Ο Σόμερεστ Μομ είχε πει για μένα, πως είμαι ένα βρώμικο παιχνίδι, να παίζω μαζί σου, για να διαιωνιστεί το είδος σου. Είναι μια άποψη κι αυτή. Και τι δεν έχουν πει για μένα.
Όλα, μα όλα, είναι υποκειμενικά. Δεν μπορείς να με περιγράψεις με λίγες προτάσεις. Είμαι όλα. Το όλον.
Να σου θυμίσω τον νεαρό στη λίμνη που ερωτεύτηκε τον εαυτό του. Κάπως έτσι ξεκίνησα κι εγώ. Ερωτεύτηκα τον εαυτό μου. Είδα, αισθάνθηκα, ένιωσα φρέσκα συναισθήματα για μένα και είπα να παίξω, να τα μοιραστώ. Δεν είχα γνώση για τις επιπτώσεις.
Για τα λαμπερά μάτια και τα χαμόγελα ήμουν υπερήφανος. Για τις πεταλουδίτσες στο στομάχι, ακόμη πιο πολύ. Αυτό που δεν υπολόγισα στο παιχνίδι μου, ήταν ο θάνατος. Ο μαρασμός. Ενώ υπήρχα σε μια καρδιά, η άλλη δεν χτυπούσε στους ίδιους ρυθμούς. Και μαράζωνε το σώμα και η ψυχή που με κουβαλούσε. Εκεί σπάραζα κι εγώ.
Αλλά δεν έφευγα. Το έπαιρνα σαν προσωπική αποτυχία και δεν ελευθέρωνα την καρδιά. Μέχρι να πεθάνει. Να κλειδωθεί, να αμπαρώσει σύρτες και να πορεύεται με μόνη συντροφιά εμένα. Μα δεν είμαι καλή παρέα, έτσι. Αλλιώς το φανταζόμουν. Εκεί χάνω το παιχνίδι πολλές φορές.
Στην άλλη καρδιά.
Θα με βρεις παντού. Ή, μάλλον, θα σε πετύχω παντού. Συχνά βάζω για παραλλαγή ατέλειωτες συζητήσεις σε μαλακούς καναπέδες, νυχτέρια ολόκληρα, ενώ ο πόθος καραδοκεί σε κάθε κύτταρό σου. Θα σπρώξω δήθεν τυχαία το χέρι να σ’ αγγίξει. Ν’ ανατριχιάσεις και να προσπαθείς να παίξεις κρυφτό με αυτό. Σου είπα, βασικά, είμαι παιχνιδιάρης. Μετά, κάπου το χάνω.
Μετά σε γεμίζω με αδιέξοδα, αυταπάτες, όνειρα πολλές φορές απραγματοποίητα. Εκεί δίνω ρέστα. Είναι που θέλω να σε δω ευτυχισμένο! Καταλαβαίνεις; Δεν το κάνω επίτηδες.
Και σου φέρνω παρέα τη ζήλια, την αυταπάρνηση, τον εξευτελισμό. Δεν το νιώθεις επειδή είναι τεράστιο αυτό που έβαλα μέσα σου. Αυτό που στην ουσία υπήρχε μέσα σου και απλά δεν το είχες γνωρίσει. Όταν φθίνω με τον χρόνο -ο μεγαλύτερος εχθρός μου- βλέπεις πιο καθαρά το τοπίο σου και ίσως προλάβεις κάτι να σώσεις. Ή να ισοπεδώσεις.
Σου δίνω στην ουσία έναν καθρέφτη. Να δεις τον εαυτό σου και να ψάξεις κάτι παρόμοιο. Ίσως και κακέκτυπο. Αρκεί να έχει κομμάτια δικά σου. Για να μη σου πω ότι θα αναδείξεις στον άλλο τα χειρότερα για να είσαι εσύ ο μεγαλοπρεπής. Εκεί η μόνη παρέμβαση που μπορώ να κάνω είναι να σε καταστρέψω. Επειδή εσύ το ζήτησες. Η ανάγκη σου να ερωτευτείς, ήταν να γεμίσεις εσύ και μόνο εσύ. Μα πώς μπορεί να έχει επιτυχία αυτό το παιχνίδι; Δεν είναι μονόπρακτο!
Όταν παθαίνω παροξυσμό ή ανία, αν θες, θα ανιχνεύσω και θα ανακαλύψω τα πιο παράταιρα πρόσωπα, ψυχές, υπάρξεις. Να παλεύει ο νους -άλλος εχθρός- να βρει λογική στο παράλογο κι εγώ να κάνω συσπάσεις σε όλο μου το κορμί από τα γέλια. Εκεί μεγαλουργώ. Εκεί είναι το δικό μου Κάμελοτ. Η Βαλχάλα μου. Θρονιάζομαι σε μια καρέκλα και απολαμβάνω το δημιούργημά μου. Εκεί είμαι πραγματικά ευτυχισμένος.
Γιατί, μη νομίζετε! Τα φτερά και τα βέλη κάποιοι άλλοι μου τα φόρτωσαν. Εγώ δεν έχω μορφή. Είμαι άυλος. Άτοπος. Κι αν βάζω φαρμάκι στη άκρη του βέλους πολλές φορές είναι γι’ αυτούς που δεν δικαιούνται τον έρωτα. Εγώ το ορίζω το ποιος δικαιώνεται αν σπαράζει για κάποιον άλλο.
Είμαι η πηγή των πάντων κι ας μη θέλετε να το παραδεχτείτε. Χωρίς εμένα θα ήσασταν όλοι μισοί. Και όσοι είστε μισοί, εγώ θα σας κυνηγάω.
Και είμαι τόσο αντισυμβατικός στη συμβατικότητά μου.
Πηγή: protagon.gr