«Είναι εικόνες που θα πρέπει να συνηθίσουμε» ήταν το σύντομο σχόλιο για όσα συνέβηκαν στο τέλος της περασμένης βδομάδας, ελάχιστα μέτρα από την είσοδο του σπιτιού μου.
Γύρω στις 6 το απόγευμα, λίγο πριν νυχτώσει κι ο καθιερωμένος περίπατος με το σκύλο μου, δεν πρόλαβε καλά-καλά να ξεκινήσει.
Ανοίγοντας την κεντρική εξώπορτα της πολυκατοικίας, ο σκύλος φανερά ανήσυχος, όρμηξε έξω γαβγίζοντας.
Αρχικά δεν μπορούσα να διακρίνω στο ημίφως της πυλωτής τί ήταν αυτό που του προκάλεσε την αναστάτωση.
Η επιμονή του με έκανε να καταλάβω πως δεν ήταν ένα από τα συνηθισμένα παιχνίδια του, οπότε αποφάσισα να πλησιάσω ώστε να διαπιστώσω τί ακριβώς είχε ξετρυπώσει ο μικρός δαίμονας μου.
Προτίμησα να προσεγγίσω από τα δεξιά αφού γνωρίζοντας το χώρο, έτσι θα είχα καλύτερη οπτική επαφή με ό,τι βρισκόταν ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τον τοίχο.
Πλησιάζοντας, ο σκύλος ξεθάρρεψε περισσότερο κι έκανε ακόμη μερικά βήματα εμπρός, συνεχίζοντας το επίμονο γαύγισμά του.
Διέκρινα κίνηση, άνθρωπος είναι, είπα από μέσα μου.
Ένας αδύνατος άντρας ακουμπισμένος με την πλάτη προσπαθούσε να φορέσει το αριστερό του παπούτσι, έχοντας ταυτόχρονα τη ματιά του στο σκύλο που δεν εννοούσε να σταματήσει.
Καθησύχασα το σκύλο και κατευθύνθηκα ολοταχώς προς τα εκεί με σκοπό να τον ρωτήσω τί θέλει σε ένα χώρο που θεωρείται ιδιωτικός.
Την ίδια στιγμή, δύο γείτονες έκαναν το ίδιο.
Με πρόφτασαν, στάθηκαν δίπλα του και τους είδα να του δίνουν ένα σακάκι, το οποίο φόρεσε χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Στη σύντομη κουβέντα που είχα με τα δύο παιδιά, έμαθα πως ο δύστυχος που εμφανίστηκε εκείνο το απόγευμα, λίγο πριν ήταν ξυπόλητος, φορούσε ένα σκισμένο κοντομάνικο μπλουζάκι και έψαχνε στο κάδο των σκουπιδιών.
Ημουν προφανώς, ο τελευταίος που πληροφορήθηκε την άφιξή του στη γειτονιά μας, αφού ήδη κάποιος του είχε δώσει ένα ζευγάρι παπούτσια που φορούσε.
Δεν έχω ιδέα ποιος σήμανε το συναγερμό, αλλά αισθάνθηκα πως όφειλα να πάρω μέρος σε αυτή την αυθόρμητη επίδειξη αλληλεγγύης, προσπαθώντας να σκεφτώ γρήγορα τί άλλο μπορεί να χρειαζόταν ο σχεδόν εξαϋλωμένος ξένος, γιατί κατά πώς μου είπαν οι γείτονές μου, «Βούλγαρος είναι».
Τον παρατήρησα και το σκελετωμένο του πρόσωπο, μου έφερε στο μυαλό βυζαντινές εικόνες αγίων.
Κοιτούσε πότε τον έναν, πότε τον άλλον, καθώς ακολουθούσε κατά πόδας σαν φοβισμένο κουτάβι.
Ήθελα κι εγώ να κάνω κάτι, αλλά τί;
Έφυγα σφαίρα πάνω στο σπίτι, να του ετοιμάσω κάτι πρόχειρο να φάει, αν και ήμουν γεμάτος τύψεις για την ελάχιστη προσφορά μου.
Ταυτόχρονα ήμουν και γεμάτος δέος, αγάπη και θαυμασμό, για όσους ενεργοποιήθηκαν σε μηδενικό χρόνο.
Ο άγνωστος δεν εμφανίστηκε την επόμενη μέρα.
Τον αναζητήσαμε σε όλη την περιοχή μάταια, ρωτήσαμε, κοιτάξαμε στα ακατοίκητα σπίτια, πουθενά.
«Είναι εικόνες που θα πρέπει να συνηθίσουμε» έστω κι αν είναι δυσάρεστες, ή όπως πικρά συμπλήρωσε μια φίλη μου θα πρέπει να αντέξουμε για να τις συνηθίσουμε.
Φωτογραφία: © George Dimitrov