Σε ένα μπαρ στα Εξάρχεια, που λέτε, εμφανίστηκε ο Σατανάς. Ο ίδιος ούτε που ευχήθηκε καλησπέρα, ούτε συστήθηκε παρά μόνο έκατσε στη άδεια καρέκλα δίπλα μου και παρήγγειλε μια βαϊς. Τράβηξε κοντά του τα φιστίκια και άρχισε να τρώει τα Αιγίνης μόνο. Μασούλαγε δυνατά και έβγαζε καπνούς απ’ τ’ αυτιά. Τον σέρβιρε το μπαρ, έγνεψε ένα ευχαριστώ, και πήρε αμέσως το ποτήρι στα έξι μακριά του δάχτυλα και κατέβασε την μισή. Έγλειψε κάτι τρομερά δόντια με μια γλώσσα να και μίλησε:
— Σου ‘χει τύχει ποτέ να κάνεις μια δουλειά που την μισείς;
Αν μου ‘χε τύχει λέει.
— Ε μαλάκα, κάτσε λοιπόν να στα πω γιατί θα σκάσω. Εσύ γκρινιάζεις για σύνταξη στα εβδομήντα εγώ ψάρακλα κλείνω χιλιετίες. Ξέρεις τι πάει να πει χιλιετίες; Χιλιετίες! Μέρα-νύχτα το ίδιο πράγμα, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει. Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι, Χριστούγεννα, Πάσχα, καλοκαίρι! Βαριέμαι ρε μαλάκα! Βαρέθηκα γαμώ τα κερατά μου γαμώ! Δεν έχει την πλάκα που είχε κάποτε ρε συ! Κάποτε έκανα χρυσές δουλείες, είχα καβάτζα τόσους κιθαρίστες, τους τζαζίστες που θέλανε την επιτυχία – κάνανε ουρές στα σταυροδρόμια. Με γάμησαν ρε! Κάτι το Γιουτούμπ, λίγο το Εξ Φάκτορ, και άγιος ο Θεός! Μου φάγανε την μπίζνα ρε, ο κάθε πικραμένος τώρα κάνει καριέρα απ’ τα σόσιαλ μίντια: από τα σόσιαλ μίντια ρε μαλάκα!
Εμφάνισε από την τσέπη του ένα πακέτο Καρέλιας (κασετίνα, χρυσή) και έβαλε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα σουφρωμένα του χείλη.
— Έχεις φωτιά; μου κάνει.
Σοβαρά τώρα;
— Ωραίος είσαι και συ και του λόγου σου! Τι ρε μαλακιστήρι, επειδή όλη μέρα τρέχω στα καζάνια κουβαλάω πάντα ΜΠΙΚ αναπτήρα να ουμ; Δεν με γαμάς και εσύ με τις προκαταλήψεις σου; Ξέρεις τι καβατζόπουστες αναπτήρων βρίσκονται στην κόλαση; Τους έχω βάλει δίπλα απ’ αυτούς που μιλάνε στο σινεμά.
Γέλασα, τι άλλο να κάνω, να κλάψω; και του άναψα το τσιγάρο. Κράτα τον, του είπα. Και έμεινε μαλάκας. Ψιλό-χαμογέλασε σαν να άκουσε ένα ωραίο ανέκδοτο και έβαλε τον αναπτήρα στη τσέπη του. Γαλάζιοι καπνοί βγαίναν σιγά-σιγά σα φίδια απ’ τα ρουθούνια του, τα μάτια του ήταν μισόκλειστα.
— Ρε συ. Κάποτε το είχα πολύ. Πάρα πολύ. Οδηγούσα τανκ και έριχνα προπύλαια. Έβαζα ναρκοπέδια σε ποτάμια. Φυσούσα έτσι να ρε φου! και έπεφταν ο ένας μετά τον άλλον σα τις μύγες. Κατάφερα και πήρα το αγαπάτε αλλήλους και το έκανα να ακούγεται: απατάτε αλλήλους. Μαλάκα, έκανα μάρκετινγκ. Μάρκετινγκ! Και το γούσταρα ρε, το γούσταρα πολύ. Πολιτική, και ίντριγκα, και συνωμοσία. Είμαι και εγγαστρίμυθος ρε συ (το έχω βάλει και στο Λίνκντ Ιν – κάνε με εντόρς) και έκανα διάφορες φωνές σε πολιτικές συγκεντρώσεις πω πω, εκεί να δεις πλάκα. Και ξέρεις τώρα που κατάντησα ρε συ; Άντε όταν έχω κέφια να μπαίνω στα φόρουμ και να κάνω σποϊλερς για Γκείμ Οβ Θρόυνς. Και κάνα Κάντι Κράς ξέρω γω.
Δεν είναι εύκολα, όχι.
