Έχουμε ντυθεί, έχουμε φτιάξει μαλλί, ετοιμάσαμε και το κατιτίς μας για τρατάρισμα και περιμένουμε την Ανάπτυξη να έρθει. Τα σύνολα κατσιάσανε, το μαλλί έπιασε κόρυζα, το …κατιτίς μας έβγαλε βρύα και πόες, και πουθενά η Ανάπτυξη. Κάτι θα της έτυχε. Σκέφτεσαι. Και έρχεται νέα ανακοίνωση και ξανά μανά προετοιμασίες. Και να τα λινά, και να το μαλλί ανταύγεια και να τα ταψιά με τα σιροπιαστά. Άτυχη η δόλια. Πάλι δεν τα κατάφερε.
Πήρε βέβαια το αυτί μου –το αριστερό, γιατί το δεξί το έχουν γονατίσει κάτι ωτίτιδες – ότι έχει ήδη έρθει. Τηλεφωνώ στην Τούλα την κουμπάρα που είναι στις αφίξεις στο Βενιζέλο (το Λευτέρη, όχι το Βάγγο). Τίποτα. Στέλνω μήνυμα στη Ζιζί του Λάκη του μουγγού που έχει τα ψιλικά στα γραφεία της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Το αυτό. Παίρνω τη Γιώτα που είναι οδηγός στα ΚΤΕΛ. Πλήρης άγνοια. Μιλάω με τη Ρομίλντα, τη δευτεροξαδερφη της Ροδάνθης που είναι λιμενικιά στον Πειραιά. Σκοτάδι και έρεβος.
Και αρχίζουν και μπαίνουν ψύλλοι στα αυτιά μου (και στο καλό και στο ζαβό) ότι κάποιος διαδίδει ψεύτικες πληροφορίες. Κοιτάω γύρω-γύρω. Μια από τα ίδια.
Άντε και ήρθε και πες ότι έφτασε incognito, όπως αρμόζει σε μια ακριβοθώρητη ντίβα. Δεν θα καταλαβαίναμε κάτι;
Θα βλέπαμε τους ανθρώπους γύρω μας -που τους έχει γονατίσει η ανεργία- να φεύγουν πάλι το πρωί για δουλειά, με νέο πρόσωπο. Χωρίς την απόγνωση, την απογοήτευση και την θλίψη στο βλέμμα. Θα μαθαίναμε ότι οι εταιρείες δεν κλείνουν μια μετά την άλλη, λες και είναι μαγαζιά με φρουτάκια που τα τιμωρεί ο νόμος. Θα ακούγαμε ότι σταμάτησαν τα συσσίτια του αίσχους σε άπορους, που είχαν μια ζωή στρωμένη και πλέον κατεστραμμένη. Θα αποφοιτούσαν τα ποντίκια και οι κατσαρίδες από τα Πανεπιστήμια που από χώροι γνώσης έχουν καταντήσει σκουπιδότοποι. Θα μαθαίναμε ότι πλέον για να γίνεις καλά αν σε έβρισκε καμιά ίωση –στην καλύτερη- θα έκλεινες ραντεβού με γιατρό, πριν να κλείσεις τα μάτια σου δια παντός. Οι φίλοι μας, τα παιδιά και οι συγγενείς μας θα γύριζαν πίσω και θα τα βρόνταγαν σε Ευρώπες και Αμερικές για να δουλέψουν πάλι στη χώρα τους. Η λέξη σύνταξη δεν θα αποτελούσε μόνο γραμματικό φαινόμενο, αλλά μια πραγματικότητα με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, και όχι πρόστυχη απρέπεια.
Θα πηγαίναμε και πάλι, αδιακρίτως σε επισκέψεις και τραπεζώματα χωρίς να σκεφτόμαστε βενζίνες και έξοδα για το… κατιτίς.
Κανείς δεν θα περπάταγε σκυφτός και σκυθρωπός. Θα αλλάζαμε θέμα συζήτησης που η ριμάδα η κρίση έχει τα πρωτεία και μήτε για μόδες, μήτε για κοσμικά δεν λέμε πια, παρά μόνο σιχτίρια και αναθέματα.
Αν είχε έρθει σίγουρα θα κουβάλαγε μαζί της και κανένα φρέσκο αεράκι αξιοκρατίας, ευνομίας και διαφάνειας και θα ψοφάγανε στην κόλαση του Πάριου (δεν μ’ αρέσει ο Δάντης ως τραγουδιστής) κολλητοί, παρατρεχάμενοι, πελατάκια και συνδικαλιστές βολεμένοι και τάχαμου εξοργισμένοι.
Τότε, ναι. Θα είχαμε βάσιμες ενδείξεις ότι ήρθε. Και χαλάλι τα κομμωτήρια, οι ράφτρες και τα πεσκέσια. Αρκεί να ερχόταν. Όμως η Ανάπτυξη, άργησε μια μέρα. Και επειδή ο χρόνος είναι σχετικός, εμένα αυτή η μέρα μου φαίνεται χρόνια. Αν είναι πάντως να μη μας τιμήσει με την παρουσία της, να βρει κάποιος τους απαραίτητους ανδρικούς γενετήσιους αδένες να μας το πει. Γιατί δίαιτα κάνουμε, ναι. Αλλά τρώμε μαρουλάκι και όχι κουτόχορτο.
Όσοι, δε, πιστεύουν ότι η μανδάμ μας έχει τιμήσει με την παρουσία της και εμείς έχουμε ξεμείνει με την κουπ και στο ριχτό όλο παγιέτα, να μας πουν αν αυτό που παίρνουν συνταγογραφείται να μας γράψει και εμάς ο Βορίδης μια καρτέλα . Όλοι έχουν δικαίωμα στη χαρά. Κυρίως αυτοί που έχουν νιώσει στο πετσί τους τα τελευταία χρόνια ότι… η χαρά αγνοείται (γιατί κάπου έμπλεξε με την ξεμυαλισμένη την Ανάπτυξη).