Για πες… θυμάσαι τους έρωτές σου; Τους μέτριους, τους ανεκπλήρωτους και τους όμορφους; Τους θυμάσαι όλους;
Θυμάσαι τότε που προσπαθούσα μάταια να βρω τι φταίειq Ήσουν τόσο καλός μαζί μου. Το όνειρο κάθε ανθρώπου. Δοτικός, αγαπησιάρης, συντροφικός, πιστός και γενικά όλα τα κάλα είχες. Το κενό όμως μεταξύ μας γίνονταν όλο και πιο χαοτικό, όλο και πιο αβυσσαλέο. Όλο έφευγα και συνέχεια μηχανευόμουν φτηνές δικαιολογίες για να μη συναντιόμαστε. Συνέχεια ψέμματα (πόσα ψέματα Θεέ μου!) Θυμάσαι πόσο πολύ προσπαθούσα να σε ερωτευτώ, θυμάσαι που δεν τα κατάφερνα ποτέ; Και μια μέρα που σου είπα να φύγεις, θαρρείς και ‘εφυγε ολόκληρο βουνό απο πάνω μου. Ένα βουνό που με πλάκωνε κάθε μερα, κάθε ώρα, ένα βουνό άγονο και βραχώδες που λίγο λίγο μου έκλεβε οξυγόνο. Ήσουν τόσο καλός (νομίζω στο ξανάπα αυτό) αλλά να… είναι που ποτέ δεν ξέφυγα απο την λογική μαζί σου, δεν με παρέσυρες πουθενά, ούτε εμένα, ούτε την καρδιά μου, ούτε το σώμα μου… κανέναn μας. Δεν μας σεργιάνισες πουθενά. Συγγνώμη. Έτσι δεν έχει ουσία. Εννοώ, πως αυτό που ζήσαμε για λίγο, ήταν ακρωτηριασμένες αγκαλιές, κουρασμένα τα συναισθήματα και βαλτωμένα κοιτάγματα.
Να θυμάσαι…
Αυτό δεν ήταν έρωτας, σου εύχομαι να μην ξαναμπερδευτείς ποτέ πάλι, να βλέπεις τα σημάδια. Και όταν τα βλέπεις, να πέφτεις πάνω τους με μανία.. Συγγνώμη που δεν στο ΄πα ποτέ.
Θυμάσαι τότε που σε κοίταγα κρυφά όλη την ώρα χωρίς να το ξέρεις; Έδινα τόσες πολλές άνισες μάχες με το «μέσα μου». Φορούσα την μάσκα την άνετης, της «δεν μασάω εγώ», της «δεν τρέχει τίποτα» για να μην καταλάβεις, να μην σου αφήσω υπόνοια. Πόσο αστεία ήμουν αλήθεια. Για να μην καταλάβεις… εσύ, που τα καταλάβαινες όλα, είμαι σίγουρη. Θυμάσαι, που με γοήτευε κάθε μικροσκοπική γωνίτσα στο πρόσωπό σου; Που σου ‘στελνα αργά το βράδυ δειλά χάδια σε όλο σου το κορμί; Με ευχαριστούσε πολύ να πλάθω σενάρια στο νου μου για την επόμενη φορά που θα σε έβλεπα. Τι θα σου έλεγα, τι θα μου απαντούσες, πως θα σε κοίταζα στα μάτια, πως θα κρυβόμουν μαεστρικά ακόμη μια φορά για να μην καταλάβαινες. Θυμάσαι πόσο πολύ ερωτευμένη ήμουν και που δεν κατάφερα ποτέ να σου το μαρτυρήσω; Όταν χαμογελούσες, (τι να σου πρωτοπώ) τάραζες όλα τα κομμάτια μου. Κι εμένα και το κορμί μου και την καρδιά μου. Όλους μας. Σαν το χαμόγελό σου δεν είχα ξαναδεί. Το βλέμμα σου με ζάλιζε. (δεν στο ‘πα ποτέ).
Να θυμάσαι…
Σε ερωτεύτηκα τόσο πολύ, που συχνά τα έβαζα με μένα που άφηνα και θέριευε έτσι η επιρροή σου. Ένα θεριό τόσο αιμοβόρο και συνάμμα τόσο πολύτιμο. Ένα θεριό που ήθελε μόνο να είναι κοντά του. Με κάθε κόστος, παρά την κάθε παράπλευρη απώλεια. Συγγνώμη που δεν στο ‘πα ποτέ.
Θυμάσαι πόσο χαρούμενοι ήμασταν;
Πόσο γελούσαμε; Μοιραζόμασταν την παραμικρή ασήμαντη στιγμή μέσα στην μέρα μας, μοιραζόμασταν κάθε ασήμαντη γωνιά του σπιτιού μας. Ήταν τόσο σπουδαίο αυτο και για τους δυο. Τόσο σπουδαιο μέσα στην απλότητά του. Θυμάσαι το κρεβάτι μας που λέγαμε πως ήταν «παραδεισένιο», γιατι ‘οταν ξαπλώναμε βρισκόμασταν στον παράδεισο. Ετσι λέγαμε.
Θυμάσαι πόσο συχνά καυγαδίζαμε; Για χίλιους λόγους, χωρίς αιτία άλλες φορές. Εγωισμοι, διαφωνίες, θυμοί, αγανάκτηση… Πόσα «δεν αντέχω άλλο», πόσα «θα φύγω», ποσο πολύ σε ήθελα δίπλα μου.
Να θυμάσαι…
Εγω σε αγαπούσα ακόμη, κι ας κλείναμε σχεδόν δέκα χρόνια μαζί. Ότι είμαι σήμερα, το χρωστάω και σε σένα. Συγγνώμη που δεν στο ΄πα ποτε.
Υπόσχεση:
Θα φυλάξω στην μνήμη μου όλα τα «μέτρια», τα «ανεκπλήρωτα» και τα «όμορφα». Θα τα φορώ σαν χρυσο φυλαχτό στον λαιμό μου, χαμογελώντας διάπλατα στο μικρό πονηρό φτερωτό που μου σκαρώνει τα πιο ευφάνταστα σενάρια κάθε λεπτό.