Ήταν Παρασκευή απόγευμα και ήμουν στο πρώτο βαγόνι του ηλεκτρικού για Πειραιά. Κάπου μετά τα Πετράλωνα μπήκε και στάθηκε δίπλα μου ένα παληκάρι 17-18 χρονών. Πιάσαμε κουβέντα για το σπαστό μου ποδήλατο αλλά ξαφνικά από το πουθενά δήλωσε με στόμφο:
“Τώρα που θα γίνει η Επανάσταση όλοι θα κυκλοφορούμε με τέτοια.”
Ποια επανάσταση;
“Το Εργατικό κίνημα βέβαια!” Μου εξήγησε ότι τα έχει προβλέψει όλα ο Λένιν. Κάτι σαν την Δευτέρα Παρουσία ένα πράγμα.
Και πως ξέρουμε ποιοι ανήκουν στο εργατικό κίνημα. Αν βγάλει ανακοίνωση ο οδηγός “παρακαλούνται όσοι είναι στο εργατικό κίνημα να βγούνε από το βαγόνι αυτό”, ποιοι θα βγούνε;
“Α, είναι εύκολο. Όσοι δουλεύουν σε οικοδομές, σε υφαντουργεία, σε εργοστάσια…”
Το παιδί ήταν συμπαθέστατο κατά τα άλλα και στην πορεία έμαθα ότι ο πατέρας του δουλεύει σε οικοδομή και η μητέρα του σε υφαντουργείο. (Υπάρχουν ακόμα!) Δεν έβγαζαν νόημα τα περισσότερα πράγματα που έλεγε και λίγο πριν βγει είχε ξεμείνει από αντεπιχειρήματα. Μια αβέβαιη σιωπή για λίγο. Ο φίλος μου με το άλλο ποδήλατο μόλις που κρατιόταν να μην βάλει τα γέλια, το υπόλοιπο βαγόνι δεν ήταν σίγουρο πως να αντιδράσει με την συζήτηση.
“Καλά, όταν γίνει η επανάσταση θα δείτε!” είπε δυνατά και έφυγε τρέχοντας.
Κάπως έτσι και με την Αλέκα Παπαρήγα. Έκατσα και άκουσα σχεδόν όλη της την ομιλία και ζήλεψα. Πόσο θα ήθελα να ανήκω σε αυτή την οικογένεια! Να κάνουμε τις πορείες μας, να λέμε τις ίδιες ιστορίες, να μην με ενοχλεί αυτή η μουσική στη διαπασών, να ακούω να λέει τα ίδια και να μου φαίνονται λογικά… Όπως θα ήθελα να πιστεύω ότι πέθανε ένας θεάνθρωπος για τις αμαρτίες μου και αναστήθηκε.
Αλλά δεν μπορώ. Δεν υπάρχει Έρωτας στον κομμουνισμό. Πόσο μάλλον στην Ελληνική εκτέλεση της ιδέας. Η οποία αντί να τσιμπάει ψήφους από άλλα κόμματα όπως γίνεται σε άλλες χώρες υπό τις παρούσες συνθήκες, μένει στα ίδια και τα ίδια. Σαν το κοινό της “Εστίας” πεθαίνουν σταδιακά οι ψηφοφόροι του και οριακά προλαβαίνει να τους αντικαταστήσει εκπαιδεύοντας νέους.