Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή, που είτε γιατί έχουν -ή έχεις- αλλάξει τα θέλω σου, είτε γιατί βαρέθηκες να έχεις συγκεκριμένο ρόλο, αποφασίζεις πως δεν ταιριάζεις στην εικόνα που βγάζει η καθημερινότητα σου.
Είσαι ένα ρομπότ που ξυπνάς-πας δουλειά (αν έχεις)-γυρίζεις σπίτι (αν έχεις επίσης)- βγαίνεις με το έτερον ήμισυ (δεν έχεις)- πέφτεις για ύπνο και αυτό το πράγμα σε επανάληψη.
Ακόμα και η βραδινή σου έξοδος, παίζει το ίδιο έργο σε επανάληψη.
Ίδια πρόσωπα, ίδια μέρη, ίδιες καταστάσεις, ίδιες κουβέντες…
Και όλα αυτά πάντα σε ένα καλούπι καθωσπρεπισμού.
Κανένα απολύτως νόημα.
Πας στη δουλειά σου – που συνήθως δεν γουστάρεις, αλλά είσαι εκεί από ανάγκη- κάθε πρωί, συναναστρέφεσαι με άτομα που αν ήταν στο χέρι σου δεν θα καταδεχόσουν ούτε να τους δώσεις τα σκουπίδια να τα πάνε στον κάδο, ανέχεσαι τον τρόμπα που έχεις πάνω από το κεφάλι σου και το μόνο που του λείπει είναι ένα μαστίγιο και περιμένεις υπομονετικά να τελειώσει το 8ωρο (?) για να γυρίσεις σπίτι σου.
Σπίτι σου που φυσικά δεν θα έχει αλλάξει και κάτι από πριν 10 ώρες που έφυγες (αν υπολογίσουμε και την κίνηση πήγαινε-έλα).
Και αφού φας, κοιμηθείς, κάνεις το μπανάκι σου, αν δεν σαπίσεις μπροστά στο χαζοκούτι θα βγεις να πιεις ένα ποτό να “ξεσκάσεις”…
Πόσες φορές έχω βγει και κάθομαι με άτομα που γνωρίζω πάνω από μια δεκαετία και ακούω τις ίδιες ιστορίες σε επανάληψη-κάποιες τραβηγμένες από τα αυτιά και κάθε φορά ακόμα πιο τραβηγμένες, λες και δεν ήμουν εκεί να ξέρω τι έγινε.
Ιστορίες που πραγματικά δεν βρίσκω λόγο να αναπαράγονται και που μετά την 500η φορά, κουράζουν…
“Θυμάσαι τότε που…;”
Θυμάμαι, ρε μαλάκα! Και να μην ήθελα, θυμάμαι.
Αφού κάθε φορά που θα πιούμε μια μπύρα, αναφέρεις την ιστορία που κατουρήσαμε σε μια πινακίδα, λες και είχαμε πάρει βαριοπούλες και ρίχναμε το τείχος του Βερολίνου!
Αλλά δεν μπορείς να το πεις.
Έχεις μια φιλία κάποιων χρόνων και δεν είναι λόγος να τσακωθείς με κάποιον επειδή επαναλαμβάνεται ή είναι κουραστικός από κάποιο σημείο και μετά.
Και δεν ξέρω τελικά, τι είναι χειρότερο. Να μην πρέπει να αντιδράσεις ή το γεγονός πως βάλτωσες πριν την ώρα σου;
Δεν σου έχει συμβεί ποτέ να θέλεις να σηκωθείς από το τραπέζι και να φύγεις;
Αφού έτσι κ αλλιώς και που κάθεσαι, έχεις βάλει τον εγκέφαλο σε safe mode και δεν ακούς Χριστό.
Να ανοίξεις την πόρτα και απλά να φύγεις.
Αλλά που να πας…
Στην καλύτερη περίπτωση θα πας σπίτι σου να κοιμηθείς γιατί αύριο το πρωί, θα πρέπει να ξυπνήσεις να πας στη δουλειά σου, να γυρίσεις στο σπίτι σου, να βγεις για κανένα ποτό…
Λες και θα ζεις για 300 χρόνια…
Μέσα στην πόλη τη ζωή μου πια τη χάλασα
κι η φτερωτή μου μηχανή δεν πάει πιο πέρα.
Περνώ ποτάμια και βουνά, περνώ τη θάλασσα,
όμως παντού ρουφάω βρώμικο αέρα.