στο πουθενά, έτρεχε σαν τις σκέψεις του και προσέκρουσε μπροστά του σαν την ερώτησή της. Η διάθλαση στο ποτήρι του τσαγιού έστειλε το φως προς άγνωστες κατευθύνσεις, φράκταλ άπειρων σκέψεων που συνδέονται μεταξύ τους και χάνονται, ευτυχώς εξασθενούν και εξαφανίζονται όταν δεν θέλεις να απαντήσεις.
“Για πολλά χρόνια ήμουν μητέρα. Φιλούσα γόνατα όταν τα μάτωνε και μέτωπο όταν δεν ένιωθε καλά. Έκανα τοστάκι το πρωί, άλλαζα τις λάμπες στο χωλ όταν καίγονταν. Σκούπιζα τα πούσια στο μονοπάτι μη γλιστρήσει, έστρωνα τα σεντόνια πιο σωστά γιατί όταν τα έκανε μόνος του έβγαιναν αμέσως και δεν κοιμόταν καλά. Μπορώ με μια ματιά να σου βρω το σωστό τάπερ να χωρέσει ότι περίσσεψε από το βραδινό και να ταΐσω δέκα παιδιά που προσκάλεσα βγαίνοντας από το σχολείο επειδή τον έβλεπα ότι χρειαζόταν παρέα να ξεχαστεί. Κανείς δεν με παίνεψε για αυτά τα χαρίσματα οπότε τα λέω στον εαυτό μου ακόμα και τώρα που δεν έχω παιδί να φροντίσω πια.”
-Πριν δεν ήξερα τι να πω. Αλλά τώρα ξέρω ότι μάλλον έχουμε περάσει και οι δυο πολύ μοναξιά.
“Και βία.”
Πάλι τον έπιασε απροετοίμαστο. Μήπως είχε καταλάβει κάτι; Του είχε ξεφύγει κάποια λεπτομέρεια. Έλεγξε διακριτικά το μικρό όπλο που έκρυβε πάντα στο πόδι ακόμα κι όταν ήταν σε ασφαλές σημείο και με την ομάδα του απέξω να τον προσέχουν. Εδώ απλά χρειαζόταν να ακούει τώρα μάλλον.
“Θυμάμαι τη γροθιά του όταν πεινούσε, πως με κοιτούσε, μια ροζ μπάλα κρέατος, σα τρελαμένος δολοφόνος, σαν πεινασμένο ζόμπι, πίεζε το δέρμα μου μέχρι που άφηνε σημάδια, τα μικρά του νύχια άτσαλα κομμένα γιατί δεν μπορούσα να τα κάνω αλλιώς, σημάδια παντού στα στήθη μου αλλά τα άρπαζε, ω, πως τα άρπαζε, πως η παντοδύναμη γλώσσα του έπιανε και αγκιστρωνόταν με το στόμα. Ούτε ροτβάιλερ έτσι μην σε πιάσει ποτέ σου εύχομαι. Το σάλιο έσταζε σα λυσσασμένο σκυλί και το χεράκι εκεί που νόμιζες ότι θα σε χαϊδέψει απλά έσπρωχνε να βγάλει κι άλλο γάλα, να τρομπάρει, να ξεζουμίσει. Κι όταν κάπως διέκοπτε, όταν κατάφερνα να ξεφύγω και να πέσει η μπλούζα πάνω από τον στόχο του, η ίδια γροθιά, απογοητευμένη ίσως, έμπαινε ολόκληρη στο στόμα του για να τον ηρεμήσει.”
Έμεινε λίγο ήσυχος να την κοιτάει. Αλλά την κοιτούσε έντονα, να ξέρει ότι προσέχει, ότι συμπάσχει, ότι προσπαθεί να καταλάβει.
-Εμένα το μόνο που είχα από γονείς ήταν ένας παπαγάλος που με έβριζε με τις αγαπημένες βρισιές της μάνας μου. Τον πήρε από μια γειτόνισσα δανεικό όταν χάσαμε τον πατέρα μου, έλεγε ότι παραήταν ήσυχο το σπίτι. Του έφτιαξε σαν κλουβί το μισό σαλόνι κάπως και μετά και τον μισό κήπο. Στην αρχή έκανε μιμήσεις ότι ήχους είχε ακούσει όλοι μέρα από αυτοκίνητα, νοσοκομειακά, φρεναρίσματα. Σχεδόν δεν τον έπαιρνες πρέφα. Μετά άρχισε να κάνει ήχους από μπάσκετ γιατί βλέπαμε πολύ μπάσκετ. Τα παπούτσια στο παρκέ, την κόρνα. Σιγά σιγά άρχισε να βάζει και τις φωνές των εκφωνητών στο ρεπερτόριο. Ολόκληρα κομμάτια από τις ειδήσεις, ήταν και χρήσιμο αν και δεν ήξερες ποτέ αν ήταν σημερινές ή παλιότερες. Ευτυχώς δεν είχε μεγάλη μνήμη, συνήθως ήταν φρέσκα ακούσματα. Αλλά από την ημέρα που πέθανε η μητέρα μου το μόνο που λέει είναι ότι έλεγε συχνά αυτή. Καμιά φορά στρίβει και τον λαιμό του σαν αυτήν, σα να μιλάει στον ουρανό, σα να τραγουδάει σε όπερα καθώς μου φωνάζει “πολύ έκατσες, τώρα πρέπει να μαζέψεις την κουζίνα.” Το χειρότερό μου είναι όμως όταν μου λέει, ακριβώς όπως αυτή, “είσαι ο άντρας του σπιτιού εσύ τώρα.” Με κάνει να αναρωτιέμαι τι άντρας και τι σπίτι και γιατί έγιναν όλα έτσι.
