Σιωπή. Μια βίαιη, ασήκωτη, και επίπονη σιωπή – αυτή αιωρείται βαριά στον αέρα και πέφτει απάνω στις ωμοπλάτες μου. Στα χέρια μου κρατάω βότσαλα και σιγά-σιγά τα ρίχνω στον βυθό. Κάποια χοροπηδούν και αναπηδούν από την λεία, σχεδόν γυάλινη, σχεδόν ατσαλάκωτη επιφάνεια της θάλασσας. Το χέρι μου κινείται αργά πίσω και μετά σταθερά μπρος και το βότσαλο φεύγει και στρίβει και γίνεται κομήτης – γίνεται ένα φωτεινό, πρασινοκίτρινο πεφταστέρι – και το καταπίνει το μαύρο του ουρανού και το μαύρο της θάλασσας. Δεν έχει ευχές απόψε, για κανέναν. Έτσι φαίνεται. Και δεν είμαι αρκετά θρήσκος για μια προσευχή. Αντί αυτού, πετάω πέτρες στον βυθό και τις ακούω πως βυθίζονται, και χάνονται.
Θα ήθελα τόσο πολύ να μου απαντούσε μια φωνή.
Να την ακούσω, έστω για λίγο, να βγαίνει απ’ τον βυθό και να μου μιλάει από μακριά και εγώ να ακούω με όλη μου την προσοχή την κάθε της λέξη. Ρίχνω άλλη μια πέτρα μπας και διώξω μαζί της και την σκέψη μου, αλλά οι σκέψεις δεν πετιούνται με την ίδια ευκολία. Αλλά βυθίζονται, όμως, με την ίδια ευκολία – βυθίζονται, βουλιάζουν, και πέφτουν σιγά-σιγά στο βαθύ μαύρο της θάλασσας, της ψυχής μας, και ακουμπάνε στον πάτο.
Κάποτε ήμουν ναύτης. Ταξίδευα μακριά σε πελάγη ξένα κάτω από γαλάζιους ουρανούς και διέσχιζα τα σύνορα και τις ακτές. Και άντεχα, και ζητούσα, και ποθούσα, την καταιγίδα. Εκεί που άλλοι Οδυσσέοι δενόντουσαν ολόκληροι στο κατάρτι εγώ γλιστρούσα, και έπεφτα, και άφηνα την καταιγίδα να με τινάξει αριστερά-δεξιά απάνω στα σανίδια. Να προσπαθεί με όλη της την δύναμη να με πνίξει και εγώ να γελώ κάτω από τις βροχές και να αρπάζω τα σκοινιά, και να φωνάζω:
— Τι θέλεις; Να σε φοβηθώ, και να κρυφτώ, επειδή πνίγηκαν πεντέξι!;
Ίσως ακόμα ταξιδεύω.
Με σκοτώνει αυτή η σιωπή. Πιο πολύ κι απ’ τα τσιγάρα, και πιο αργά, και πιο βασανιστικά. Δεν κινείτε ο νυχτερινός αέρας γύρω μου, δεν πετάνε οι γλάροι ψηλά, και η θάλασσα έχει πάψει να φιλά την ακτή. Ασφυκτιώ στον ανοικτό αέρα. Το νερό όμως με ηρεμεί, με ηρεμεί όπως με ηρεμεί και το σκοτάδι γιατί έτσι, ξανά, βλέπω τα αστέρια. Και είναι πολλά και πανέμορφα. Ξέρεις, είναι η πιο παλιά ιστορία που έχει υποθεί ποτέ, αυτή η μάχη μεταξύ του φωτός και το σκοτάδι. Δυο αιώνιοι αντίπαλοι, δυο μόνιμοι εραστές, δυο μέρη ενός συνόλου που δεν γίνεται να υπάρξει το ένα αν δεν υπάρξει και το άλλο. Το σκοτάδι χωρίς το φως – η απελπισία χωρίς την ελπίδα. Είναι κομμάτι το ένα του άλλου – όπως η καταιγίδα και η σιωπή.
Βγάζω τα παπούτσια, και νιώθω το κρύο νερό να γλύφει τρυφερά τους αστραγάλους μου.
Μου έλειψε η θάλασσα. Μου έλειψες κι εσύ.
Δεν φοβάμαι την θάλασσα, τον σκοτεινό βυθό. Κι ας μου μέλλει να πεθάνω, κι ας μου μέλλει να πνιγώ.