Είμαι τυχερός.
Κάνω μια δουλειά που μου αρέσει, την αγαπώ, άσχετα με το γεγονός που ούτε στις καλές μέρες δεν πλήρωνε αρκετά.
Έχει τα καλά της και άργησα να συμπεριλάβω στα θετικά τα ταξίδια, τη διαμονή σε μέρη που έψαχνα στον Άτλαντα του ανιψιού μου, να πάρω μια ιδέα κατά πού πέφτουν.
Γυρίζω την Ελλάδα και διδάσκομαι το μάθημα της Πατριδογνωσίας του σεξ, που είναι διαθεματικά διδασκόμενο.
Στις παραδόσεις σπαρταράμε και η διπλωματική εργασία απαιτεί πρακτική εξάσκηση.
Κοινό στοιχείο όλων των κεφαλαίων ο καθαρός αέρας, οι αργότεροι ρυθμοί της περιφέρειας συν το ευκαιριακό σεξ.
Πρώτο κεφάλαιο και στάση, η Κρήτη.
Πιάνω σε έναν τόπο που ορεινό δεν τον λες εντελώς, σίγουρα όχι παραθαλάσσιο.
Δεν θα κάνω συστάσεις αν και σίγουρα το γέννημα της Λεβεντοζέννας έκανε τα κεφάλια να γυρίζουν και να το λιμπίζονται.
Από την πρώτη φορά που κάναμε τα γίβεντα μας (ντροπές) είχα την εντύπωση, εγώ ο μουρντάρης, ο ντελικανής κατά πώς με έλεγε, θα άνοιγαν την πόρτα οι βρακοφορεμένοι Φουρτουνοβροντάτσηδες με μασαίρες να με εβαρήκουνε (χτυπήσουν).
Μια ανησυχία την είχα μην τους δω να δρασκελίζουν πίσω από τις κουρτίνες παίζοντας μπαλωθιές, να με θωρούν και απέ να μου αγκανίζανε (φωνάζουνε εξοργισμένοι): “Ηντα κάμετε επάε παράουροι (τρελοί);”
Πάνω από όλα, εκείνο που θυμάμαι είναι η στενοκεφαλιά της και η εκτός τόπου, χρόνου και λογικής απάντηση, σε οποιαδήποτε πρόταση έκανα να ξεκολλήσει το μυαλό από τα κουράδια (πρόβατα, γίδες δεν το κατάλαβα).
Κορυφαία η ατάκα όταν θέλησα να πάμε θέατρο να δούμε την Λυσιστράτη,
“Και τι δουλειά έχω να τρέχω στα Αρχαία;“
Ρωτάω τώρα κατά την κουζουλάδα τους: “Τόσο μαλάκες εκεί στην Κρήτη που δεν έχουν ούτε το “Γρόθοι σ’αυτόν”.
Αλλάζω αέρα και πιάνω Ήπειρο.
Η μαγεία να πηδάς με την ταυτόχρονη υπόκρουση από μιλούνια τροκάνια από γελάδες και πρόβατα.
Κι από πάνω να θέλω υπότιτλους να μην πω τίποτα άσχετο.
“Αεί μάναμ”, ήταν στην προθέρμανση, ενώ συνέχιζε “Τι μου κάνεις, α;”.
Αυτό το “Α” στο τέλος κάθε πρότασης με προβλημάτισε αρχικά, ενώ μετά όταν το αποκωδικοποίησα, δεν του έδινα σημασία.
Το έχουν όπως οι Εγγλέζοι, “Nice weather, isn’t it?” το πετάνε λίγο πριν το ερωτηματικό για επιβεβαίωση.
Το παρόμοιο συμβαίνει στην Ήπειρο αν σου πούνε, “Με αγαπάς, α;“.
Όλα τα συνήθισα, εκτός από το φωνήεν στο σημείο της κορύφωσης στη θέση του “Ja, ja ich komme”.
Ένα ατελείωτο “Ιιιιι”, σαν σαμπρέλα με φούιτ -το πέταξα το Σαλονικιώτικο- κι άντε ψάξτε τη σημασία τώρα.
Ανεβαίνω βόρεια, 10 λεπτά κουτρουβάλα και δύο κατάγματα απόσταση από το χιονοδρομικό στην Πιερία.
Τυχαία γνωριμία σε τοπικό μπαρ με τον αθλιότερο ήχο, με συνέχεια στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μετά από συνοπτικότατες διαδικασίες.
Γρήγορα προκαταρκτικά και αρχίζει το γδύσιμο.
Τι το θελα να βοηθήσω;
Εκεί ήταν η πρώτη φορά που άκουσα την φωνούλα της χωρίς κανένα περισπασμό, δυνατά και καθαρά:
“Αστο. Ισύ ματσάλαμ τα βυζάμ, του βρακί του κατεβάζου μαναχιάμ”.
Η συντριβή που ακολούθησε ήταν τύπου Τσάλεντζερ συνοδευόμενη από τα ξεδιάντροπα γέλια μου.
Τελικά είναι πώς θα δεις το έλα εδώ, πήγαινε εκεί.
Όρεξη να έχεις για νέες εμπειρίες, καινούριες γλώσσες.
‘Αμα τα πιάνεις εύκολα…δεν σε πιάνει κανείς.
Φωτογραφία: © Rob Woodcox Photography