Της πατρίδος μου η σημαία έχει χρώμα γαλανό,
κι εγώ σου λέω Ελλάδα δε σ’ αντέχω, δε σε μπορώ.
Ηταν σύμπτωση, ήταν μοιραίο;
Δεν έχω ακόμη αποφασίσει τί ήταν, αλλά σίγουρα δε μου άρεσε αυτό που έβλεπα, που άκουγα όταν στάθηκα προσοχή έξω από ένα σχολείο που εκείνη τη στιγμή οι μαθητές του έλεγαν τον Εθνικό ‘Υμνο μας. Πρώτα από όλα ντράπηκα στο θέαμα αρκετών μαθητών που χαχάνιζαν, μιλούσαν σα να μη συνέβαινε τίποτα, ή που θα ήταν σιωπηλοί αλλά μασούσαν προκλητικά τσίχλα.
‘Ηταν η πρώτη φορά που ανυπομονούσα να περάσει το δίλεπτο που διαρκούν οι δυο μόλις στροφές του σε αυτό που λέμε ” Ὁ Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν ” Κάθε λέξη και αμέτρητες, καταιγιστικές εικόνες.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
Αχ! Που είσαι Διονύσιε Σολωμέ μου να δεις πως μας έχουν κόψει μισθούς, συντάξεις, παροχές στην υγεία και την παιδεία, την ελπίδα και τη χαρά της ίδιας της ζωής.
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
‘Οπου εμείς το σπαθί το αντικαταστήσαμε με το γκλομπ του μπάτσου, την απάνθρωπη νομοθεσία, τις -εδώ να δεις τρομερές- εξαγγελίες με την ανάπτυξη που όλο έρχεται.
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
Εδώ μου ήταν εύκολο, ήταν έτοιμη η εικόνα και η ατάκα : ” Πώς είναι τα μαλλιά μου;” ,της υπεροψίας-αλαζονείας-άγνοιας και αδιαφορίας. ‘Ενα τυχαίο παράδειγμα έδωσα, το πρώτο που μου ήρθε στο νου, αλλά έχω τη βεβαιότητα πως όσοι διαβάζετε μπορείτε να συμπληρώσετε με δηλώσεις από π.χ. Ταμήλους, Χρυσοχοΐδηδες, Γιακουμάτους, με τζόκερ το ‘Αδωνι.
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
Τόση βία που απορείς πώς ένας ολόκληρος λαός που κάποτε είπε “ΟΧΙ”, τώρα κρεμάει στα μπαλκόνια του σημαιούλες, για να παρελάσει ανάμεσα σε κάγκελα μπροστά σε αυτούς που προσβάλλουν την αξιοπρέπεια τη ζωή και το μέλλον των παιδιών τους, και μια χαρά μου το έχουν το “NAI”. ( εδώ αρχικά διαβάσαμε αυτή την πικρή αλήθεια μας)
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
Πείνα, όλο πιο συχνά θυμάμαι τα λόγια της μάνας μου που μου έλεγε: “Εσύ δεν έχεις ζήσει Κατοχή, δεν φαντάζεσαι τί θα πει πείνα, φάε τη φασολάδα σου πουλάκι μου!”, 6 εκατομμύρια αποστεωμένοι στο όριο της φτώχιας, να σπρώχνουν αυτοσχέδια καρότσια με χαρτόκουτα, κακοπληρωμένοι όσοι έχουν το τίτλο του εργαζόμενου, τις χιλιάδες αυτοκτονίες.
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Ξέρετε τώρα, όλα αυτά, τα όσια τα ιερά τα πάντα, που ξεπουλάμε σαν το τελευταίο στοκατζίδικο, που υποψιάζομαι βάσιμα ότι μπορεί και να τα χαρίζουμε.
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Εδώ δεν υπάρχει η ανδρειωμένη ράτσα του ’40, του ’12, του ’21, παρά μόνο γυμνοσάλιαγκες που γλύφουν, σέρνονται για να “επιβιώσουν”, ξενυχτούν στα σκυλάδικα και κάθε Κυριακή μεσημέρι βγαίνουν οικογενειακώς για να καταβροχθίσουν μέχρι σκασμού στις ταβέρνες.
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
Χαίρε όπως λέμε αντίο. Τουλάχιστον είχαμε κάποτε την ψευδαίσθηση πως σε είχαμε. Σε ευχαριστούμε για την γνωριμία.
Αντίο.