Τα φώτα της πόλης με ένα τρόπο μαγικό έσβησαν.
Ακόμα και το φεγγάρι είχε κρυφτεί πίσω από κάτι σύννεφα.
Το πενιχρό φως του ίσα που φώτιζε τον έρημο δρόμο.
Η υγρασία είχε απλώσει ένα πέπλο ομίχλης.
Κανείς δεν κυκλοφορούσε εκείνη την ώρα ….ή σχεδόν κανείς!
Τα αστέρια άρχισαν να τρεμοσβήνουν στο άκουσμα των βημάτων της τη στιγμή που φάνηκε από την άκρη του δρόμου.
Δε μπορούσε να διακρίνει τίποτα παρά μόνο τα μάτια της. Γυάλιζαν μέσα στο σκοτάδι.
Πρόδιδαν βλέμμα κοφτερό γεμάτο πάθος και ένταση.
Την ποθούσε.
Ζητούσε απεγνωσμένα τα χείλη της.
Υπέφερε!Διψούσε για το κορμί της.
Εκείνη σα σκιά ξέφευγε.
Εκείνος. Επαίτης. Είχε ανοίξει τα χέρια του.
Την περίμενε να γυρίσει.
Μυστήρια γυναίκα η Έλξη. Εμφανίζεται όποτε θέλει και δε ρωτάει κανένα. Μένει όσο θέλει και εξαφανίζεται έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκε.
Και τότε. Λίγο πριν χάσει τα λογικά του.
Οι σειρήνες της συνείδησης άρχισαν να ηχούν :
«Καταζητείται μια μυστήρια γυναίκα εν ονόματι Έλξη.
Αμφιβόλου χρώματος ματιών.
Άυλη.
Απροσδιορίστου μορφής.
Την ώρα της εξαφάνισης της φορούσε ένα αόρατο πέπλο.
Χαρακτηριστικό είναι το άρωμα της.
Μύριζε μυστήριο και στο πέρασμα της άφηνε απορία.
Όποιος τη συναντήσει θα το καταλάβει από την περίεργη αίσθηση και τα ψήγματα μαγνήτη που θα αφήσει πίσω της.
Μην προσπαθήσετε να την αποφύγετε, δε σας ρωτάει.
Θα σας βρει όπου και να πάτε.
Ποτέ μην προσπαθήσετε να την εγκλωβίσετε, θα είναι μάταιο, αν δε θέλει η ίδια σαν το χέλι θα ξεγλιστρήσει από τις σχισμές των χεριών σας, θα γίνει άνεμος και θα εξαφανιστεί.
Κατηγορείται για φωτιές που άναψε.
Αναζητείται απεγνωσμένα από άλλους που τη χρειάζονται.
Δεν μπορεί να συλληφθεί γιατί οι κατηγορίες της είναι γραμμένες σε λευκό χαρτί.
Φημολογείται ότι είναι ο καλύτερος δραπέτης και ο μεγαλύτερος ληστής.
Μαγεύει. Αποπλανεί. Τρελαίνει.
Ένα σπίρτο της είναι αρκετό να ανάψει φωτιά και να τον κάψει ολάκερο.
Όποιος τη βρει είναι μάταιο να αντισταθεί.
Ας σηκώσει τα χέρια ψηλά και ας περιμένει.
Αν παραμείνει σημαίνει ότι έχει το λόγο της….αν όχι…τότε εκείνη ξέρει.
Προσοχή, προσοχή!! Τελευταία ανακοίνωση.
Το σώμα και η λογική έχουν ξαμολήσει τα σκυλιά τους»
Οι σειρήνες σταμάτησαν να ηχούν,
Εκείνος πεσμένος στο δρόμο. Αβοήθητος.
Είχε αφεθεί στο έλεος της.
Και ποιος είναι αυτός που μπορεί να της ξεφύγει άραγε;
….