Λίγα πράγματα ήξερα για το Δέλτα του Νέστου από μια διάλεξη ενός μουστακαλή Γερμανού στο Ινστιτούτο Γκαίτε. Θυμάμαι κάτι εικόνες που έμοιαζε σαν ζούγκλα. Βλέποντας όμως εδώ τα ατελείωτα χωράφια απ’όλες τις πλευρές άρχισα να αναρωτιέμαι γιατί δεν έμεινε στην χώρα του ο Γερμανός. Αποκαρδιωτικά ευθεία η χάραξη του δρόμου. Θαμπό φως μέσα από τα σύννεφα. Κρύο αεράκι. Περπατώ γρήγορα μέσα στην ησυχία, το αδιάβροχο παντελόνι μου δίνει τον ρυθμό.
.
Όταν στις αμερικάνικες road movie ο φακός κάθεται ακούνητος σε ένα πλάνο για δέκα λεπτά δεν είναι μόνο γιατί ο σκηνοθέτης καπνίζει χόρτα σαν αυτά από την ζούγκλα του Γερμανού βιολόγου. Η χωροχρονική ασάφεια είναι το κύριο χαρακτηριστικό του τοπίου. Για να τονίσουν την κινηματογραφική αίσθηση, περνούν από το αντίθετο ρεύμα σχεδόν απανωτά δυο αυτοκίνητα. Αυξανόμενος ήχος, σύντομος θόρυβος και το απαλό σβήσιμο του ήχου της μηχανής καθώς χάνεται κάπου στο βάθος της ευθείας. Διπλά πιο έντονη τώρα η σιωπή. Ο σκηνοθέτης αφήνει άλλα δέκα λεπτά την κάμερα εκεί. Του είχε βγει φαίνεται κάπως παχύ το στριφτό και βαριόταν να το ξαναφτιάξει. Που ξέρεις, εδώ ο Αγγελόπουλος βγάζει έτσι το ψωμί του.
.
Εδώ όμως δεν είναι Τέξας, είναι Θράκη. Δεν έχω μουσική υπόκρουση με slideκιθάρα και δεν με ενδιαφέρει τι καπνό φουμάρει ο σκηνοθέτης, ούτε ο Χανς ο μουστακαλής. Περπατώ γρήγορα και αποφασιστικά απολαμβάνοντας με τον δικό μου τρόπο το κορμί μου και την απεραντοσύνη. Ελπίζω να αντέχουν τα στρατιωτικά άρβυλα σε πραγματική πορεία. Σκέφτομαι χίλια δυο άλλα, κοιτάω τον χάρτη, ξανασκέφτομαι…πολύ ευθεία αυτός ο δρόμος… Η φωνή στης σκέψης μου αρχίζει να παραδυναμώνει. Μπροστά ευθεία, πίσω ευθεία. Αριστερά και δεξία τελείως επίπεδα όλα. Ήρθε ώρα να γίνει κάτι στην ταινία επιτέλους. Ξανακοιτάω πίσω μου. Ευθεία, επίπεδη, άδεια και ήσυχη. Ισιώνω το σακίδιο και αναρωτιέμαι αν πρέπει να βγάλω το αδιάβροχο παντελόνι. Μου έφερε πολύ γούρι στο ωτοστόπ ως τώρα. Τώρα όμως ιδρώνω. Γούρι, τι δεισιδαιμονίες είναι αυτές; Πάνω που προσπαθώ να επιβάλλω την λογική ακούω κάτι. Αυτοκίνητο! Μα τα χίλια μόρια PVC της τυχερής μου βράκας, σταμάτα ρε!
.
Αρχίζω να αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν φορέσω και προφυλακτικό.
.
Ο τύπος ήταν νέος, φιλικός, γρήγορος οδηγός και από το μεγαλύτερο χωριό της περιοχής. Άλλο ένα ωτοστόπ και έφτασα. Απίστευτος χρόνος. Δικό μου αυτοκίνητο να είχα δεν θα ερχόμουν τόσο γρήγορα.«Να προσέχεις τους Τούρκους» με συμβούλεψε σοβαρά.«Τι να προσέχω; Σάμπως παίρνουν ποτέ ωτοστόπ;» χαριτολόγησα προσπαθώντας να δώσω έναν πιο ήπιο τόνο στις εθνικιστικές τάσεις. Άλλαξα το θέμα και τον ξεζούμισα από πληροφορίες για την περιοχή προσπαθώντας να στερεοποιήσω στο υγρό ζελέ του μυαλού μου κάποιο σχέδιο. Ίσως ατυχής παρομοίωση αλλά τουλάχιστον μου έκοψε κάπως την όρεξη. Το πρωϊνό το έχασα ως σκοπός. Είχα απλώς φάει κάτι μπαγιάτικα κρουασάν από τις προμήθειες στον φοριαμό μου.
.
