Κίνησαν καραβάνια, τα Ζαγοριανά
κίνησε κι ο καλός μου να πάει στην ξενιτιά.
Μα ούτε γράμμα μου στέλνει, ούτε αντιλογιά
μου στέλνει ένα μαντήλι με δώδεκα φλουριά.
-Θέλεις παντρέψου κόρη μ’, θέλεις καλογριά
εγώ κόρη μ’παντρεύτηκα μέσα στη Φραγκιά,
πήγα γυναίκα φράγκισα μάγισσα πεθερά
με μάγεψε και εμένα και δεν μπορώ να’ρθώ
όταν κινάω να’ρθω χιόνια και βροχές
όταν γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριές.