Μέρος ΙΙI, Επεισόδια Υπερφαγίας και Συναισθηματική Πείνα
Η τρίτη και τελευταία μορφή σοβαρής διαταραχής στην πρόσληψη της τροφής είναι τα επεισόδια υπερφαγίας, ή «καταναγκαστική υπερφαγία» (binge-eating disorder).
Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι το άτομο καταναλώνει πολύ μεγάλες ποσότητες διάφορων τροφών, συνήθως πλούσιων σε λιπαρά και / ή ζάχαρη, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα (1 -2 ώρες), νιώθοντας ταυτόχρονα εκτός ελέγχου και πλήρη αδυναμία να σταματήσει να τρώει.
Τα επεισόδια μπορεί να επανέρχονται μία φορά την εβδομάδα, ή μπορεί να σημειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Παρά τα πολλά κοινά γνωρίσματα που φέρει η καταναγκαστική υπερφαγία με την ψυχογενή βουλιμία, η πυρηνική τους διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τα επεισόδια υπερφαγίας δεν συνοδεύονται από «αντισταθμιστικές» συμπεριφορές, όπως εμετός ή χρήση καθαρτικών.
Για τον εξωτερικό παρατηρητή ίσως είναι δύσκολη η διάκριση ανάμεσα στο περιστασιακό επεισόδιο υπερφαγίας, την συναισθηματική πείνα και την καταναγκαστική υπερφαγία. Άλλωστε, πολλοί άνθρωποι τρώνε κάποιες φορές μεγάλες ποσότητες φαγητού, ή επιζητούν διακαώς ένα συγκεκριμένο γλυκό που «λαχτάρισαν», ή απλούστατα, χωρίς να πεινάνε ανοίγουν το ψυγείο για να φάνε.
Στην καταναγκαστική υπερφαγία, συναισθήματα και συμπεριφορές αυτού του είδους συνυπάρχουν σε ακραίο βαθμό. Κατ’ αρχάς, υπάρχει μυστικότητα, αφού το άτομο τρώει συνήθως κρυφά από τους άλλους, νιώθοντας ντροπή για τις ποσότητες που καταναλώνει. Το άτομο ασχολείται και εδώ σε μεγάλο βαθμό με το βάρος και την εικόνα του σώματός του, διατηρώντας ως επί το πλείστον αρνητικά συναισθήματα για τα κιλά του και το σώμα του.
Επιπλέον, τα επεισόδια υπερφαγίας σημειώνονται συνήθως σε στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης: η απογοήτευση, ο θυμός, μία στενοχώρια, το έντονο άγχος, ενοχές, η έλλειψη αυτό-εκτίμησης, κλπ, οδηγούν το άτομο σε μία κατάσταση όπου «τρώει τα συναισθήματά του» αντί να τους επιτρέψει να εκφραστούν ανοιχτά.
Τα επεισόδια υπερφαγίας δεν είναι στιγμιότυπα απόλαυσης για το άτομο. Την ίδια στιγμή που τρώει ανεξέλεγκτα, νιώθει ντροπή για την αδυναμία του να σταματήσει. Και μόλις τελειώσει το επεισόδιο, οι τύψεις, η ντροπή και η αποστροφή για αυτό που έκανε επανεμφανίζονται, συντηρώντας και διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο αυτής της διαταραγμένης, συναισθηματικής σχέσης με το φαγητό.
Παρ’ ότι φαινομενικά η καταναγκαστική υπερφαγία δεν θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή του ατόμου (όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην ψυχογενή ανορεξία), τα προβλήματα που προκαλεί στην υγεία του πάσχοντα είναι πολύ σοβαρά και είναι αυτά που συνδέονται άμεσα με την παχυσαρκία.
Εξάλλου, οι περισσότεροι άνθρωποι με προβλήματα επεισοδιακής υπερφαγίας είναι και παχύσαρκοι ή υπέρβαροι.
Μεταξύ των οργανικών και ψυχολογικών προβλημάτων που συνδέονται με την καταναγκαστική υπερφαγία και την παχυσαρκία είναι ο διαβήτης, η υπέρταση, τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα, καρδιοπάθεια, κατάθλιψη και, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτοκτονικός ιδεασμός.
Δυστυχώς, επειδή στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν πλήττεται άμεσα η ποιότητα της ζωής και η λειτουργικότητα του ατόμου στην καθημερινότητά του, σπανίως ζητείται βοήθεια για την επίλυση του προβλήματος. Μόνο όταν αποδιοργανωθεί πλήρως η ζωή του και το άτομο συνειδητοποιήσει πως η υπερφαγία αποτελεί πλέον το κυρίαρχο μοτίβο διατροφής στην καθημερινότητά του, θα αναζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού.