Μπήκαμε στον Εύλαλο, χωριό μακρύ, πλατύ και απλωμένο. Με γίδια, πρόβατα, αγελάδες και κότες να περιφέρονται παντού αμέριμνα σιμοχνωτίζοντας με τους ανθρώπους. Στάνες και σπίτια, χώμα και άσφαλτος, όλα μπλέκονται εδώ. Δίπλα σε μια πόρτα παραταγμένα σαντάλια, παπούτσια, καουμπόυκες μπότες και μια σέλα και ηνία. Φαντάστηκα για μια στιγμή σε ένα φτωχικό δωμάτιο να κοιμούνται ένας ηλικιωμένος κύριος, η γυναίκα του, ένας μοντέρνος γιός και το άλογο. Όλα μαζί. Στον κεντρικό δρόμο διάφοροι, κυρίως Μουσουλμάνοι, που δεν πήγαιναν Κυριακάτικα ούτε εκκλησία, ούτε στο καρναβάλι της Ξάνθης. Με περιεπεξεργάζονταν από μακριά. Συνηθισμένος σε τέτοια χωριά, συνέχισα αμέριμνος με το φουσκωμένο σακίδιο και το αδιάβροχο παντελόνι μου. Είχα αρχίσει να ιδρώνω τώρα πια πολύ αλλά προσέφερα στους ντόπιους ένα μίνι καρναβάλι μόνος μου. Τον Χριστό, αν θέλουν, ας τον βρούνε μόνοι τους.
.
«ΜΗΝ ΠΕΤΑΤΑΙ ΣΚΟΥΠΙΔΙΑ – εκ της αστυνομίας». Εκτός από ανορθόγραφα, τα τοπικά όργανα της τάξης πρέπει να ήταν και οι μόνοι κάτοικοι της περιοχής που δεν άφηναν τα σκουπίδια τους κάτω από αυτή την πινακίδα. Είχε σχεδόν χαθεί κάτω από τον όγκο σκουπιδιών. Ρώτησα ευγενικά για τον φούρνο, αλλά η γριούλα μου απάντησε προσεκτικά, κοφτά και αρνητικά. Βρήκα το καφενείο. Οι δυο γέροι απέξω είχαν πολύ όρεξη για κουβέντα. Αλλά μεταξύ τους. Και στα Τούρκικα.«Τι μου σούρνετε βρε;» είπα γελώντας δυνατά και κοιτώντας παιχνιδιάρικα στα ολοζώντανα μάτια τους. Πολύ Καζαντζάκη διάβασα τελευταία στην σκοπιά μου φαίνεται και υπό την επιρροή του τοπίου μεταφέρθηκα στο μυαλό μου στην Λυκόβρυση και την Τουρκοκρατία. Τον ξάφνιασα τον γεράκο με την ευθύτητά μου και άργησε να βρει την μασέλα που του είχε πέσει από την τρομάρα για να απαντήσει. «Εμ….αμ…από που είσαι λέγαμε απλώς.» «Αθήνα, Αθήνα» απάντησα αλλά πριν προλάβω να προσθέσω έναν καλό λόγο για τον τόπο τους είχε γυρίσει στον άλλον για να συνεχίσουν το κουστομπολιό με βάση το νέο υλικό που τους προσέφερα.
«Μην τους λες πολλά αυτωνών» επενέβει ο κύρης του μαγαζιού. «Τα σημειώνουν ξέρεις αυτά.» Με κοίταξε με πολύ νόημα. «Ποιός μπαίνει, ποιός βγαίνει…» Μισόκλεισα τα μάτια μου σα να καταλάβαινα τέλεια πως λειτουργούσαν οι κεφαλές της οθωμανικής αντικατασκοπείας που έκαναν πιο πέρα τους ανύποπτους μεταμφιεσμένοι σαν άκακοι ηλικιωμένοι. «Ναι, ναι…περίεργα πράγματα γίνονται εδώ…».«Μήπως έχετε ψωμί;» Ελπίζω να μην πέρασε την ερώτησή μου για κάποιο κωδικό σύνθημα. «Σου αρέσει το χωριάτικο;» μου αποκρίθηκε. Έχει γούστο να αρχίσω διπλωματικό επεισόδιο. Ας απαντήσω στα ίσα και ότι βγει.«Ναι, πολύ.» Φαντάστηκα τον υπερσύγχρονο αμυντικό μηχανισμό της Ελλάδας να μπαίνει σε άμεση λειτουργία. «Ο σύνδεσμος στον Εύλαλο έκανε επαφή – ετοιμάστε τους πυραύλους!»
«Γιουυυυυύρα!» βροντοφώναξε ο καφετζής. Επιχείρηση Γιούρα; Κωδικός Γιούρα; Έβλεπα τον τίτλο του βιβλίου: «Γιούρα: η επιχείρηση που άλλαξε την Μεσόγειο». Γιούρα οπλικά συστήματα; Γιούρα πυρηνική κεφαλή;
.
