-Τι θα θέλατε;
“Ένα φτυάρι, δυο σάκους άμμο θαλάσσης και έναν σάκο τσιμέντο” είπα με φυσικότητα. Σα να ήταν κάθε μέρα που θα έθαβες ζωντανή τη γυναίκα σου.
Όταν ο ταχυδρόμος κοκορευόταν στο σουβλατζίδικο χθες το βράδυ ότι έχει γαμήσει όλες στη γειτονιά εκτός από μια, ήξερα ότι έλεγε την γριά με το κόκκινο μαλλί και τις πέντε ελιές και το μουστάκι στον από πάνω δρόμο. Δεν ρώτησα για λεπτομέρειες. Είναι σα να δεις κουτί που γράφει “απωλεσθέντα” σε γραφείο πρωκτολόγου. Δεν κοιτάς καν μέσα από περιέργεια. Για να έχει τέτοιο έντονο κόκκινο μαλλί μια γυναίκα θεωρείς ότι προσπαθεί να διώξει τον κόσμο, είναι σαν τους βάτραχους με τα έντονα πορτοκαλί χρώματα που υποδηλώνουν τοξικότητα στους εχθρούς τους. Μεγάλωσα σε δύσκολες συνθήκες εγώ, ξέρω από τέτοια. Έπρεπε να ξυπνάμε δυο ώρες νωρίτερα το πρωί να φτιάχνουμε το χιόνι που απλώναμε στα δεκαπέντε χιλιόμετρα ως το σχολείο μετά που πηγαίναμε ξυπόλυτοι. Δεν μασάω. Είχαμε ένα πιάτο σούπα για βραδινό μόνο ο καθένας, την τρώγαμε καυτή πριν μας την κλέψουν τα δεκαπέντε αδέλφια μας. Τόσο καυτή που τώρα στα 50 επιτέλους έχει κλείσει η πληγή στον ουρανίσκο μου. Αλλά τουλάχιστον δεν πεινούσα τη νύχτα. Και μια φορά που με έθαψαν ζωντανό τα αδέλφια μου για πλάκα δεν ένιωθα τίποτα καθώς έτρωγα γρήγορα το χώμα που μου πετούσαν. Τόσο γρήγορα που στο τέλος βαρέθηκαν και έφυγαν πριν με καλύψουν τελείως. Τα νέα παιδιά βιάζονται στην εποχή μας. Θέλουν να μάθουν για κρυπτονομίσματα πριν καν καταλάβουν τα κανονικά λεφτά. Εγώ όταν έκλεισα τα έξι ο πατέρας μου είπε “επιτέλους! Τώρα απέκτησες επιγονατίδα, μπορώ να σου την σπάσω λοιπόν αν δεν με ακούς.”
Στο σόι μας κληρονομούμε διάφορες αρρώστιες από μακρινούς συγγενείς. Λεφτά ποτέ. Αλλά είμαι αδίστακτος σαν τον παππού μου. Και ηδονοβλεψίας. Ή όπως το λέω εγώ “κατάσκοπος που επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα άτομα αν και δεν δουλεύει για τις μυστικές υπηρεσίες.” Και τρολ για χόμπι. Φέτος στείλαμε σε όλους μια Χριστουγεννιάτικη κάρτ που είχε φωτογραφία και ένα άσχετο παιδί που περνούσε εκείνη την ώρα. Έτσι για να πεθάνουν από περιέργεια οι κουτσομπόληδες συγγενείς που θα την λάβουν.
Έβαλα τους σάκους και το φτυάρι στο καινούργιο μου αμάξι πολύ προσεκτικά. Να θυμηθώ να πληρώσω τη δόση αύριο. Καλά αυτά τα αυτοκίνητα που οδηγάνε μόνα τους αλλά αν ξεχαστείς ένα μήνα φεύγουν. Όπως έλεγε ο παππούς μου “αν είναι να πολεμήσεις για κάτι που αγαπάς, σκέψου ότι είσαι το τρίτο λιοντάρι στον δρόμο για την Κιβωτό του Νώε και η βροχή δυναμώνει.” Δε συμφέρει, θα πήξει το τσιμέντο πρόωρα. Πάντα κάνω τέτοιες παρανομίες χαράματα, 4.30 περίπου. Έτσι αν με ρωτήσουν μετά οι μπάτσοι “που ήσουν μεταξύ 4 και 5;” θα απαντήσω με κάθε ειλικρίνεια “στο νηπιαγωγείο.” Οι φίλοι μου με είχαν προειδοποιήσει για τη γυναίκα μου πάντως. “Πρόσεχέ την αυτήν” μου έλεγαν “κάνει πράγματα χωρίς να τα σκεφτεί αρκετά.” Για να ακριβολογώ, αυτά μου τα έλεγαν την προηγούμενη εβδομάδα που την πρωτογνώρισα.
Πραγματικά δεν πιστεύω ότι θα είναι τόσο απαίσιο να την σκοτώσω έτσι. Έχω βρεθεί σε ομαδικές συζητήσεις στο Viber πολύ χειρότερες νομίζω.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είναι ΜεξικανοΠόντιος ποιητής, στοχαστής, συγγραφέας και νεκροθάφτης.