Μ.: Να ξυπνάς το πρωί και να “χεις την ανυπομονησία να πιεις τον πρωινό σου καφέ ανάβοντας ένα τσιγάρο, και να πεις μέσα σου: «Σήμερα τι θα κάνω;» Πιστεύω στην ευτυχία, Φωτεινή. Παρά τον παραλογισμό που μας περιβάλλει, ίσως μάλιστα και σε πείσμα του παραλογισμού, δεν θα σταματήσω να πιστεύω στην ευτυχία.
Μόλις γίνομαι καλύτερα, μόλις η κατάθλιψη φεύγει μακριά, είμαι ευτυχισμένη. Ξυπνάω το πρωί, φτιάχνω τον καφέ μου, ανάβω το πρώτο μου τσιγάρο. Δεν θέλω τίποτ” άλλο.
Φ.: Να μη θες τίποτ” άλλο. Να έχεις την ικανότητα να απολαύσεις έναν πρωινό καφέ.
Μ.: Όσοι υπήρξαν δυστυχισμένοι κι είχαν πολλά εμπόδια να ξεπεράσουν, είναι ίσως πιο εύκολο να είναι ευτυχισμένοι. Γιατί ποτέ γι” αυτούς δεν ήταν δεδομένα όσα ήταν για όλους τους άλλους. Και γι” αυτό ένας καφές φτάνει.
Άμα αρχίζεις και αισθάνεσαι ευχαρίστηση με τον πρωινό καφέ, εξαπλώνεται αυτή η ευχαρίστηση σιγά σιγά σε πολλά πράγματα. Και σοβαρά και μη σοβαρά. Και δύσκολα και εύκολα. Επειδή υπήρξα πολύ άρρωστη, δεν έχω την αίσθηση της έλλειψης στη ζωή μου. Αυτό με κάνει ευτυχισμένη.
Φ.: «Μια ζωή δεν αξίζει τίποτα, αλλά τίποτα δεν αξίζει όσο μια ζωή». Το είπε ο Μαλρό και νομίζω τα λέει όλα αυτή η φράση.
Μ.: Καμία ζωή δεν πάει στράφι, Φωτεινή. Θα υπήρχαν και ωραίες στιγμές και στην πιο μαύρη ζωή. Γνώρισα στη Γαλλία μία γυναίκα ογδόντα πέντε χρονών που ζει έξω απ” το Παρίσι και όλη τη μέρα τρέχει από δω, τρέχει από κει, γράφει γράμματα, είναι απασχολημένη λες κι είναι ο πρόεδρος Μπους. Κάτι κάνει όλη την ημέρα. Με μεγάλη της χαρά. Και είναι ογδόντα πέντε χρονών. Δεν τη νοιάζει ούτε ο θάνατος σχεδόν.
Φ.: Μόλις με βοήθησες, Μαργαρίτα, να δώσω μια απάντηση στο αφελές ερώτημα: «Τι είναι ευτυχία;» Ευτυχία είναι σχεδόν να μη φοβάσαι τον θάνατο.
Μαργαρίτα Καραπάνου – Φωτεινή Τσαλίκογλου, Μήπως; (εκδ. Ωκεανίδα) – απόσπασμα
Πηγή: to23ogramma