Σήμερα το πρωί άνοιξα τα μάτια μου και τον αντίκρισα απέναντι μου.
Με κοιτούσε μέσα από τον καθρέφτη με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
Τράβηξα το σεντόνι μέχρι πάνω να μη βλέπω.
Πήρα μια βαθιά αναπνοή, πετάχτηκα με ορμή από το κρεβάτι κι έτρεξα στην κουζίνα.
Ήταν εκεί πάνω στον πάγκο καθιστός, με τα πόδια του να χτυπάνε ρυθμικά πάνω στο ντουλάπι.
Ανακάτεψα τον καφέ μου και προσποιούμουν ότι δεν τον βλέπω… ότι δε φοβάμαι.
«Τι θα κάνεις;», με ρώτησε.
Δεν απάντησα.
«Τι θέλεις;», μου φώναξε.
Τον αγνόησα.
Ήρθε πίσω μου και μου ψιθύρισε ειρωνικά στο αυτί «Πάλι χάνεσαι.»
Σχεδόν άκουγα το γέλιο του.
Πέταξα το κουτάλι με θυμό στο νεροχύτη.
Αλήθεια τι μου φταίει; Γιατί επιστρέφεις όσο κι αν προσπαθώ να σε ξεχάσω. Γιατί ανακατεύεις το μυαλό μου; Μπαίνεις μέσα εκεί και δε σέβεσαι τίποτα. Ανακατεύεις τα πάντα λες κι είναι δικός σου χώρος. Γιατί με χάνω; Πριν λίγο καιρό θα ορκιζόμουν ότι ήξερα πολύ καλά που βρίσκομαι. Θέλω να φύγεις. Πρέπει να σε διώξω. Μια απόφαση είναι… μπορώ;
«Έλα εδώ.», η φωνή του με τάραξε.
Καθόταν στον καναπέ και με περίμενε.
Περπάτησα δειλά προς το μέρος του.
Ήταν δίπλα μου τώρα, με χάιδευε στα μαλλιά κολλημένος πάνω μου. Άναψα τσιγάρο.
Στην πρώτη ρουφηξιά εισχώρησε μέσα μου κι απλώθηκε σε κάθε χιλιοστό του κορμιού μου.
Σε κάθε μου συναίσθημα και σε κάθε μου σκέψη.
Ο δαίμονας μου… επέστρεψε… αυτός ο παλιός κακός μου εαυτός.