Δενδροκομία είναι ο κλάδος της φυτικής παραγωγής ο οποίος ασχολείται με την καλλιέργεια δέντρων και θάμνων που παράγουν καρπούς για να καταναλωθούν από τον άνθρωπο ως νωπά ή μεταποιημένα τρόφιμα.
Η άσκηση της δενδροκομικής τέχνης δεν είχε τη σημερινή της μορφή σε όλη τη μακραίωνη ιστορική διαδρομή. Διαμορφώθηκε σταδιακά και ανάλογα με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Στην παλαιολιθική εποχή η άσκηση της δενδροκομίας, όπως και της γεωργίας γενικότερα, ήταν ανύπαρκτη και οι άνθρωποι εξασφάλιζαν τη διατροφή τους με το ολοήμερο κυνήγι αγρίων ζώων και τη συλλογή καρπών από διάφορα φυτικά είδη. Η διαδικασία αυτή ήταν χρονοβόρα και επιπλέον απαιτούσε την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας ανθρώπινης ενέργειας. Η εποχή αυτή του κυνηγιού και της συλλογής των καρπών (τροφοσυλλεκτική), υπήρξε η πλέον μακρά στην ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης.
Κατά τη νεολιθική εποχή (περίπου 7.000 – 10.000 χρόνια πριν από σήμερα), όταν ο άνθρωπος που μέχρι τότε ήταν “πλάνης” έγινε “κοινωνικό όν” και δημιούργησε τις πρώτες αστικές κοινωνίες, άρχισε η παραγωγή τροφίμων από υποτυπώδεις αρχικά καλλιέργειες εδώδιμων φυτών, καθώς και από την εκτροφή κατοικίδιων ζώων. Αν και κατά τους επόμενους αιώνες σημειώθηκε αρκετή πρόοδος στην καλλιέργεια ετήσιων φυτών (π.χ. δημητριακών και λαχανικών), κυρίως με τη φυσική επιλογή, δηλαδή την αναπαραγωγή των καλύτερων φυτών στα πλαίσια του ίδιου είδους, καθώς και με την ανακάλυψη νέων εδώδιμων φυτικών ειδών, η ανάπτυξη της δενδροκομικής τέχνης επιτεύχθηκε πολύ αργότερα.
Από παραστάσεις αγγείων, ευρήματα ανασκαφών και άλλες πηγές συμπεραίνουμε ότι μερικά δενδρώδη είδη (όπως η συκιά, η χουρμαδιά, η μπανανιά, η ελιά) καλλιεργούνταν από το 3.000 π.Χ. στη Μεσοποταμία (κοιλάδες του Τίγρη και του Ευφράτη ποταμού) και στην Αίγυπτο (κοιλάδα του Νείλου ποταμού). Επίσης, αναφορές που υπάρχουν στα Ομηρικά έπη ή άλλα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι η συστηματική δενδροκομία (σύμφωνα με τα κριτήρια εκείνων των χρόνων) ασκούνταν ήδη πριν από τον 5ο αιώνα π.Χ. στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για την άσκηση της γεωργίας και της δενδροκομίας αντλούμε από τον Ησίοδο, τον Ξενοφώντα, το Θεόφραστο, τον Αριστοτέλη και από άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Ειδικότερα, τα έργα του Θεόφραστου (370 – 285 π.Χ.) “Περί φυτών ιατορίαι” και “Περί φυτών αιτίαι”, επηρέασαν σημαντικά τις αντιλήψεις των ανθρώπων για τα φυτά μέχρι και το 17ο αιώνα μ.Χ. Για την άσκηση της δενδροκομικής τέχνης κατά τους ελληνιστικούς χρόνους μαρτυρίες υπάρχουν στα έργα του Άτταλου Γ’ (171 – 133 π.Χ.), του Μιθριδάτη (132 – 63 π.Χ.) και του Δαμάσκιου.
Οι δενδροκομικές πρακτικές βελτιώθηκαν κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Πληροφορίες σχετικές με τη λίπανση, τον ενοφθαλμισμό, τον εγκεντρισμό των δέντρων και την αποθήκευση των φρούτων κατά τη Ρωμαϊκή εποχή περιέχονται στα συγγράμματα: “Η Γεωργία” του Κάτωνα (234 – 149 π.Χ.), “Τα Αγροτικά” του Καλουμέλλα (άκμασε περί το 50 μ.Χ.), “Τα Γεωργικά” του Βιργιλίου (70 – 19 π.Χ.), η “Φυσική Ιστορία” του Πλίνιου του Πρεσβύτερου (23 – 79 μ.Χ.) και “Ε- πιστολαί” του Πλίνιου του Νεώτερου (62 – 116 μ.Χ.).
Το ενδιαφέρον για την άσκηση της επιχειρηματικής δενδροκομίας και εκτός μοναστηριών εκδηλώθηκε κατά την εποχή της Αναγέννησης, αρχικά στην Ιταλία και αργότερα στη Γαλλία και την Αγγλία. Αιτία γι’ αυτό στάθηκε η υποχώρηση της φεουδαρχίας αφενός και η ανάπτυξη του εμπορίου αφετέρου. ισχυρό εργαλείο για τον εκσυγχρονισμό της δενδροκομικής πρακτικής κατά την περίοδο αυτή αποτέλεσε η συστηματική κωδικοποίηση των μέχρι τότε πληροφοριών και η αξιοποίηση της νέας γνώσης που προερχόταν από την παρατήρηση και τον πειραματισμό. Τα συμπεράσματα της βασικής μελέτης για την ανατομία και τη μορφολογία του φυτού που διατυπώθηκαν από το Μαρτσέλο Μαλπίγκι (1628 – 1694) και τον Γκριού (1641 – 1712 ) και η ανακάλυψη από το Ροβέρτο Χουκ (1635 – 1703) ότι το κύτταρο είναι η βασική μονάδα ζωής στα φυτά, ξαναζωντάνεψαν το ενδιαφέρον των επιστημόνων για τη βοτανική και τη ζωολογία. Επίσης, η ανακάλυψη από το Ροδόλφο Καμεράριο (1665 – 1721) της ύπαρξης θηλυκών και αρσενικών γαμετών στα φυτά, τα αποτελέσματα των πειραμάτων υβριδισμού από τον Καιλρετέ (1733 – 1806), οι πρώτες ερευνητικές εργασίες στη φυσιολογία των φυτών από τους Χωλ (1677 – 1761) και Πρίστλυ (1733 – 1804) και το δύο ονομάτων (γένος-είδος) σύστημα κατάταξης των φυτών από το Λινναίο (1700 – 1778) αποτέλεσαν τις αρχικές βάσεις για την επιστημονική υποστήριξη της δενδροκομίας.
