Χθες με βρήκε το ξημέρωμα, ψαχουλεύοντας κάτι μικρά, λίγο ξεχασμένα συρτάρια. Ναι, εκείνα που δεν ανοίγω συχνά, που δεν περιέχουν χρήσιμα, καθημερινά αντικείμενα. Που απλά υπάρχουν. Που απλά τα βλέπεις αδιάφορη κάθε μέρα και σε βλέπουν κι εκείνα. Σε καρφώνουν στα μάτια πολλές φορές.
Βρήκα μια φωτογραφία. Οικογενειακή. Πρέπει να ήμουν 5 χρόνων, σε διακοπές σε κάποια θάλασσα που δεν θυμάμαι. Οι γονείς μου νέοι, γοητευτικοί, ξεκούραστοι. Η αδελφή μου ακριβώς δίπλα μου πάντα με ακουμπά στον ώμο σχεδόν μητρικά. Τσουπ!
Ξαφνικά πήγα πίσω στην ασφάλεια που αναβλύζει η στιγμή εκείνη, στην μυρωδιά και τα φιλιά της μαμάς μου που όμοια με την ανακούφιση και την γαλήνη που χάριζαν, δεν έχω συναντήσει ακόμη. Πήγα στην τρυφερότητα του μπαμπά και την υπερηφάνεια που ένιωθα για εκείνον. Στην ηρεμία του και στα αστεία του που πάντα φύλαγε για εμάς. Πήγα πίσω σην ανιδιοτελή αγάπη σφραγίδα της μεγαλύτερης αδελφής. Σε μια αγάπη που σε προστατεύει και σε τυλίγει κάθε λεπτό για το υπόλοιπο της ζωή σου. Πήγα στην περίοδο της ζωής που ο κόσμος μας περιορίζονταν στα δωμάτιά μας και στα παιχνίδια στους δρόμους. Που ακόμη ψάχναμε να βρούμε ποιοι είμαστε στ’ αλήθεια. Που δεν ξέραμε τίποτα και ο πραγματικός μας εαυτός, μας έκλεινε το μάτι πονηρά από μακρυά…
Βρήκα ένα εισιτήριο παλιό. Κοιτώ καλύτερα, είναι ένα εισιτήριο πλοίου με προορισμό ένα Κυκλαδίτικο νησί. Χα! Πρώτες διακοπές. Με φίλες πραγματικές. Όταν λέω πραγματικές, εννοώ από εκείνες που δεν ήρθαν για κάνα δυο χρόνια, πέρασες καλά γιατί είχες ξεμείνει από γκόμενο εκείνη την περίοδο και μετά εξαφανίστηκαν. Μιλώ για φίλες που αντέχουν στον χρόνο και που ακόμη και σήμερα βρίσκονται διακριτικά στην ζωή σου και όταν δίνεται ευκαιρία γελάτε μέχρι δακρύων ακόμη. Ένα φθαρμένο εισιτήριο με πήγε πίσω στα ανέμελα εκείνα ξενύχτια, στα ξεκαρδιστικά μεθύσια και στην πληρότητα της απόλυτης ανευθυνότητας. Τότε που όλα ήταν απλά και τα όνειρα ήταν μεγάλα. Τότε που οι καρδιές ήταν ακόμη ορθάνοιχτες και οι ματιές καθαρές και ολοφώτεινες. Τότε που γελάγαμε και δεν μας ένοιαζε τίποτα.
Ψαχουλεύω ακόμη… Βρήκα μια φωτογραφία εκείνου. Ναι, εκείνου του πρώτου έρωτα. Που σε έκανε να μην έχεις κανένα έλεγχο, καμία λογική ούτε φίλτρα. Ήταν απλά χείμαρρος και εσύ παραδομένη στο ολοκαύτωμα σου. Πήγα πίσω στο πρώτο αληθινό φιλί. Τα αληθινά φιλιά δεν συμβαίνουν απλά, αφήνουν ισόβια αποτυπώματα στο μυαλό και την καρδιά σου. Συνήθως, για να γίνει αυτό χρειάζεται αγαρμποσύνη και απειρία. Πήγα πίσω σε εκείνη την ματιά που είναι ακόμη ολοζώντανη στο μυαλό. Θυμήθηκα όχι τον άνθρωπο αλλά την αίσθηση, την έκρηξη, το καρδιοχτύπι και που ακόμη και σήμερα δεν θα μπορούσα να αντισταθώ σε ένα ραντεβού μαζί του. Όχι, για κανένα λόγο… για την αίσθηση και μόνο.
Ψάχνω… ψάχνω… Ένα προσκλητήριο γάμου. Του γάμου μας. Πλημμύρισε το δωμάτιο αγάπη. Αγάπη και αγκαλιές. Γέλια και ευτυχίες που ζεις με τον σύντροφο της ζωής σου. Τον άνθρωπο που όλα πάντα ήταν ξεκάθαρα. Που τον αγαπάς και σε αγαπάει . Τόσο απλά. Την ζεστή αγκαλιά, το υπέροχο κορμί που αναβλύζει πάθος πάντα. Το αγαπημένο λιμάνι και η μυρωδιά που αγαπώ. Η έναρξη της κοινής μας ζωής, η έναρξη της ιστορίας μας. Πήγα πίσω στην ολόδικη μου, ολόλευκη μέρα…
Έχω πια νυστάξει αλλά κάτι σκουρόχρωμο και μικρό μου τραβάει την προσοχή στο βάθος του συρταριού. Σκληρό υλικό το χαρτί. Κοιτάω καλύτερα… είναι ένα υπερηχογράφημα 30 εβδομάδων. Του παιδιού μου. Πήγα πίσω στην εποχή που ακόμη σε περίμενα να έρθεις. Που ήσουν απλά μια εικόνα φαντασίας, μια υπέροχη προσμονή. Τι να γράψω τώρα για σένα, άγγελε μου, που όλες οι λέξεις είναι φτωχές και άχρωμες για σένα και που τα συναισθήματα φαντάζουν τόσο μικρά μπροστά σου… Δεν θα γράψω τίποτα. Εσύ τα ξέρεις όλα. Τα λέμε κάθε μέρα με τα μάτια μας.
Κάτι μικρά συρτάρια με μεγάλες στιγμές. Μπορούν με τόση ευκολία να σε γυρίσουν σε αγαπημένες γωνιές της καρδιάς και να φέρουν στιγμές μπροστά στα μάτια σου με κάθε λεπτομέρεια.
Υπόσχεση.
Θα φυλάω σαν θησαυρό αυτά τα γλυκά «απομεινάρια».
Δεν θα χαθεί ούτε ένα τόσο δα χαρτάκι, γιατί αν λείψει έστω ένα, τότε θα λείψει το σπουδαιότερο από όλα… και τότε ποια θα γίνω; Κάποια άλλη;