ΚΑΘΕ ΠΑΙΔΙ έχει έναν δικό του τόπο όπου του αρέσει νά βρίσκει καταφύγιο, να παίζει, να ονειρεύεται. Ο δικός μου ήταν ένα νεκροταφείο στην Ώβέρν. Κανέναν δεν γνώριζα εκεί, ούτε καν τους πεθαμένους, ούτε και θρηνούσα κανέναν κανείς επισκέπτης δεν έμπαινε ποτέ εκεί μέσα. Ήταν ένα μικρό, παλιό, επαρχιακό νεκροταφείο με εγκαταλελειμμένους τάφους ανάμεσα στα άγριόχορτα. ‘Ήμουν ή βασίλισσα του μυστικού αυτού κήπου. Λάτρευα τους ύποχθόνιους κατοίκους του. « Οι πεθαμένοι δεν είναι πεθαμένοι όσο τους σκεφτόμαστε » έλεγα μέσα μου. Είχα αγαπήσει ιδιαίτερα δυο ανώνυμους τάφους -οι πλάκες εκείνες από γρανίτη και βασάλτη ήταν ή δική μου αίθουσα αναψυχής, τό μπουντουάρ μου, ή φωλιά μου. Τους πήγαινα λουλούδια πάνω στους χωμάτινους λοφίσκους τους σχημάτιζα καρδιές από μυοσωτίδες, έφτιαχνα βιτρώ από παπαρούνες, έγραφα ρητά με μαργαρίτες. Μεταξύ δύο έξορμήσεων για μανιτάρια, τους πήγαινα επίσκεψη τις πάνινες κούκλες μου, αύτές πού αγαπούσα περισσότερο από τις άλλες γιατί τις είχα φτιάξει μόνη μου. Εμπιστευόμουν τις χαρές και τις λύπες μου στούς σιωπηλούς συντρόφους των όποιων δεν διατάρασσα τον ύστατο ύπνο.
‘Ήθελα νά είμαι, σίγουρη ότι με αγαπούν άλλα ζούσα με άσπλαχνους ανθρώπους. Λατρεύω να μιλάω μόνη μου και δεν άκούω αύτά πού μου λένε : αύτό οφείλεται άσφαλώς στο γεγονός ότι, οι πρώτοι άνθρωποι στους όποιους άνοιξα την καρδιά μου ήταν νεκροί.
Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου “Η αύρα της Σανέλ” του Paul Morand, εκδόσεις ΑΓΡΑ. Περισσότερα αποσπάσματα εδώ.