Ήταν μια άβολη ανάσα. Από αυτές που κάνεις όταν έχεις λόξιγκα και δεν είσαι σίγουρος αν πέρασε ή όχι. Η Ιωάννα δεμένη και κρεμασμένη όπως ήταν είχε καταφέρει να ενεργοποιήσει την φωνητική εντολή στο Google όμως.
“OK Google…”
Περίμενε λίγο. Τελικά δεν ήταν λόξιγκας, ΟΚ, ανέπνευσε κανονικά. Άκουσε το χαρακτηριστικό “μπινγκ!” που κάνει το τηλέφωνο όταν τελικά συνδέεται με την Καλιφόρνια. Όλοι οι servers περίμεναν τι θα πει τώρα. Ευτυχώς μιλάει άπταιστα Αγγλικά.
“Please call my brother”.
Κοίταξε γύρω της. Δεν ήταν σίγουρη πως κατέληξε έτσι το ραντεβού. Για κάτι ανάμεσα σε 9.5 εβδομάδες και 50 αποχρώσεις του γκρι ξεκίνησε από το σπίτι της αλλά τώρα τα μαθηματικά δεν της έβγαιναν με αυτά τα νούμερα ακριβώς. Τώρα ήταν λόξιγκας η ανάσα, της ήρθε και άρωμα μπόμπας ποτού, κάτι είχε πάει πολύ στραβά στο μπαρ μάλλον.
-Ναι; Ιωάννα; Η γνώριμη φωνή του αδελφού της.
“Έλα ρε Γιάννη!”
– Θες κάτι; Ο αδελφός της πάντα ήταν απασχολημένος και πάντα είχε το ύφος ‘τι με ενοχλείς πάλι μικρή;” από την εποχή που αυτός ήταν στο Λύκειο και αυτή στο Γυμνάσιο.
“Όχι, μωρέ, έτσι πήρα, να δω τι κάνεις. Κάτι ήθελα αλλά το ξέχασα.”
-Α, ΟΚ, άντε γεια.
Το τηλέφωνο στην τσέπη της έκανε τον ήχο τερματισμού κλήσης και αμέσως μετά τον ήχο ότι τέλειωσε η μπαταρία και ότι κλείνει. Ταυτόχρονα ένας ήχος στην κλειδαριά της πόρτας. Μπήκε μέσα ένας ψηλός άντρας και έκανε 2-3 βόλτες γύρω της αργά αργά.
-Πίναμε, πίναμε;
“Δεν θυμάμαι. Δε νομίζω.” Μέσα στην κούραση και την σύγχισή της, προς στιγμή η Ιωάννα φαντάστηκε ότι ο άγνωστος θα ξήλωνε το πρόσωπό του σαν μάσκα στο Επικίνδυνες Αποστολές και από κάτω θα ήταν η μαμά της να πει “ε, κακώς! Πρέπει να πίνεις πολύ νερό για να μένεις ενυδατωμένη παιδάκι μου!” Είχε μια αφύσικη μανία με την ενυδάτωση η μάνα της. Έβαζε με το ζόρι τον άντρα της να πίνει δέκα λίτρα νερό τη μέρα. Όταν βάλανε το “μη χωριζέτω” στα λόγια του γάμου μάλλον ήταν 30-40 το προσδόκιμο ζωής. Ο καημένος ο πατέρας της πήγαινε συνέχεια τουαλέτα.
-Κάτι πάει πολύ στραβά με εσένα Ιωάννα! φώναξε ο άγνωστος.
“Και ο φίλος μου έτσι είπε όταν πήγα την γάτα μου για μαθήματα γιόγκα. Χικ!” Δεν το ήθελε βέβαια, αλλά ο λόξιγκας ακριβώς μετά από το κάπως άνοστο αστείο της κατέστρεψε όλη την ατμόσφαιρα. Ο άγνωστος κατέρρευσε, έκλαψε λίγο, την έλυσε, της ζήτησε συγνώμη, φώναξε ταξί και φταρνίστηκε.
“Γίτσες!”
-Ευχαριστώ.
Ξαναφταρνίστηκε.
“Α, μόνο μια φορά λέω γίτσες, λυπάμαι.”
.
.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι διεθνούς αφημίας συγγραφέας ο οποίος όταν δεν ναρκώνει με μεσκαλίνη άγνωστες σε μπαρ να τις δέσει στην υπόγα του, φταρνίζεται και γράφει τις περιπέτειές του.