Τον ήξερα από το σχολείο. Πάντα ήθελε να γίνει αρχαιολόγος. Παίζαμε σε ένα μεγάλο χωράφι ανάμεσα στα σπίτια μας με τις ώρες και τα φτυάρια. Όσο οι υπόλοιποι ανοίγαμε λαγούμια για να παίξουμε πόλεμο, ο Μανώλης ήταν πάντα αυτός που φωνάζαμε αν βρίσκαμε κάτι αξιοπερίεργο.
“Μανώλη! Κάτι βρήκα!” ακουγόταν η φωνή κάποιου και ερχόταν ο Μανώλης τρέχοντας από όπου σούρωνε τα χώματα ψάχνοντας. Άλλοτε ήταν απλά παλιοσίδερα, ξύλα που “μπορεί όμως να είναι αρχαία” σύμφωνα με τον Μανώλη και σίδερα που “νομίζω κάτι γράφει, θα κοιτάξω στο περιοδικό αρχαιολογίας πως να το καθαρίσω να φανεί καλύτερα.”
Ο Μανώλης παρότι από φτωχή οικογένεια, τόσο που διάβαζε, μπήκε άνετα στο Αμερικανικό πανεπιστήμιο που ήθελε. Μεταπτυχιακά και διδακτορικά με υποτροφίες. Αλλά όταν γύρισε Ελλάδα για να προσέχει τους ηλικιωμένους γονείς του στα τελευταία τους δεν μπορούσε να πιάσει δουλειά με τίποτα. Η αρχαιολογία στην Ελλάδα είναι ένα σιχαμένο άνδρο διαπλοκής και κομματικών τοποθετήσεων όπως όλα.
“Μανώλη κάτι βρήκα!” τον κοίταξα με χαμόγελο. Τώρα κι οι δυο δουλεύαμε στα λατομεία μάρμαρου. Αλλιώς φανταζόμασταν τις ζωές μας, αλλιώς καταντήσαμε. Μέσα σε τέτοια οικονομική κρίση πάλι καλά που είχαμε δουλειές. Στα μάρμαρα Διονύσου μας πλήρωναν σχετικά καλά και είχαμε ασφάλιση για τα παιδιά μας και διάφορα άλλα καλούδια. Μπαίναμε στην κεντρική είσοδο το πρωί και βγαίναμε το βράδυ βέβαια. Είναι πολλά χιλιόμετρα στοές, σχεδόν όλο το βουνό έχουν σκάψει με τα χρόνια. Τώρα στεκόμασταν σε μια καινούργια και ο Μανώλης κοίταξε με ενδιαφέρον το μέταλλο που κρατούσα.
“Αυτό που βρήκες Αλέξη…” γυάλισε το μάτι του, “αυτό πρέπει να ανήκει λίγο πιο πέρα…” περπάτησε σαν μαγεμένος προς τα μέσα.
“Μανώλη σταμάτα! Δεν έχουμε στερεώσει εκεί…”
Δεν πρόλαβα. Η νέα στοά κατέρρευσε σχεδόν ακαριαία πάνω στον φίλο μου. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Η σκόνη ακόμα περισσότερη. Ο φακός μου απλά τα έκανε χειρότερα. Μέχρι να καταφέρω να δω οτιδήποτε είχαν έρθει 5-6 άλλοι συνάδελφοι. Αρχίσαμε σαν δαιμονισμένοι να βγάζουμε από πάνω του πέτρες και ότι άλλο βρίσκαμε. Για καλή του τύχη ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο είχε σταματήσει τα υπόλοιπα υλικά και είχε λίγο χώρο για να αναπνέει. Δέκα λεπτά αργότερα ήταν μαζί μας και – εκπληκτικό αλλά αληθινό – χωρίς ούτε μια γρατζουνιά.
Καθόταν στην κορυφή της ντάνας και μας κοιτούσε με αυτό το φοβερό του χαμόγελο. Όλοι οι υπόλοιποι παραδίπλα από τον ενθουσιασμό μας αρχίσαμε να χειροκροτάμε. Ε, τι το θέλαμε; Προκαλέσαμε δεύτερη καθίζηση! Ακριβώς πάνω του πάλι. Αυτή ήταν χειρότερη. Ενστινκτωδώς όλοι τρέξαμε μακριά. Όταν γυρίσαμε είχε κλείσει σχεδόν μέχρι πάνω η στοά. Αλλά δεν το βάλαμε κάτω.
Όλο το εργοτάξιο ήρθε να βοηθήσει. Μαζεύτηκε κόσμος απέξω, τηλεοπτικά συνεργεία. Μέχρι και ο πρωθυπουργός ήρθε να δείξει συμπαράσταση επειδή λέει τα μάρμαρα Διονύσου είναι μεγάλη και τρανή εξαγωγική επιχείρηση. Για δυο μέρες δουλεύαμε όλοι μαζί με τους Τούρκους διασώστες και τους Αλβανούς που βάζουμε συνήθως να κάνουν τις σκληρές δουλειές. Όταν φτάσαμε στον Μανώλη ήταν καταβεβλημένος αλλά ζωντανός. Καθώς τον έβγαζαν με το φορείο ο πρωθυπουργός έτρεξε να κάνει δηλώσεις δίπλα του.
Δεν ξέρουμε αν πέθανε επειδή δεν έπαιρνε αρκετό αέρα με τόσους ανθρώπους πάνω του ή από τις αναθυμιάσεις στην φωτιά που ξεκίνησαν τα φώτα από τις κάμερες όταν πήρε φωτιά το φορείο. Νεκροψία δεν έγινε γιατί είχαν λιώσει πολλά πράγματα και άνθρωποι μαζί. Ο πρωθυπουργός κάλεσε τον κόσμο σε πορεία διαμαρτυρίας για την οικολογική καταστροφή του βουνού και τις απάνθρωπες συνθήκες στο λατομείο. Η γυναίκα και τα παιδιά του Μανώλη δεν πήραν τίποτα γιατί κρίθηκε αμελής στην εργασία του και εγώ είμαι πλέον άνεργος.
A ρε Μανώλη, δεν έφυγες νωρίς. Μια χαρά την έκανες, εμείς να δούμε πως θα τα βγάλουμε πέρα.
ΥΓ προφανώς δεν είναι αληθινή ιστορία. Αλλά θα μπορούσε να είναι δυστυχώς.