Γιούρα η γυναίκα του. Με ένα τεράστιο καρβέλι μαύρο ψωμί στο χέρι. Ήταν τόσο όμορφη χειρονομία αλλά και τόσο αυθόρμητη. Το πιο φυσικό και πανάρχαιο πράγμα στο κόσμο. Μου προσφέρει το ψωμί. Σαν να μην υπάρχουν στον κόσμο άνθρωποι που δεν δίνουν στον συνάνθρωπο απλόχερα.«Τόσο καλά είναι;» Είχε βάλει τη μαχαίρα του στους τρεις πόντους καρβέλι. «Ουυ..μια χαρά!».Βγήκα από το χωριό με το φονικό ψωμί των 30 χιλιοστών για το πυροβολικό, φέτα 200 γραμμαρίων για βιοχημικό πόλεμο και ένα χαμόγελο που θα έκανε το Σιδηρούν παραπέτασμα να μοιάζει με σχοινένιο κουρτινάκι με πολύχρωμες χάντρες σαν αυτές που είχαν στις πόρτες τους οι Μουσουλμάνοι. Με κάτι τέτοια παίρνω θάρρος και θυμάμαι τον ήλιο όταν η μέρα είναι βαριά συννεφιασμένη. Σαν να θέλει το τοπίο να μου τονίσει τέτοιες σκέψεις και από μια τρύπα στα σύννεφα φεγγοβολάει μπροστά μου η διασταύρωση. Αγνοώ τα αυτοκίνητα που περνούν μέχρι να στρίψω. Θαυμάζω το μονοτάξιο δημοτικό. Έφτασα κιόλας. Μέχρι να αναρωτηθώ πόσοι μπορεί να πηγαίνουν Κυριακάτικα στην Κεντητή είχε ήδη σταματήσει το πρώτο.
.
Με ένα σάλτο μπήκα στην καρότσα. Το ημιγορτηφό είναι από τα πιο ευχάριστα ωτοστόπ. Η Κεντητή ήταν μόνο τρία χιλιόμετρα απόσταση. Με άλλο ένα σάλτο κατέβηκα. Θα μπορούσε κάποιος να υπολογίσει την μέση ωριαία ταχύτητα του οχήματος από το μέγεθος των σταλακτιτών στο πρόσωπό μου. Προσπάθησα να αποσυνδέσω τα παγωμένα δόντια μου για να ευχαριστήσω τον οδηγό. Το ημιφορτηγό είναι από τα πιο ευχάριστα ωτοστόπ. Αλλά το καλοκαίρι.
.
Ξεκόλλησαν τα δόντια μου και τους ευχαρίστησα. Έλιωσαν και οι ενωμένες από το κρύο βλεφαρίδες μου και είδα ένα μικρότερα χωριό με ζώα, λάσπη και παραταγμένα παπούτσια. Έλειπε η πινακίδα εκ της αστυνομίας για να μαζεύουν οι άνθρωποι σε ένα σημείο τα σκουπίδια τους όμως και τα είχαν απλώσει παντού για να ξεραίνονται. Έλιωσαν και οι κλειδώσεις μου και άνοιξα το βήμα. Η πυξίδα δεν είχε επηρεαστεί από το ωτοστόπ και ακολούθησα τις οδηγίες της. Γιατί όμως ο βορράς έδειχνε καταπάνω μου; Από ένα διαλυμένο βενζινάδικο φώναζαν κάτι ντόπιοι. Έκανα την πάπια. Ήρθα τόσο γρήγορα ως εδώ και με είχε πιάσει μανία να δω επιτέλους τον Νέστο. Ξανασφύριξαν. Παρά τις πολλές άλλες πάπιες, χήνες και κότες στην περιοχή δεν μπόρεσα να τους ξεγελάσω. Θα’ναι το σακίδιο.
.
Τους πλησίασα ικανοποιώντας με την μία τις ερωτήσεις που εκ πείρας είχα προβλέψει ότι θα ρωτούσαν τον κατάσκοπο που ήρθε από το κρύο. Για τον Νέστο μου έδειξαν ως κατεύθυνση ένα άνοιγμα λίγο πριν από πολλά σπίτια. Πέρασα τον δρόμο με τα μάτια όλων καρφωμένα πάνω μου. Παρά την σιγουριά στο βήμα μου παίξαμε κάτι που ίσως γίνει κάποτε τηλεπαιχνίδι καθώς όλοι φώναζαν οδηγίες για πιο από τα δεκαπέντε σπίτια να κατευθυνθώ. «Αριστερά, αριστερά! Όχι! Δεξιά, αριστερά…εκεί, όχι…πιο πάνω…ναι, δεξιά! Δεξιά! Την κουρτίνα! Τον φάκελο!»
.
Άφησα το χωριό και τα παραδοσιακά αγροτικά παιχνίδια. Επιτέλους αρχίζω.Ησυχία παντού.
.
Και ευθεία.