Η αλήθεια είναι ότι ως παιδί δεν είχα τη λεγόμενη κοριτσίστικη χάρη. Με το μαλλί που είχα και το υπέροχο βάδισμα αν με έβλεπε κάποιος από πίσω θα έλεγε «να ο Μόρισσον ποδοσφαιριστής». Η μανούλα ανησυχούσε για λεβέντικο και συνάμα, μπαντάλικο στυλ μου και άρχισε έναν προσωπικό αγώνα να με κάνει γαζέλα.
Η ταλαιπωρία μου ξεκίνησε από την ενόργανη γυμναστική. Με έγραψε λοιπόν, δόξη και τιμή στην ΧΑΝ Κηφισιάς, βλέποντας σε εμένα μια βαθιά κρυμμένη Κομανέτσι. Στην αρχή όλοι, δασκάλα και μανούλα, έκαναν υπομονή και περίμεναν στωικά να βγει από μέσα μου το κορίτσι λάστιχο. Όλα τα κοριτσάκια πέρναγαν τον ίππο. Εγώ κατσικωνόμουν κάπου στη μέση και περίμενα τη μαύρη Καλλονή να ξεχυθεί στα λιβάδια της Κηφισιάς εις μάτην.
Στη δοκό άρχισαν να αναρωτιούνται και για τον ψυχικό μου κόσμο, αφού πιο ανισσόροπο πλάσμα δεν είχε ξαναδεί η πλάση.
Το χαριστικό χτύπημα ήρθε με το μονόζυγο, αφού ήταν η ύστατη ελπίδα εκδήλωσης του ταλέντου μου. Η καλή δασκάλα μας έβαλε να τυλιχτούμε στο σιδερένιο μαδέρι και να δώσουμε ελαφριά ώθηση για να αρχίσουμε να γυρίζουμε σα τις γουρουνοπούλες στη σούβλα. Ήρθε η δικαίωση. Τέτοιο γύρισμα δεν είχε ματαδεί η παγκόσμια γυμναστική κοινότητα. Μόνο που όταν κατέβηκα συνδύασα το θρίαμβό μου με μια ρουκέτα, σερβίροντας στο ταρτάν κάτι ωραιότατα μπιφτεκάκια με ρύζι. Η εξαγωγή ακολουθήθηκε από τη ρητή δήλωσή μου ότι δεν θα ξαναπατήσω εκεί ούτε δεμένη πισθάγκωνα.
Η μανούλα όμως ήλπιζε. Άλλωστε η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Και μια και δυο συνειδητοποιεί ότι αυτή η κορμοστασιά είναι φτιαγμένη για καρυοθραύστες και λίμνες των κύκνων και των κρεμαστών. Με άκρατο ενθουσιασμό και αγωνιστικό παλμό με γράφει στην σχολή μπαλέτου της κυρίας Κονταξάκη, που τότε είχε πρωτανοίξει στην Κυπριάδου απέναντι από την ιταλική σχολή. Τραυματική εμπειρία για μια νέα δασκάλα να κληθεί να σμιλέψει το κορμί μπετόβεργα.
Το πλιέ και το οτάντ, το σασέ σοσέ και το ρελεβέ πήγαιναν γόνατο. Όλα τα κοριτσάκια έσκυβαν να ακουμπήσουν τα δακτυλάκια τους. Έσκυβε και το κορίτσι μίσχος και έφθανε με βίσμα, ίσα κάτω από το γόνατο. Ερχόταν η ματαιωμένη δασκάλα και έπεφτε απάνω μου και ένας Θεός ξέρει πως δεν δίπλωσα σαν κρέπα να έρθω να μείνω πατικωμένη δια βίου. Η χάρη μου ήταν ανεκδιήγητη. Το «Μπακοπούλου πέρνα έξω» ήταν μια συχνή εντολή. Δεν αποτελούσε κάποια προσωπική φιγούρα, αλλά έκκληση να με ξαποστείλει. Όχι για να πάρω αέρα, αλλά για να πεισθώ να το βουλώσω γιατί έπαιζε ο Προκόφιεφ και εγώ άκουγα Ζαμπέτα.