Σταθμό στην εξέλιξη της δενδροκομίας (όπως και των άλλων γεωπονικών επιστημών) υπήρξε η δημοσίευση, το 1859, από τον Κάρολο Δαρβίνο (1809 – 1882) του έργου του “Περί γενέσεως των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής”. Στο βιβλίο του αυτό υποστήριξε ότι στον αγώνα για τη ζωή επιβιώνουν, μέσω της φυσικής επιλογής, μόνο τα άτομα και τα είδη εκείνα που μπορούν να προσαρμόζονται οτο περιβάλλον, όπως αυτό κάθε φορά διαμορφώνεται και ότι τα ζώντα είδη δεν είναι αμετάβλητα αλλά εξελίσσονται ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Ο Δαρβίνος, επίσης, για πρώτη φορά χρησιμοποίησε τους όρους “γεωτροπισμός” (κίνηση των φυτικών μερών κατά τη φορά της βαρύτητας) και “φωτοτροπισμός” (κίνηση των φυτικών μερών προς την πηγή του φωτός). Σημαντικές για τη δενδροκομία ήταν επίσης και οι επαναστατικές ανακαλύψεις του πατέρα της Γενετικής Γκρεγκόρ Μέντελ (1822 – 1884), που σχετίζονται με την κληρονομικότητα και αποτέλεσαν τη βάση για τη βελτίωση του γενετικού υλικού όλων των οπωροφόρων δέντρων.
Ο 20°ς αιώνας, εκτός από τη ραγδαία εξέλιξη των θετικών επιστημών, χαρακτηρίζεται από την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας, η οποία οδήγησε σε μια σειρά από επαναστάσεις: βιομηχανική επανάσταση, πράσινη επανάσταση, επανάσταση της πληροφορικής και βιοτεχνολογική επανάσταση. Όλες αυτές οι επαναστάσεις, είτε χωριστά είτε σε συνδυασμό, είχαν σημαντικότατη επίδραση στην εξέλιξη της δενδροκομίας στη διάρκεια του αιώνα που μόλις ολοκληρώθηκε. Έτσι, η βελτίωση του γενετικού υλικού των φυτών, τα χημικά λιπάσματα, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (μυκητοκτόνα, εντομοκτόνα, ακαρεοκτόνα, νηματοδοκτόνα, ζιζανιοκτόνα κ.λπ.), οι ρυθμιστικές ουσίες της ανάπτυξης του φυτού, η χρήση διαφόρων μορφών ενέργειας στα θερμοκήπια, η εκμηχάνιση των εργασιών στα δενδροκομεία και στα φυτώρια, η εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην εφαρμογή των αρδεύσεων και η εφαρμογή της βιοτεχνολογίας στην παραγωγή του πολλαπλασιαστικού υλικού των καρποφόρων δέντρων αύξησαν σημαντικά τις αποδόσεις, μειώνοντας ταυτόχρονα δραστικά την απαιτούμενη ανθρώπινη εργασία στη διαδικασία παραγωγής των προϊόντων.
Η ανάπτυξη της τεχνολογίας συντήρησης, μεταποίησης και διακίνησης των γεωργικών προϊόντων, η οποία σημειώθηκε τα 50 τελευταία χρόνια, συνέβαλε αποφασιστικά στην αξιοποίηση και κατανάλωση των προϊόντων των καρποφόρων δέντρων κατά τη διάρκεια ολόκληρου σχεδόν του έτους, συντελώντας έτσι στη σταθεροποίηση των τιμών και την απολαβή υψηλότερου εισοδήματος από τους παραγωγούς.
Είναι γνωστό ότι η αλόγιστη, τις περισσότερες φορές, χρήση λιπασμάτων, φυτοπροστατευτι- κών προϊόντων και φυτοορμονών και η ανεύθυνη ανθρώπινη παρέμβαση στο αγροτικά οικοσυστήματα είχαν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας στη φύση, με καταστροφικές συνέπειες τόσο για τον άνθρωπο όσο και τις γεωργικές επιχειρήσεις Επομένως, πρωταρχικός στόχος της δενδροκομίας σήμερα πρέπει να είναι η παραγωγή προϊόντων με παράλληλο σεβασμό προς το περιβάλλον. Πρέπει, συνεπώς, να δοθεί προτεραιότητα στη βιολογική ή ολοκληρωμένη φυτοπροστασία των οπωρώνων, στη μείωση των χρησιμοποιουμένων χημικών λιπασμάτων και στην αντικατάσταση τους με οργανικά λιπάσματα, στη μείωση ή την αποφυγή χρήσης φυτοορμονικών σκευασμάτων και στην εφαρμογή καλλιεργητικών τεχνικών που θα προστατεύουν τα ίδια τα εδάφη ή την ποιότητα τους.