Μελετώντας προσεκτικά τα επεισόδια υπερφαγίας, καταλήγουμε αναπόφευκτα στο μεγάλο θέμα της συναισθηματικής πείνας. Σε αντίθεση με την βιολογική πείνα, η συναισθηματική πείνα είναι μία ισχυρή παρόρμηση (ή λαχτάρα) για πολύ συγκεκριμένες τροφές (πλούσιες σε λιπαρά ή / και ζάχαρη, ή αυτό που στα αγγλικά ονομάζουμε comfort foods), που προκύπτει ξαφνικά και μας κάνει να τρώμε μηχανικά και απερίσκεπτα, χωρίς να συνειδητοποιούμε το πόσο έχουμε τελικά φάει.
Ενώ η βιολογική πείνα ξεκινάει από το στομάχι, επέρχεται σταδιακά και μπορεί να ικανοποιηθεί και με ένα μήλο, η συναισθηματική πείνα δεν συνοδεύεται από αίσθημα κορεσμού, ενώ ταυτόχρονα μας κάνει να νιώθουμε ενοχές και ντροπή, επειδή κατά βάθος γνωρίζουμε ότι με τις τροφές που μόλις καταναλώσαμε δεν κάνουμε καλό στο σώμα μας.
Φυσικά όλοι μας έχουμε κατά καιρούς ενδώσει λίγο- πολύ στην συναισθηματική πείνα μας.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως, ως παιδιά, μεγαλώνουμε με επιβραβεύσεις και μέσα παρηγοριάς που σχετίζονται με το φαγητό: η πρώτη τροφή του ανθρώπου, που έρχεται να κατευνάσει την πρωταρχική αιτία δυσφορίας του ως νεογέννητου, είναι η γλυκιά γεύση του μητρικού γάλακτος. Και μέχρι τους τέσσερις περίπου πρώτους μήνες της ζωής μας, προτιμούμε τη γλυκιά του γεύση από το σκέτο νερό. Από τότε και για το υπόλοιπο της ζωής μας η σοκολάτα, η κρέμα βανίλια, ένα «απαγορευμένο» σνακ, ένα καλομαγειρεμένο φαγητό, ένα περιποιημένο γλυκό ή και ένα ολόκληρο τραπέζι γεμάτο λιχουδιές, αποτελούν μορφές επιβράβευσης και αναγνώρισης μίας προσπάθειάς μας, συνοδεύουν τα γενέθλια και τις γιορτές μας και είναι κυρίαρχες μορφές περιποίησης και εκδήλωσης της αγάπης μας για τους καλεσμένους μας, που χρησιμοποιούνται για να τους δείξουμε πόσο ενδιαφερόμαστε και νοιαζόμαστε για αυτούς.
Οπωσδήποτε το να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσον παρηγοριάς και μείωσης της συναισθηματικής μας έντασης έχει ένα -βραχύβιο και πλασματικό- αποτέλεσμα, αφού καταφέρνουμε να μειώσουμε την ένταση και να νιώσουμε μία συναισθηματική ανακούφιση. Αυτό όμως είναι ταυτόχρονα και το μεγάλο πρόβλημα. Διότι, διαμέσου της επανάληψης, μαθαίνουμε να «τρώμε» τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας, αντί να τα εκφράζουμε και να τα επεξεργαζόμαστε με ευθύτητα και ειλικρίνεια.
Από την άλλη πλευρά, από μικρή ηλικία μας μαθαίνουν ότι ο έλεγχος είναι “καλό” πράγμα και η απώλεια του ελέγχου “κακό”. Έτσι, μεγαλώνουμε θεωρώντας πως είναι αδιανόητο και κατακριτέο το να χάσουμε τον έλεγχο σε κάποια πτυχή της ζωής μας, χωρίς να συνειδητοποιούμε πως, στην πραγματικότητα, είναι αδύνατο να ελέγξουμε τα πάντα.
Ακριβώς επειδή θεωρούμε πως έχουμε τον έλεγχο, αναζητάμε όλο και πιο συχνά την επαφή μας με το φαγητό (εν προκειμένω, γιατί μπορεί αντ’ αυτού να είναι π.χ. το οινόπνευμα ή κάτι άλλο στο οποίο χάνουμε τον έλεγχο) ώστε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι πράγματι το ελέγχουμε. Στην πορεία του χρόνου, η επαναλαμβανόμενη ικανοποίηση της συναισθηματικής πείνας διαμέσου του φαγητού και η εδραιωμένη πεποίθηση του απόλυτου ελέγχου, συμβάλλουν στην εδραίωση ενός διατροφικού μοτίβου που στηρίζεται στην υπερφαγία.
