Το μπάνιο ήταν κρύο και η υγρασία της προκαλούσε μικρά πονάκια στα γόνατα. Σημάδια της ηλικίας σκέφτηκε, όπως και οι άσπρες τρίχες που είχαν πολλαπλασιαστεί απειλητικά στα μαλλιά της. Δεν ήταν ούτε 50 ετών. Ο σκληρός καθρέφτης όμως τους τελευταίους μήνες τής έδειχνε κάθε μέρα ένα πρόσωπο με νέες ρυτίδες, με δύο μεγάλα μάτια κουρασμένα και δύο χείλη σφιγμένα που έδειχναν πόνο για την απώλεια εκείνου.
Είχε μπει για τα καλά ο Μάης, αλλά ο καιρός δεν έλεγε να ζεστάνει. Τα πρωινά ένιωθε παγωμένη. Και σήμερα τυλίχτηκε με την ρόμπα της, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της, δεν κοιτάχτηκε καν στον καθρέφτη. Ήξερε πως ένιωθεμέσα της, άρα δεν είχε νόημα να κοιτάξει το πρόσωπό της.
Έσυρε βαριά τα βήματά της στο διάδρομο. Πέρασε έξω από το Δωμάτιο, άνοιξε την πόρτα… Όλα στη θέση τους, το κρεβάτι στρωμένο, τα βιβλία τακτοποιημένα στα ραφάκια, η κιθάρα ακουμπισμένη δίπλα από το κομοδίνο, η αφίσα του Jim Morrison στον τοίχο, τα cd με τα αγαπημένα του τραγούδια, τα αθλητικά του παπούτσια δίπλα στο κρεβάτι, μερικές σημειώσεις του καρφιτσωμένες στον πίνανα πάνω από το γραφείο.
Είχε κάνει αγώνα για να μείνει ανέπαφο το δωμάτιο αυτό, είχε ουρλιάξει, είχε κλάψει, είχε ικετεύσει, είχε επιτεθεί με τα νύχια της. Δεν επέτρεψε στη θύελλα που σάρωσε το σπίτι τους παραμονές των Χριστουγέννων να σαρώσει και αυτό το δωμάτιο.
Τι δύναμη πού έχουν αλήθεια τα μυστικά που αποκαλύπτονται; Πόσο σαρωτικά μπορούν να γίνουν; τόσο που τα ζευγάρια να γίνονται άγνωστοι μεταξύ τους και οι ζωντανοί να θεωρούνται νεκροί. Ζούσε με έναν άντρα που δεν γνώριζε πια και ας ήταν παντρεμένη μαζί του 25 χρόνια σχεδόν. Όταν η αλήθεια βγήκε στην επιφάνεια – γιατί γίνεται ανυπόφορη όταν καταπιέζεται – έχασε και άντρα και γιο… εκείνο το βράδυ της αποκάλυψης.
Γιατί δεν της είχε πει τίποτα νωρίτερα; Γιατί; Αυτό το γιατί την βασάνιζε. Ίσως να είχε να προλειάνει το έδαφος, να είχε καταφέρει να κατευνάσει τους άερηδες που ξέσπασαν, να τον είχε εμποδίσει να φύγει και να μην είχε μείνει στήλη άλατος να κοιτάει σαν ηλίθια από τρόμο τον άντρα της να τα σπάει όλα.
Ίσως να είχε φανεί δυνατή για το παιδί της και να του είχε ανοίξει την αγκαλιά της. Να τον είχε κλείσει μέσα σε αυτήν με όλη της την στοργή και την αγάπη μιας μάνας ύαινας που προστατεύει το μικρό της και ας είναι το μικρό της διαφορετικό. Αυτή είχε την υποχρέωση να το ασφαλίσει κοντά της, μακριά από κάθε κίνδυνο και να το αγαπήσει από την αρχή και με περισσότερη δύναμη. Να αποδεχτεί και να σεβαστεί τη διαφορετικότητά του.
Και τι έκανε αντ’ αυτού; Απλά παρακολούθησε το δικό της παιδί, πληγωμένο και θυμωμένο, να ανοίγει την πόρτα και να φεύγει, να χάνεται από τη ζωή τους. «Κάλλιο νεκρός ρε πστ…» ούρλιαζε ο άντρας της και δεν του έβγαλε τα μάτια για την βλασφημία που ξεστόμισε για το παιδί που γεννήθηκε από τα δικά της σπλάχνα. Είχε διπλωθεί στα δύο, κρατούσε το κεφάλι της και έκλαιγε βουβά, όχι για την λυτρωτική αποκάλυψη της αλήθειας, αλλά για τη μια και μοναδική στιγμή που τσαλαπάτησε τον τίτλο της μάνας.
