Συνέντευξη στη Μαρκέλλα Καζαμία
Πριν από αρκετό καιρό, στο Θέατρο Ιλίσια, βλέποντας την παράσταση “Η Εποχή του Κυνηγιου”, σε σκηνοθεσία της Λίνας Ζαρκαδούλα, είδα την οπτική μιας νέας και ταλαντούχας σκηνοθέτιδας που σίγουρα θα κάνει τη διαφορά στο μέλλον… Η εσωτερική ματιά της που διεισδύει σε βάθος και αναδεικνύει κάθε πτυχή του έργου που ανεβάζει, με αναλυτικό πνεύμα αλλά και με σεβασμό στο κείμενο, φτάνει και αγγίζει τον μέσο θεατή με χαρακτηριστική ευκολία.
Φέτος, σκηνοθετεί τον Γρηγόρη Βαλτινό, την Κατερίνα Διδασκάλου και τον Μίλτο Τσιάντο στην ιδιαίτερη παράσταση “Ω, Θεέ μου!” που ανεβαίνει στο Θέατρο Αριστοτέλειον στη Θεσσαλονίκη, στις 14 Οκτωβρίου 2016. Στο έργο της Ανάτ Γκοβ, η πρόκληση είναι μεγάλη γιατί πρέπει να μας πείσει ότι ο Θεός θα μπορούσε όντως να κατέβει στη γη και να ζητήσει βοήθεια από μια καταξιωμένη ψυχολόγο, με απροσδόκητες εκπλήξεις και αναπάντεχα περιστατικά…!
Η Λίνα Ζαραδούλα γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία και σκηνογραφία.
Σκηνοθέτησε τις παραστάσεις: Αυτοί που περπατούν στα σύννεφα» του Γ. Σκαραγκά στο θέατρο Φαλτάϊτς, «Η Εποχή του κυνηγιού» του Γ. Σκαραγκά στο θέατρο Ιλίσια, «Ευτυχισμένες μέρες» του Σ. Μπέκετ στο θέατρο Τέχνης, «Βασιλική» βασισμένο στην νουβέλα της Β. Νικολοπούλου στο θέατρο του Γιώργου Αρμένη (για 2 χρονιές), «Υπό το μηδέν» του Ά. Θαμόρα στο θέατρο Π.Κ (για 2 χρονιές), «Γράμματα Χωρισμού» βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο των εκδόσεων Μελάνι στο θέατρο Μεταξουργείο και Άλεκτον.
Έχεις σκηνοθετήσει αρκετές παραστάσεις αλλά φέτος αποφάσισες να φέρεις σε πέρας ένα δύσκολο εγχείρημα, να σκηνοθετήσεις το «θεό». Πώς αποφάσισες να αναλάβεις τη σκηνοθεσία του έργου «Ω, Θεέ μου!»;
Δεν το αποφάσισα εγώ, ήταν θέλημα Θεού! Καταρχάς, πρέπει να πω ότι είμαι πολύ τυχερή γιατί το έργο αυτό έφτασε στα χέρια μου. Η αναζήτηση έργων δεν είναι καθόλου απλή και εύκολη υπόθεση. Πάντα σε προβληματίζει το επόμενό σου βήμα. Το 2011 γνώρισα τον Δημήτρη Ψαρρά, με αφορμή το ανέβασμα του «Υπό το μηδέν», τη μετάφραση του οποίου συνυπέγραφε με τη Μαρία Χατζηεμμανουήλ. Όταν μιλήσαμε και του είπα ότι ψάχνω για έργο μού είπε να διαβάσω το «Ω, Θεέ μου!»
Μόλις τελείωσα την ανάγνωση, τηλεφώνησα στον Δημήτρη και του είπα ότι θέλω οπωσδήποτε να το ανεβάσω. Σκέφτηκα ότι για τον ρόλο της Άννας, της ψυχολόγου, η ιδανική ηθοποιός θα ήταν η Κατερίνα Διδασκάλου. Έτσι, ήρθα σ’ επαφή μαζί της μέσω κάποιας κοινής μας φίλης και της πρότεινα το έργο.
Εκείνη με τη σειρά της ενθουσιάστηκε και δέχτηκε με χαρά. Τότε, ο Γρηγόρης Βαλτινός τηλεφώνησε στην Κατερίνα για να της προτείνει ένα άλλο έργο, αλλά η Κατερίνα τού αντιπρότεινε το «Ω, Θεέ μου!». Όταν, λοιπόν, κατά την ανταλλαγή των έργων ο Γρηγόρης διάβασε το «Ω, Θεέ μου!», το ερωτεύτηκε κι εκείνος. Κάπως έτσι, λοιπόν, μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια της τύχης, της μοίρας ή της «θεϊκής παρέμβασης», φτάσαμε εμείς οι τρείς να συναντηθούμε. Ουσιαστικά, το ανέβασμα αυτού του πολύ ιδιαίτερου και τρομερά ευφυούς κειμένου φέτος τον χειμώνα στο Αριστοτέλειον, είναι καρπός της αγάπης που νιώσαμε γι’ αυτό το έργο η Κατερίνα, ο Γρηγόρης κι εγώ. Το αγαπήσαμε, το πιστέψαμε, το ποθήσαμε και τελικά το ανεβάζουμε.