Η καριέρα μου ως επίδοξης Πλιτσέσκαγια κράτησε τουλάχιστον επτά χρόνια, στη διάρκεια των οποίων το ταλέντο μου στις αραμπέσκ είχε πεισμώσει και δεν έβγαινε ούτε με εμβρυουλκία. Εκεί που τα έδωσα όμως όλα ήταν όταν ήρθε η ώρα να βάλουμε τις πουέντ. Εκεί ένιωσα ότι ήρθε το τέλος και θα μείνω στην ιστορία ως η Κουτσάβλοβα. Έκανα δηλώσεις στη μητέρα ότι αν είναι να γίνονται τα δάκτυλά μου τούμπανα για να προσφέρω μεγαλειώδες θέαμα, να με συγχωρείτε, αλλά να πάτε καλύτερα στο Δελφινάριο. Τελείωνε το μάθημα και είχε γίνει το πόδι μου 2 νούμερα μεγαλύτερο. Μόνο οι γαλότσες με βόλευαν.
Με πήρε με το καλό και η δασκάλα, γιατί προφανώς έβλεπε σε μένα ένα ακατέργαστο… βόδι και η μητέρα, που ευελπιστούσε να απαλλαγώ από το περπάτημα «θα σας δείρω» και να το μετουσιώσω σε βήματα αέρα. Με το πέρασμα του χρόνου, το μαρτύριο με τις πουέντ και τα κολοφώνια -για να μην γλιστράμε στα παρκέ- το κατάπια. Αυτό που με αποτέλειωσε ήταν που έπρεπε να δίνουμε αναφορά και για το τι τρώμε. Μια μέρα ξεστόμισα ότι είχα καθαρίσει δύο γαλατόπιτες από τη ΧΑΡΑ και ένα μιλφέιγ από το ΣΧΙΖΑ και με κοίταξε όπως ο Κικίλιας ονειρεύεται να κοιτάξει το Μαζιώτη. Και να ήμουνα και καμία μπατάλο. Ίσα που δεν με έπαιρνε ο αέρας από την αδυναμία που έσερνα. Αλλά έπρεπε λέει να είμαι πειθαρχημένη.
Το χαριστικό χτύπημα ήρθε όταν η κυρία δασκάλα ξεστόμισε το « τέλος οι σοκολάτες». Εκεί έχασε την ευκαιρία να βγάλει η σχολή της μια μπαλαρίνα που σήκωνε το πόδι τη Δευτέρα και το κατέβαζε την Τρίτη. Τη μοναδική καλλιτέχνιδα που στις πιρουέτες ένιωθε σα να ήταν στο Δημητρούλα και περνούσε Κάβο Ντόρο.
Η μητέρα έπεσε σε μαρασμό που τόσα χρόνια θα πήγαιναν χαμένα και θα έμεναν τα μπαλέτα Μπεζάρ ορφανά από μια χορεύτρια του δαπέδου μου. Η κυρία Κονταξάκη, πειθαρχημένη -αλλά γλυκιά σα μερέντα- δέχθηκε το χτύπημα ήπια …με 45 ψυχοθεραπείες.
Και όλα αυτά τα ωραία τα πέρασα γιατί «έπρεπε» και εγώ «ήμουνα μικρή και δεν ήξερα». Το θέμα ήταν όχι τόσο ότι δεν το ήθελα όλο αυτό, αλλά ότι δεν μου ταίριαζε, ούτε στην ιδιοσυγκρασία μου ούτε στο… φιδίσιο μου κορμί. Όλοι έχουμε όνειρα για τα παιδιά μας. Όλοι θέλουμε να μάθουν πράγματα και να αποκτήσουν ερεθίσματα. Θέλει πολλή δύναμη και μεγάλη σφαλιάρα στον εγωισμό μας, ώστε τα όνειρα αυτά να είναι και δικά τους. Ή μάλλον, μόνο δικά τους.
(Πάω να δω λίγο από Σιλβί Γκιγιέμ γιατι μπορεί να μην γίναμε συναδέλφισσες, αλλά μια αγάπη μου έμεινε..)