Η ιστορία του ήταν τόσο περίεργη που κατάφερε για λίγο να την αποσπάσει. Δυο άγνωστοι ξεβρακώνονταν συναισθηματικά. Δεν χρειαζόταν να τον ρωτήσει, φαινόταν ότι δεν μιλούσε συχνά για τέτοια θέματα.
“Δεν ξέρω τι να πω. Μου λες για μια μητέρα κι εγώ σου λέω για εμένα ως μητέρα. Που ήθελα να τον τυλίξω στη μεμβράνη από την κουζίνα να μείνει αναλλοίωτος μερικές φορές. Όταν με έπαιρνε ο ύπνος να τον έκλεινα αεροστεγώς σε τάπερ στο ψυγείο να ξυπνήσω και να μην έχει μεγαλώσει καθόλου. Να μείνει μαλακό το δέρμα του όπως ήταν νεογέννητος, να τον διπλώσω να τον βάλω πάλι μέσα στην κοιλιά μου. Αλλιώς κάθε φορά που ανοίγει τα ματάκια του από τον ύπνο βλέπεις την αθωότητα να πέφτει. Ξεφλουδίζεται και πέφτει σαν παλιά μπογιά από το πρόσωπό του, είναι τόσο λυπηρό, τόσο τελειωτικό, τόσο βίαιο και απότομο…Πώς πέθανε ο μπαμπάς σου;
-Στο Ναυτικό ήταν. Σε αεροπλανοφόρο. Ούτε καν σε πόλεμο. Αραχτοί στο λιμάνι. Τους πλησίασε μια βαρκούλα με δυο ντόπιους. Μικρή κι ανόητη βαρκούλα, όλοι νόμιζαν ότι είχε μπερδευτεί. Ή ήθελαν να πουλήσουν κάτι στους ναύτες. Ούτε καν ασχολήθηκαν. Τριακόσια μέτρα καράβι, σιγά μη φοβηθεί μια κουράδα με δυο παιδιά. Αλλά ήταν κρυμμένα πολλά κιλά εκρηκτικά στον πάτο της βαρκούλας. Όταν ακούμπησαν και το ανατίναξαν, σκοτώθηκαν ακαριαία τριάντα ναύτες που ήταν εκεί κοντά. Η τρύπα τεράστια, πνίγηκαν κι άλλοι δώδεκα σχεδόν αμέσως όπως ξώκυλε το σκαρί. Ο πατέρας μου πέθανε λίγο αργότερα. Μια μικρή βάρκα που αυτοκτόνησε εκεί που δεν την περίμενε κανείς. Αυτό που δεν έδωσαν σημασία και αποδείχθηκε τελικά μεγάλο πρόβλημα.
Η βροχή έπεφτε σεντόνι, έτριζε η οροφή κάθε τόσο. Το νερό έβρισκε δρόμο σε κάθε ρωγμή, μέσα στα θεμέλια των σπιτιών να τα φάει. Αυτή κοιτούσε από το παράθυρο σα να ήταν η εποχή του Νώε, σα να άλλαζαν μέγεθος τα οικόπεδα από την πλημμύρα. Αν έπεφτε δέντρο, κοβόταν το ρεύμα, αν αγαπημένα ζευγάρια χώριζαν από την ένταση, αυτή δεν θα κουνιόταν παρά μόνο για να τον κοιτάξει στα ίσια όπως τώρα. Αφοβα έκατσε το βλέμμα της πάνω του και εξίσου άφοβα το δέχτηκε αυτός.
“Να σου δώσω το τηλέφωνο μου;”
Έκανε ότι σημείωνε το νούμερο που του έλεγε. Το ήξερε βέβαια ήδη, το είχε βρει όπως και την διεύθυνσή της από την πινακίδα του αυτοκινήτου. Σηκώθηκε και κοντοστάθηκε στην πόρτα.
Δεν φιλήθηκαν. Θα ήταν ένα βήμα πίσω μετά από όλα όσα είχαν εκμυστηρευθεί. Δεν φιλήθηκαν. Άλλος το λέει ενήλικη σχέση αυτή, χωρίς βιασύνες και χωρίς θεατρινισμούς. Άλλος το λέει κούραση ζωής, άλλος αυτογνωσία. Δεν φιλήθηκαν. Αν και θα μπορούσαν.
O Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι διάσημος ΜεξικανοΠόντιος συγγραφέας που έχει γράψει και τσελεμεντέ με συνταγές που βάζεις μωρά σε σελοφάν στο ψυγείο και τα μαρινάρεις.