Κι επειδή όλα πλέον είναι λίγα… λίγα λεφτά, λίγος χρόνος, λίγη όρεξη, λίγες αντοχές, όταν έρχεται η ώρα που κάτι είναι πολύ, απλά ενθουσιαζόμαστε. Μια συναυλία: αγαπημένοι ήχοι, πολύχρωμες εικόνες, μυρωδιές ανθρώπων και όλες οι αισθήσεις στο κρεσέντο τους. Aυτά κι ακόμα περισσότερα εκείνο το υπέροχο βράδυ του Αυγούστου καθισμένη σε μια κερκίδα στο θέατρο του Λυκαβηττού. Μαγική ατμόσφαιρα, οι νότες της μουσικής μπαίνουν μέσα μου και σκάνε στο στομάχι μου σαν βεγγαλικά. Κι εκεί που νομίζω πως δε γίνεται καλύτερα βλέπω ένα πεφταστέρι…
Ξάφνου μεταφέρομαι πίσω, πολύ πίσω στο χρόνο: στα πρώτα μου εφηβικά χρόνια όπου όλα ήταν ολόλευκα αγνά, όπου ο έρωτας, τα όνειρα, οι φιλίες είχαν την αξία που τους πρέπει. Eίναι αυτό το déjà vu που λένε, αυτός ο συνδυασμός αισθήσεων που μπορεί να μας ταξιδεύει σε άλλες εποχές. Θυμάμαι που καθόμουν σ’ έναν άβολο βράχο σε μια παραλία κοντά στην Κόρινθο όπου περνούσαμε αρκετά καλοκαιρινά Σαββατοκύριακα στο σπίτι οικογενειακών φίλων. Ήταν νύχτα Αυγούστου, πλάι μου, αλλά χωρίς να με ακουμπά καν, ο Κώστας, ένα πανύψηλο παιδί με γκριζογάλανα μάτια και μακριά κυματιστά μαλλιά. Καθόμασταν εκεί χωρίς να μιλάμε, αμηχανία και μια δροσερή θαλασσινή αύρα μας ανατρίχιαζε. Δεν είχα δει ποτέ μου ξανά αστέρι να πέφτει, όλες τις φορές το έβλεπαν οι φίλοι κι εγώ ποτέ δεν προλάβαινα. Εκείνη την νύχτα όμως ναι… και αμέσως μετά, έτσι απλά όπως πρέπει να γίνονται τα πράγματα, έσκυψε και με φίλησε.
Γλυκιά επαναφορά στην πραγματικότητα και να: Μια χρυσή κλωστή σκίζει το μαύρο νυχτερινό ουρανό, τον ζωγραφίζει με την λάμψη της ώσπου να σβήσει λίγο προτού αγγίξει τη γραμμή του ορίζοντα. Πριν προλάβω να ευχηθώ κάτι, ένα δεύτερο πεφταστέρι με πιο μακρινή πορεία αυτή τη φορά και μετά κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο…
Μια βροχή από πεφταστέρια γεμίζουν τον ουρανό σαν πυροτεχνήματα, σημαδεύοντας τον με χρυσές χαρακιές. Το θέαμα είναι τόσο μαγευτικό που δεν θέλω να το μοιραστώ με κανέναν εκτός από τον εαυτό μου. Οι εποχές έχουν αλλάξει τόσο από εκείνον τον Αύγουστο του 1990, δύσκολα μοιραζόμαστε πια, δεν έχουμε τη δύναμη να δώσουμε, έτσι ανιδιοτελώς να δώσουμε, χωρίς να περιμένουμε ανταλλάγματα. Κινδυνεύουμε να γίνουμε μίζεροι, μεμψίμοιροι, υλιστές, ανταγωνιστικοί, τυλιγμένοι στα κασμιρένια παλτό των εαυτών μας, για εμάς μόνο. Μια πραγματικότητα τόσο εγωιστική όσο και το ίδιο το πεφταστέρι. Έχει όλον το γαλαξία γύρω του αλλά νιώθει μόνο, θέλει να λάμπει πιο δυνατά από τα υπόλοιπα αστέρια για να το προσέχουν περισσότερο. Είναι ματαιόδοξο, εγωκεντρικό, γεμάτο αλαζονεία. Και αποφασίζει να πέσει για να κάνει αισθητή την παρουσία του, να γίνει ένα φαντασμαγορικό θέαμα που κρατά δευτερόλεπτα και να αυτοκτονήσει με ένδοξο τρόπο, έτσι μόνο για να το προσέξουν, για να ευχηθούν στο όνομά του και να το δοξάσουν. Τα άλλα αστέρια το ζηλεύουν, θέλουν να γίνουν κι αυτά διάσημα, να λάμψουν για λίγο κι ας πεθάνουν μετά. Έτσι, αυτή τη νύχτα αρχίζουν να πέφτουν ένα ένα και όλα μαζί σα διαμαντένια βροχή σ’ ένα θλιβερό μουντό τοπίο.
Είναι σαν ν’ ακούω τις χιλιάδες ευχές μέσα από την ψυχή οποιουδήποτε παρακολουθεί μαζί μου τη γιορτή των αστεριών. Άλλοι εύχονται υγεία, άλλοι τον Έρωτα και άλλοι να λάμψουν κι αυτοί λίγο κι ας χαθούν μετά, σαν τα μοναχικά πεφταστέρια…