Μπροστά στην κότα βρέθηκε η Νυφίτσα που πέθαινε της πείνας. «Εσύ είσαι», είπε η κότα, κοιτάζοντας βαθιά μέσα στο μοναδικό βαθουλωτό μάτι της Νυφίτσας.Έφερε στο νου της εκείνα τα εύθραυστα μωρά και
το ντελικάτο μαλακό δέρμα τους. Της θύμιζαν το τελευταίο αυγό που είχε γεννήσει, εκείνο με το μαλακό κέλυφος που το είχαν πετάξει στην αυλή και τσακίστηκε. Η κότα θυμήθηκε πόσο είχε ραγίσει η καρδιά της, πώς είχε νιώσει… Τώρα το κορμί της είχε γίνει αλύγιστο, δυσκίνητο. Δεν μπορούσε να τρέξει πάλι μακριά και να το σκάσει. Δεν είχε πλέον και κανένα λόγο ούτε κι ενέργεια μέσα της. «Εμπρός, φάε με», παρότρυνε τη Νυφίτσα. «Γέμισε τα στομάχια των μωρών σου».Έκλεισε τα μάτια.
Η κότα ασφυκτιούσε. Είχε φανταστεί ότι όλο αυτό θα πονούσε, όμως τώρα το μόνο που ένιωθε ήταν μια ανακούφιση που έφτανε ως τα μύχια της ψυχής της. Με τσάκωσες, επιτέλους. Τα πάντα γύρω της έγιναν μαύρα. Το είχε ξανανιώσει αυτό άλλη μια φορά, στα λιβάδια. Τότε που είχε ακούσει το ουρλιαχτό της λευκής πάπιας. Όλα είχαν γίνει μαύρα και ύστερα, σιγά σιγά, πολύ σταδιακά, όπως και τώρα, απέκτησαν μια κοκκινωπή απόχρωση. Και μετά τα πάντα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο φωτεινά.
Η κότα άνοιξε τα μάτια της. Ο ουρανός είχε πάρα ένα χρώμα εκτυφλωτικά γαλάζιο. Ένιωσε διάφανη, ελαφριά. Και μετά, σαν πούπουλο, σαν φτερό, βρέθηκε να πετάει. Γλιστρώντας στον αέρα με τα μεγάλα πανέμορφα φτερά της, η κότα κοίταξε τον κόσμο από κάτω της – τη λίμνη και τα λιβάδια και τη χιονοθύελλα που μαινόταν και τη Νυφίτσα να απομακρύνεται κούτσα κούτσα, με μια κοκαλιάρα κότα να κρέμεται απ’ το στόμα της.
Sun Mi Hwang