Η καταναγκαστική υπερφαγία είναι ίσως η πιο συχνά παρατηρούμενη μορφή διατροφικής διαταραχής. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας στους 35 ενήλικες εμφανίζει συστηματικά επεισόδια υπερφαγίας, γεγονός που μεταφράζεται σε ποσοστό 3% – 5% των γυναικών και 2% των ανδρών. Είναι επίσης η μορφή διατροφικής διαταραχής που εμφανίζει αυξημένη συχνότητα μεταξύ των ανδρών, αφού σύμφωνα με υπολογισμούς, το 40% των ατόμων που πάσχουν από καταναγκαστική υπερφαγία είναι άνδρες. Και σε αυτή την περίπτωση, δεν διαθέτουμε στατιστικά στοιχεία για τη χώρα μας.
Όπως και στις άλλες διαταραχές της διατροφής, κεντρική προϋπόθεση για να αναζητήσουμε βοήθεια είναι η συνειδητοποίηση του προβλήματος. Ταυτόχρονα, όμως, έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρήσουμε λίγο τον εαυτό μας και να σκεφτούμε πάνω στη συμπεριφορά μας.
Την επόμενη φορά που θα νιώσουμε αυτή την ακατανίκητη παρόρμηση να καταναλώσουμε μεγάλες ποσότητες φαγητού, ας κάνουμε μία παύση για να αναρωτηθούμε:
«Γιατί θέλω να φάω;
Τι θέλω να αποσιωπήσω ή να αποφύγω με το φαγητό;
Μήπως θέλω να «γεμίσω» κάποιο συναισθηματικό κενό μου;
Και ποιο είναι αυτό;»
Μπορούμε επίσης να δοκιμάσουμε κάτι άλλο: Αντί να σπεύσουμε στο ψυγείο, το ντουλάπι ή στο κοντινό μας περίπτερο, ας δώσουμε πρώτα στον εαυτό μας ένα λεπτό – τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Ένα ζεστό μπάνιο, ένα τηλέφωνο σε έναν φίλο ή φίλη μας, ένα ωραίο τραγούδι, μία σύντομη βόλτα, λίγο παιχνίδι με το κατοικίδιό μας, πέντε λεπτά με το παιδί μας, ίσως σταθούν ικανά να ικανοποιήσουν την συναισθηματική μας ανάγκη και να μετριάσουν την παρόρμησή μας να φάμε.
Οπωσδήποτε οι απαντήσεις δεν θα έρθουν αυτόματα, ούτε θα επιτύχουμε με την πρώτη φορά – θέλει επιμονή και προσπάθεια για να αρχίσει να σπάει ένας κύκλος μαθημένης συνήθειας και θέλει εξειδικευμένη βοήθεια το να αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε και να επεξεργαζόμαστε ανοιχτά τα συναισθήματα και τα προβλήματά μας.
Όμως κάθε αρχή είναι μία καλή αρχή. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να προσπαθήσουμε για να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το φαγητό ως μέσο αποσιώπησης των συναισθημάτων μας και να το φέρουμε στη θέση όπου πραγματικά ανήκει: ένα απαραίτητο μέσον για την επιβίωσή μας και μία απενεχοποιημένη και καθόλου απαγορευμένη πηγή απόλαυσης για εμάς και τους αγαπημένους μας.
[Στην Ελλάδα, εκτός από την μη-κερδοσκοπική εταιρεία ΑΝΑΣΑ (http://www.anasa.com.gr) και το Ελληνικό Κέντρο Διατροφικών Διαταραχών (http://www.hcfed.gr/), μπορείτε να αναζητήσετε βοήθεια και στους Ανώνυμους Υπερφάγους (http://www.anonymoi-yperfagoi.com/). ]
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5 (2013). The American Psychiatric Association.
Marcus,M. D., Wing,R. R. & Hopkins,J. (1988). Obese binge eaters: Affect, cognitions, and response to behavioral weight control. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 55, 433-439.
Eldredge, K. L. and Agras, W. S. (1996), Weight and shape overconcern and emotional eating in binge eating disorder. International Journal of Eating Disorders, 19: 73–82.
Crow S.J., Peterson C.B., Swanson S.A., Raymond N.C., Specker S., Eckert E.D., Mitchell J.E. (2009) Increased mortality in bulimia nervosa and other eating disorders, American Journal of Psychiatry, 166(12) 1342-6.
Bruce, B. & Agras, W. S. (1992). Binge eating in females: A population-based investigation, International Journal of Eating Disorders, 12, 365-374.
Δείτε τα προηγούμενα μέρη του αφιερώματος στις διατροφικές διαταραχές εδώ και εδώ