Σαν πυγολαμπίδες ημιθανείς σε γυάλινο βάζο είμαστε, κάθε τόσο μας ξεκουνάει η επικαιρότητα και φωτίζουμε λίγο, όλοι μαζί οριακά φαινόμαστε δίπλα στο χυδαίο νέον του σύγχρονου κόσμου. Λέξη-λέξη, έχω μπλέξει και φοβάμαι τον χειμώνα που έρχεται, προσπαθώ να σε κάνω να μισήσεις πιο πολύ γιατί έχω γίνει οι μέρες που περνάνε και η ιστορία μας το πιο λυπητερό από όλα τα σκουπίδια στον κάδο. Πήρα ξαφνικά την επόμενη πτήση για Ιωάννινα, σκάω στο σπίτι της και κάνω το λάθος να δεχτώ το τσάι που μου προσέφερε. Τι το΄θελα; Μιλούσα δυο ώρες για την πρώην την τρελή με τα μπλε μαλλιά και στο τέλος με έβαλε να κοιμηθώ στον καναπέ. Και κατουρήθηκα το βράδυ από το πολύ τσάι και δεν γάμησα. Με πήγε στο αεροδρόμιο το πρωί και ούτε αγκαλιά δεν μου έκανε γιατί φοβόταν να νιώσει την στύση μου στο παντελόνι θα υπέκυπτε μάλλον, προσπάθησα αλλά γύρισε και είχε φύγει πριν προλάβω με κοιτούσε πολύ περίεργα η κοπέλα που με πέρασε στον έλεγχο εισιτηρίων.
Στην Αθήνα όμως έκπληξη, τα μπλε μαλλιά με περίμεναν όλο χαρά στο αεροδρόμιο, είχε ζηλέψει που δεν με βρήκε το βράδυ μάλλον, ήρθε και με μάζεψε, να’ναι καλά, μιλούσα αδιάκοπα γιατί της αρέσει πολύ, είναι νομίζω από την πολύ ψυχοθεραπεία που έχει κάνει μετά την πρέζα που την έκλεισαν μέσα δυο-τρία χρόνια οι γονείς της, Είναι σαν τα λόγια να κλείνουν το καπάκι για τα ψυχοφάρμακα, πηγαίναμε και της έλεγα ότι μου’ρχόταν, είπα και τι έγινε στα Γιάννενα, σκοτείνιασε, σταμάτησε το αμάξι στη μέση της Αττικής οδού:
“Τράβα στη Γιαννιώτισσα ρε να γαμήσεις μαλάκα, ε, μαλάκα!”
Ευτυχώς που είχα πάρει μια νταμιτζάνα τσίπουρο από τα Γιάννενα. Έκατσα στην άκρη και προσπαθούσα να πιω από την νταμιτζάνα απευθείας γιατί δεν είχα ποτήρι. Έγινα χάλια και δυστυχώς μέθυσα γρήγορα γιατί δεν είχα φάει από χθες. Ακόμα χειρότερα ξέχασα ότι μου είχε χυθεί πάνω μου όταν άναψα το τσιγάρο. Για καλή μου τύχη είχα μεθύσει αρκετά να μη νιώθω πόνο και βέβαια η οδική βοήθεια της Αττικής Οδού με είχε σταμπάρει πολύ πιο πριν από τη στιγμή που σταμάτησε η τύπισσα με τα μπλε μαλλιά άκομψα και με πέταξε έξω. Μου κατέστρεψαν το τσίπουρο με τον πυροσβεστήρα που με έσβησαν οι άτιμοι. Αυτό το Σαββατοκύριακο δεν γινόταν να χειροτερέψει.
