To κατοικίδιο στη δική μου οικογένεια είναι σαν την παράδοση που έχει η Καλαμάτα με το ελαιόλαδο ή ο Κάβος της Κέρκυρας που βγάζουν το δικό τους λάδι στα απωθημένα τους οι Εγγλέζοι.
Αν όλα τα ζωντανά που πέρασαν από το σπίτι μας ζούσαν την ίδια στιγμή, θα είχαμε ένα Ζωολογικό πάρκο, με μια εμμονή στα Κόκερ, ασχέτως που στη συνέχεια αποκτήσαμε ιδιαίτερη αγάπη για τους τετράποδους κοπριτάκους.
Το θέμα να μαζεύουμε ζώα ξεκίνησε τον περασμένο αιώνα, τότε που η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη, για τηλεχειριστήριο είχαμε ένα σκουπόξυλο, ενώ η κατοχή ενός pet αποτελούσε είδος πολυτελείας και ταμπού λόγω μικροβίων.
Το ξεκινήσαμε μαλακά-μαλακά και ο πατριάρχης όλου του θαυμαστού κόσμου των ζώων που έζησε μαζί μας ήταν ένα χρυσόψαρο, το οποίο λόγω μιας άλλης παράξενης συνήθειας που έχουμε να δανειζόμαστε ονόματα από την παγκόσμια επικαιρότητα, το φωνάζαμε Γκαμσαχούρντια. Μια άλφα φαντασία στα βαφτίσια την έχουμε αναμφισβήτητα, π.χ. ονομάσαμε κάποια στιγμή το κουνελάκι μας Μιράντα.
Αυτή ήταν και η πρώτη άβολη στιγμή που βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τη δυσκολία να έχεις ένα pet.
Πώς δηλαδή βαφτίζεις ένα ψάρι, αφού περνάει τη ζωή του ολόκληρη μέσα σε μια γυάλα νερό;
Αργότερα καταλάβαμε πως μάταια στύψαμε το μυαλό μας να το ονοματήσουμε, διότι όπως και να το λέγαμε εκείνο έφτιαχνε κύκλους, ενώ όταν ζαλιζόταν κολλούσε το ρύγχος του στο γυαλί και ανοιγόκλεινε το στόμα του προφέροντας ένα σιωπηλό «Οοο».
Για να πούμε την αλήθεια, δεν είναι και το πιο συναρπαστικό πράγμα να έχεις ένα μπαρμπούνι για κατοικίδιο, που μια βόλτα δεν μπορείς να το πας, παρότι θεωρητικά μπορείς να παίξεις μαζί του αν βουτήξεις το δάχτυλο στη γυάλα, άλλο που αυτό κάνει μόνο γύρες μέσα στο νερό στο οποίο τρώει, πιθανότατα πίνει – αλήθεια τα ψάρια διψάνε;- και σίγουρα τα «κάνει».
Τι να λέμε τώρα για τους κύκλους του χρυσόψαρου, που αν θέλουμε να είμαστε κι άλλο ειλικρινείς, περισσότερο ενδιαφέρον δείχνουμε στο φαγητό όταν παίρνει στροφές στο φούρνο μικροκυμάτων.
Εντολές όπως «φέρε μου το μπαλάκι σου», «πάλι ανέβηκες στον καναπέ; Γρρρρήγορα κάτω!», ήρθαν αργότερα, με τους σκύλους.
Η μοναδική πραγματική επαφή που είχα με τον ψάρακα, ήταν μόνο όταν τον έπιανα και τον άφηνα στοργικά πάνω στον πάγκο της κουζίνας για να του αλλάξω το νερό.
Τότε ήταν η μοναδική στιγμή που μου έκανε τρελές…χαρούλες, κουνώντας μανιασμένα την ουρίτσα του, πιο γρήγορα κι από τα Κόκερ που έλεγα.
Γύριζα από το σχολείο και τον έβλεπα να κολλάει τη μουτράκλα στη μέσα πλευρά της γυάλας και ποτέ δεν ήξερα αν έβλεπε εμένα ή τον εαυτό του.
Άλυτη η απορία, αν κουνούσε την ουρά επειδή με αναγνώριζε ή επειδή αναρωτιόταν κάθε φορά που στούκαρε στο τοίχωμα, πόσο μικρός ήταν ο κόσμος του.
Έχει όμως και τα καλά του να είσαι ψαροϊδιοκτήτης.
Ο σκύλος π.χ. πεθαίνει τον θάβεις, το ίδιο τη γάτα και το χαμστεράκι ως πιο βολικό το φυτεύεις στην γλάστρα.
Πεθαίνει ο Γκαμσαχούρντια μετά από 17 χρόνια αμοιβαίας αδιαφορίας και μπλουμ! στην τουαλέτα.
Είναι τόσο μικρό, που δεν του δίνουμε σημασία.
Ακόμη και οι επίσημες θρησκείες δεν δίνουν μια σκατούλα σημασία στα ψάρια.
Μη φας κρέας σου λέει η μια άμα νηστεύεις, μην κάνεις κακό στο βόδι σου λέει η άλλη, το γουρούνι μην αγγίξεις η πιο άλλη, ακόμη και την κότα υπολογίζουν μερικές, αλλά για τα ψάρια χέστηκαν αδιακρίτως.
Φάε παραπάνω, σκότωσε κι άλλα ψάρια, τόνους σου λέει, δεν με ενδιαφέρει κύριέ μου.
Κάνεις μας δεν νοιάζεται για το θέμα «ψάρι», ούτε εσείς που τώρα διαβάζετε, ούτε εγώ που τώρα πρέπει πάλι να ανεβοκατεβώ ορόφους επειδή ο σκύλος μου θέλει πιπί του και νοσταλγώ τη χαμένη βολή με το κουτό χρυσοψαράκι, που συν όλα όσα του ‘σουρα, ποτέ δεν έμαθα αν ήταν αρσενικό ή θηλυκό.
Τι χάνος Θεέ μου!
Φωτογραφία: © Владимир Федотко