Μπορεί να έχεις κατάθλιψη λόγω οικονομικής κρίσης. Αλλά τρώγοντας ένα φρέσκο σουβλάκι είναι πολύ, πολύ πιο δύσκολο. Έχει κάτι μαγικό το άτιμο. Καταρχάς είναι οικονομικός δείκτης. Όλα, τα πάντα, οτιδήποτε μπορεί να συγκριθεί σαν αξία με σουβλάκι πίτα. Πόσο κάνει το ψάρι; 15 ευρώ; Με δυο σουβλάκια χορταίνω καλύτερα και περισσεύουν λεφτά να πάρω και ταξί ως το σπίτι μου. Πόσο κάνει αυτό το βιβλίο, αυτό το σινεμά; Δώδεκα ευρώ. Δηλαδή σουβλάκια για ολόκληρη παρέα. Πόσο καλύτερα θα περάσουμε διαβάζοντας ή στο έργο επιτέλους;
Κάποιοι κάνουν το λάθος να μην παίρνουν σουβλάκι από όλα. Άλλος βγάζει το κρεμμύδι, άλλος το τζατζίκι, μην και βρωμάει μετά η ανάσα του. Άλλος βγάζει τις πατάτες γιατί λέει δεν είναι “σωστό” σουβλάκι, άλλος για δίαιτα. Τέτοιες φοβίες είναι σαν το τσιγάρο. Το δύσκολο δεν είναι να το κόψεις, είναι να μην αρχίσεις ποτέ. Όταν βλέπω έναν τέτοιο αγχωτικό τύπο μπροστά μου στην ουρά στο σουβλατζίδικο απλά φοράω τα ακουστικά και βάζω πιο δυνατά μουσική. Έμαθα από μικρός ότι τέτοιους ανθρώπους δεν τους αλλάζεις. Απλά επιλέγεις soundtrack για να τους παρακολουθείς μέχρι να φύγουν από την ζωή σου.
Λένε ότι ένας Αρχαίος Βασιλιάς στην Θήβα κάπως έτσι απαγόρευσε τα σουβλάκια. Στην αρχή είχε πρόβλημα με τα κρεμμύδια. Τα πουλούσαν εκεί στον κάμπο οι πολιτικοί του αντίπαλοι και ήθελε να τους κόψει τα έσοδα. Έβγαλε νόμο να μην φτιάχνει κανείς σουβλάκι τυλιχτό με κρεμμύδι. Θέμα χρόνου και το τζατζίκι. Ε, μετά αποφάσισε ότι η τομάτα είναι εποχικό είδος και δεν είναι σωστό μια να το τρώνε το καλοκαίρι και μετά να μην το έχουν τον χειμώνα. Ο λαός πρέπει να είναι ήρεμος και αποβλακωμένος με σταθερές συνθήκες. Καθώς οι άνθρωποι έτρωγαν αυτά τα πολύ σκέτα σουβλάκια και άρχισαν να νευριάζουν, ο βασιλιάς απαγόρευσε και το καλαμάκι που τα κρατούσε. Φοβήθηκε μην του το καρφώσει κάποιος τσαντισμένος πολίτης. Χωρίς το ξυλαράκι στη μέση όμως άντε να καταφέρεις να ξεχωρίσεις το κρέας στην πίτα. Σκέτο σουβλάκι λοιπόν στη Θήβα με ποινή θανάτου σε όποιον τολμούσε να το φτιάξει όπως παλιά.
Μια μέρα σε ένα φτωχικό σπιτικό η μητέρα έφυγε να πάει στο χωράφι να ποτίσει κάτι που είχε ξεχάσει και άφησε τα κρέατα δίπλα στα κάρβουνα. Ένα μικρό αγόρι έπιασε ένα μικρό κλαδί και κάρφωσε τρία κομμάτια. Τα έβαλε να ψηθούν. Μύρισαν όμορφα. Τα τύλιξε με ότι βρήκε πρόχειρο και βγήκε βόλτα να το φάει. Δεν ήξερε για την απαγόρευση αλλά ήξερε ότι η μητέρα του θα τσαντιζόταν που έπαιξε με την φωτιά.
Καθώς περπατούσε στην πόλη, η μυρωδιά από το κρέας δίπλα στην τομάτα και την πίτα που είχε τυλίξει απλώθηκε σαν φωτιά. Στην αρχή κάποιοι κοιτούσαν περίεργα. Μετά πολλοί τον ακολουθούσαν, μύριζαν σαν σκυλιά και δεν ήξεραν τι να πουν. Το παιδάκι έφτασε στην κεντρική πλατεία. Τον είδε ένας στρατιώτης του βασιλιά, τον έπιασε από τον σβέρκο. Κάπως προσεκτικά γιατί κι αυτός ήθελε μεν να κάνει την δουλειά του αλλά δεν ήθελε να χάσει αυτή την υπέροχη μυρωδιά. Με τα μάτια καρφωμένα στο μισοφαγωμένο τυλιχτό τον ακούμπησε μπροστά στον βασιλιά.
“Μ-μμμε-Μεγαλειότατε!”
-Τι έχουμε εδώ;
“Αυτό το παιδί βασιλιά μου, τρώει…”
Δεν μπορούσε να πει τη λέξη. Το πλήθος γύρω ήταν μαγεμένο.
-Τι έχει λέει; Παιδάκι μου, ξέρεις τι κάνεις εκεί;
Το αγοράκι σήκωσε τα μάτια του. Έφτανε στο τέλος της μπουκιάς, κατάπιε πρώτα και μίλησε.
“Τι έχω μωρέ; Ένα σουβλάκι με πίτα!”
Καθώς είπε την λέξη “πίτα” ο βασιλιάς έκανε σαν να είχε φάει χαστούκι. Το παιδί συνέχισε.
“Ε, έβαλα και μια τομάτα.”
Με το δεύτερο “τ” στη λέξη “τομάτα” ο βασιλιάς δίπλωσε στα δυο. Το παιδάκι ούτε που τον είχε δει, κοιτούσε το σουβλάκι στο χέρι του να δει τι άλλο είχε βάλει.
“Α ναι. Και κρεμμύδι. Έχουμε πολλά κρεμμύδια αυτήν την εποχή.”
Τα απανωτά “κρεμμύδια” που είπε έριξαν τον βασιλιά από τον θρόνο του με σπασμούς. Ένας στο πλήθος είπε “τζατζίκι” και έπεσε μια κολόνα από το παλάτι. Ένας άλλος είπε “δίπιτο” και γκρεμίστηκαν τα τείχη. Δεν ήταν επανάσταση. Ήταν απλά το τέλος του παραμυθιού της εξουσίας του.
Ζούμε για το σουβλάκι του σήμερα και δεν το αποχαιρετάμε ποτέ. Όταν πιάνεις το λαδωμένο χαρτί να το πετάξεις, μην λες “αντίο” αλλά “τα λέμε φίλε”. Σουβλάκια έψηναν κι οι Αρχαίοι, σουβλάκια ψήνουμε κι εμείς.