— Όχι αγορίνα μου! Όχι αγορίνα μου ακριβώς! Δεν είναι εύκολο! Δεν είναι καθόλου εύκολο να είσαι συνέχεια ο κακός της υπόθεσης. Εκεί ρε, ξανά και ξανά και ξανά. Με καμία συμπόνια, καμία μέρα άδεια, κάποιες μέρες δεν προλαβαίνω ούτε τσιγάρο να κάνω! Ξέρεις τι θα ήθελα; Διακοπές ρε μαλάκα. Μια Σκόπελο, μια Αστυπάλαια ρε συ. Να μην δίνω δεκάρα τσακιστή για τίποτα και για κανέναν. Να φύγω μαλάκα, να φύγω νύχτα και να με ψάχνουν. Πφφφφφφτ…
Ξεφύσηξε και ακούμπησε το σαγόνι του στο μπαρ.
— Ξέρεις τι είναι το πρόβλημα ρε μαν; Κάτι σκατόπαιδα σαν και σένα.
Θίχτηκα και το κατάλαβε. Χαμογέλασε και σηκώθηκε.
— Να ρε βλαμμένο. Εσύ, και εσείς. Όλα αυτά τα μαλακισμένα που γράφουν ότι την ζωή οφείλεις να την ζεις. Ότι τα πράγματα, κάποτε, θα πάνε όλα καλά και κάτι άλλα βλαμμένα το πιστεύουν και δεν απελπίζονται. Ολόκληρο ΔΝΤ έφερα και κάποιοι ακόμη αντέχουν! Και όσο αντέχουν κάποιοι αντέχουν και κάποιοι παραπάνω. Εγώ σκοτώνομαι και σπέρνω διαζύγια και απιστίες και εσείς οι πούστηδες γράφετε το Νοότμπούκ να πούμε και κάτι καραγκιόζηδες σα και σένα πιστεύουν ότι στο τέλος θα τα βρούνε με το Κορίτσι και θα κυλήσουν τίτλοι τέλους και όλα καλά. Πάτε και γράφετε τα προβατάκια όλα μαζί, ότι η αγάπη κερδίζει το μίσος, ότι και την κυτταρίτιδα και τις ρυτίδες τις θα τις αγαπάς κι αυτές, και έτσι παίρνουν θάρρος ρε σκατόπαιδα. Α στο διάολο…
Πέταξε το τσιγάρο στο πάτωμα με θυμό και πάτησε με ένα μαύρο παπούτσι την γόπα μέχρι που έβγαζε το πάτωμα μαύρους καπνούς. Έκανε κρακ τα δάχτυλα και έκρυψε με την παλάμη του το πρόσωπο του.
— Ξέρεις ποια είναι η μεγαλύτερη απογοήτευση ρε φίλε; Ότι έχεις δίκιο ρε σκατό. Έχεις πολύ δίκιο. Η κόλαση δεν υπάρχει, παρά μόνο μέσα σας. Την φτιάχνετε οι ίδιοι στο κεφάλι σας και βασανίζεστε μόνοι σας, άδικα. Έχει δίκιο ότι ζείτε μόνο μια φορά και οφείλετε να ζείτε έντονα γιατί όντως δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή. Αυτή η ανάσταση που λέτε; Είναι όντως ανάσταση ψυχής αλλά κάτι τέτοια μαλακισμένα όπως εσείς σωστά λέτε πως δεν είναι ανάγκη πρώτα να πεθάνετε για να ξεκινήσετε μετά τις ζωές σας. Πάτε και λέτε στον κόσμο ότι είναι μικροί θεοί, να αγαπάνε τον εαυτό τους σαν μικροί θεοί, και κάποιοι το καταλαβαίνουν και αρχίζουν τρελά σενάρια, ότι θα κυνηγήσουν τα όνειρα τους και όπου πάνε, όπου τους βγάλει, όπου μπορεί…
Γύρισε απότομα και πήρε το πρόσωπο μου στα χέρια του. Ήταν ζεστά σα μια νύχτα καλοκαιριού.
— Ρε Γιώργη. Θα μου κάνεις σε παρακαλώ μια χάρη; Μπορείς να γίνεις ξανά ο παλιός, κακός, εαυτός σου;
Άδειο ξαφνικά το μπαρ.
Καθόμουν μόνος παρέα με ένα άδειο ποτήρι και ένα μισογεμάτο τασάκι. Είχε κολλήσει ο δίσκος στο τζουκμπόξ σε ένα σεξουλιάρικο σόλο κιθάρας.
Μάζεψα τσιγάρα και πέταξα χαρτονομίσματα στο μπαρ.
Κοίτα να δεις ε, σκέφτηκα. Πόσο διαφορετικά είναι να ζει κανείς παρέα με τους δαίμονες του παρά να τους πολεμάει.