“Έχεις κάποιον να σε μαζέψει;” με ρώτησε ο οδικοβοήθειας σα να ήμουν καθυστερημένος φώναζε στο αυτί μου και μιλούσε αργά. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα που είχαν σταματήσει να δούνε τι γίνεται με τον φλεγόμενα άνθρωπο στην άκρη του δρόμου ήταν και ένα μικρό νοικιάρικο, βγήκαν δυο κοπελίτσες σαν τα κρύα τα νερά, κρατούσαν ένα μπουκάλι νερό το οποίο έβλεπα θολά γιατί ανάμεσα στις θεϊκές βυζάρες της μίας και τα ατελείωτα μπούτια της άλλης είχα ζαλιστεί πιο πολύ από ότι με το τσίπουρο και τον πυροσβεστήρα που άδειασε ο άλλος πάνω μου. Απλώθηκα στο πίσω κάθισμα και μου είπαν αν θέλω να μείνω μαζί τους στο Μεγάλη Βρετανία που τους έχει κλείσει σουίτα ο μπαμπάς της μίας που είναι δισεκατομμυριούχος. Σκούπισα την νταμιτζάνα, τους είπα ότι είναι από το κτήμα μου στα Γιάννενα ειδική ποιότητα μοναδική, μέχρι να φτάσουμε στο Σύνταγμα η βυζαρού ήταν λιάρδα και η μπουταρού οριακά κατάφερε να δώσει τα κλειδιά του αμαξιού στον πορτιέρη του ξενοδοχείου χωρίς να φάει τούμπα.
Πέσαμε και οι τρεις μαζί στο τεράστιο κρεβάτι. Η μία πήγε τουαλέτα, η άλλη άρχισε να με γδύνει και να λέει το όνομά μου βλακωδώς “Alek oh! Alek oh!” Έκανα τον μαλάκα γιατί τα δυο από τα τρία κιλά που ζύγιζε κάθε μαστάρι της τριβόταν στη φάτσα μου καθώς φώναζε και αν γυρνούσε και η μπουταρού ένας θεός ξέρει τι συνδυασμός θα γινόταν. Την είδα που είχε μείνει με το σλιπάκι, οι ποδάρες της ατελείωτες ήρθαν και στρώθηκαν δίπλα μου και μου χάιδευε το κεφάλι στοργικά στο σημείο που είχαν καεί λίγο τα μαλλιά μου.
“You poor thing!”
Τι το’θελε! Άρχισα κι εγώ να εξιστορώ τις ατυχίες μου με τις γυναίκες αυτές τις μέρες. Την βυζαρού την πήρε ο ύπνος, η άλλη συνέχισε να χαϊδεύει στοργικά τα μαλλιά μου – στις αρχιδότριχες δυστυχώς δεν έφτασε ποτέ. Κοιμηθήκαμε σαν αδελφάκια όλοι μαζί με την χειρότερη δυνατή έννοια. Είδα εφιάλτες εκείνο το βράδυ, άκουγα λέει τον παραμικρό ήχο σε όλο το ξενοδοχείο αλλά όχι τους ανθρώπους που μιλούσαν. ‘Αλλαξε η ώρα το βράδυ, ξυπνήσαμε αργά το μεσημέρι και ήδη σκοτείνιαζε. Τις παρακολούθησα λίγο που μάζευαν τις βαλίτσες τους, μικρές βαλίτσες, πόσο χώρο να πάρουν τα στρινγκάκια άλλωστε κι η βυζαρού δεν φορούσε σουτιέν, ήταν σταθερά σαν τον άξονα της γης τα άτιμα. Με άφησαν στο μεγάλο διπλό κρεβάτι, πληρωμένο το δωμάτιο είπαν και για απόψε, τράβηξα μια μεγαλειώδη μαλακία ώρα πολλή και πάνω που έχυσα ήρθε μήνυμα από την τύπισσα με τα μπλε μαλλιά , αυτή που τα άρχισε όλα αυτά, ότι με θέλει λέει τώρα αμέσως και δεν μπορεί μακριά μου.
Αν είχα υπομονή θα της έγραφα όλη αυτή την ιστορία για να καταλάβει γιατί δεν πήγα. Αλλά έχει τώρα ματς και η τηλεόραση είναι τεράστια και το room service πληρωμένο. Στην τρίτη μπύρα έπεσα σε χειμερία νάρκη και θα σηκωθώ όταν από τα πολλά χιόνια κάποιο κλαδί λυγίσει αρκετά να φτάσει να μου ξύσει τα αρχίδια.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης έχει τεράστια αρχίδια και τα δέντρα πάντα του τα ξύνουν καθότι ο μεγαλύτερος εν ζωή ΜεξικανοΠόντιος ποιητής, στοχαστής και πότης τσικουδιάς.