Τους επόμενους μήνες απλώς υπήρχε. Γραφείο, σπίτι, σπίτι, γραφείο… εκείνος είχε κόψει κάθε τρόπο επικοινωνίας μαζί τους. Τον καλούσε κάθε μέρα στο κινητό και ας είχε προφανώς αλλάξει νούμερο. Πού έμενε; Πώς ζούσε; Τουλάχιστον είχε την αγάπη που στερήθηκε από τους ίδιους τους γονείς του; Μα φυσικά, αυτή την αγάπη είχε υπερασπιστεί εκείνο το βράδυ, σκεφτόταν και αυτή η σκέψη την ανακούφιζε. Όπως την ανακούφιζε να κάθεται με τις ώρες στο δωμάτιό του και να νιώθει την παρουσία του. Περνούσε ο άντρας της απ’ έξω και δεν κοιτούσε καν. Όπως και δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους, παρά μόνο για τα διαδικαστικά του σπιτιού.
Γιατί δεν τον παρατάς; Τη ρωτούσε συχνά η φίλη της, αλλά δεν είχε απάντηση. Κατά βάθος όμως ήξερε γιατί. Αυτός ήταν η δική της τιμωρία για τη λιποψυχία της και της άξιζε να παραμένει ζωντανή νεκρή μαζί του. Κάθε μέρα ξαναζούσε εκείνη την ημέρα. Ευτυχώς για τα λογικά της, σε αντίθεση με τις μανάδες που είχαν χάσει τα παιδιά τους,εκείνης το παιδί ήταν ζωντανό παρά την «πατρική» κατάρα που τον είχε καταδικάσει σε θάνατο. Ένιωθε απέραντηευγνωμοσύνη γι΄ αυτό.
Να πάρει! Πάλι φούσκωσε ο καφές και χύθηκε το καϊμάκι. Δεν βαριέσαι.. όλα άνοστα και άγευστα τής φαίνονταν εξάλλου. Άνοιξε το παντζούρι και ο ήλιος μπούκαρε με φόρα στην κουζίνα. Ακόμη και αυτό την ενόχλησε… Δεν την ήθελε την άνοιξη, την τρόμαζε το καλοκαίρι που πλησίαζε. Τι να τα κάνει τα τιτιβίσματα και τα ανθισμένα λουλούδια;
693… σχημάτισε το γνωστό νούμερο. «Αυτός ο αριθμός δεν χρησιμοποιείται πια», απάντησε η πιστή φωνή.
Κυριακή σήμερα, δεν δούλευε. Δυστυχώς θα υπέμενε την παρουσία του όλη μέρα, τη σιωπηλή πια παρουσία του μπροστά στην τηλεόραση. Έτριψε λίγο τα γόνατα της, τα τσιμπιματάκια επέμεναν. Είχε μια περίεργη γεύση στο στόμα, τα χείλη της ήταν ξερά. Μια τούφα έπεσε μπροστά στα μάτια της, καθώς κουδούνισε το τηλέφωνο και την έβγαλε από τις σκέψεις της.
«…μαμά»
«…αγόρι μου, γλυκό μου αγόρι…πες μου μόνο ότι είσαι καλά…»
Σαν σε όνειρο της φάνηκε αυτό το τηλεφώνημα, αυτό το πεντάλεπτο τηλεφώνημα. Πέταξε τη ρόμπα και έτρεξε να ετοιμαστεί για το ωραιότερο ραντεβού της ζωής της. Ένιωσε πίσω τη ματιά του άντρα της απειλητική, ανταπέδωσε με το βλέμμα της ύαινας που φυλάει το παιδί της. Όταν θα γύριζε ήξερε τι θα κάνει.
Χτύπησε την πόρτα πίσω της.
πηγή: brightsideofmom.gr
[author image=”http://kissmygrass.gr/wp-content/uploads/2014/05/6b2d733e62f961aa8f8d2da1c77df197_L.jpg” ]Λένα Φίλη H Λένα Φίλη γεννήθηκε στη χώρα του αμερικανικού ονείρου και επέστρεψε με τους γονείς της στη χώρα του ελληνικού μύθου. Από μικρή απέκτησε μια σχέση αγάπης με τις θετικές επιστήμες αλλά ερωτεύτηκε τις θεωρητικές. Αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα τους, ώσπου ακολουθώντας τις επιταγές της ελληνικής κοινωνίας κόσμησε τον τοίχο του σπιτιού της με ένα δίπλωμα αξιοζήλευτο, που σαν καλός σύζυγος της απέφερε μεν τα ως προς το ζην, αλλά δεν της πρόσφερε τον έρωτα που ελάχιστοι τυχεροί βιώνουν μέσα από τη δουλειά τους. Στα δεύτερα άντα της αποφάσισε να αναζητήσει ξανά το χαμένο πάθος και ας μην συνοδεύεται από κορνιζαρισμένο πτυχίο στον τοίχο.[/author]