Τι είναι αυτό που σε ιντρίγκαρε στο έργο «Ω, Θεέ μου!»;
«Όλος ο κόσμος φριχτό σκηνικό», όπως λέει και ο στίχος του τραγουδιού της παράστασης που έγραψε η Λουίζα Αρκουμανέα σε μουσική Μίνου Μάτσα. Ο κόσμος σήμερα, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, μοιάζει με κόλαση. Αφορμής δοθείσης, λοιπόν, ξετυλίγεται μέσα μου μια ατελείωτη αλυσίδα από «γιατί». Γιατί υπάρχει ο πόνος, η βία, οι πόλεμοι, οι αρρώστιες; Γιατί υπάρχει και μοιάζει να βασιλεύει ο παραλογισμός και το κακό; Ποιος ευθύνεται πραγματικά γι’ αυτό;
Εμείς ή αυτός που μας έπλασε; Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ΄εικόνα και καθ’ομοίωσίν του ή εμείς κόψαμε και ράψαμε τον Θεό στα μέτρα μας;
Με όπλο του το χιούμορ, το έργο πραγματεύεται το πιο φλέγον, το πιο θεμελιώδες ερώτημα του αν υπάρχει θεός, το ζήτημα της πίστης, της ελεύθερης βούλησης. Βρήκα μεγαλοφυή τη σύλληψη της ιδέας του Θεού ο οποίος, όντας σε βαθιά κατάθλιψη, παίρνει ανθρώπινη υπόσταση και αποφασίζει να επισκεφτεί μια ψυχολόγο. Θεωρώ ότι κανένας σκηνοθέτης δε θα μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτό το υπέροχο πραγματικά έργο της Ανάτ Γκοβ.
Τελικά υπάρχει Θεός;
Ανιχνεύοντας τη θεϊκή υπόσταση, η Ανάτ Γκοβ βάζει κάτω απ΄το μικροσκόπιο την ανθρώπινη φύση κι εκεί είναι που ανοίγει ο ασκός του Αιόλου! Δε θίγεται κανένα θρησκευτικό αίσθημα γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος του έργου. Πρόκειται για ένα κείμενο με βαθιά φιλοσοφικές ρίζες που σε οδηγεί να προβληματιστείς και να ασκήσεις αυτοκριτική. Η παράσταση δεν έρχεται να δώσει απαντήσεις, επιθυμεί όμως να θέσει ερωτήματα. Τέτοια έργα έχουν νόημα ύπαρξης για μένα.
Ποια είναι η προσωπική σου άποψη για την ύπαρξη του Θεού;
Από καταβολής κόσμου, ο άνθρωπος πασχίζει να κατανοήσει τον απρόβλεπτο και χαοτικό κόσμο και τη θέση του μέσα σ’ αυτόν. Δε ξέρω αν υπάρχει Θεός.
Κι αν υπάρχει, ποιος είναι ο αληθινός Θεός; Αυτός στον οποίο πιστεύω εγώ ή ο Θεός στον οποίο πιστεύεις εσύ;
Και τι ρόλο παίζει στη ζωή μας; Είναι ένα ψυχολογικό δεκανίκι; Κι αν δεν υπάρχει Θεός; Τότε είμαι εγώ ο Αρχιτέκτονας της ζωής μου; Επομένως είμαι ο Θεός μου; Κάτι τέτοιο, το να κρύβει δηλαδή ο καθένας μέσα του έναν Θεό, μπορεί να αποδειχθεί πολύ τρομαχτικό.
Ένα ελεύθερο ον, απαλλαγμένο από την ασφαλιστική δικλείδα της πίστης, οφείλει να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του. Είναι έτοιμος ο άνθρωπος να το κάνει; Είναι άραγε έτοιμη να ενηλικιωθεί η ανθρωπότητα;
Ο Θεός είναι που διχάζει ή οι θρησκείες; Τι εννοώ με αυτό: ότι πολέμους κάνουν οι άνθρωποι, όχι ο δημιουργός του σύμπαντος (αν υπάρχει). Οι άνθρωποι είναι εκδικητικοί, φονιάδες, βιαστές, δικτάτορες, βασανιστές, τιμωροί , δολοφόνοι… Δεν έχω δει κανέναν Θεό… να βιάζει μικρά παιδιά, να ρίχνει φόλα σε αδέσποτα. Δεν έχω δει κανέναν Θεό να παίρνει ένα όπλο και να αρχίζει να «θερίζει» όποιον βρει μπροστά του μέσα σε ένα σχολείο … ή να κόβει κεφάλια!
Θεωρώ ότι ο κόσμος μας είναι ένα μέρος τρομακτικό. Αν αποφαινόμασταν ότι δεν υπάρχει Θεός, τι θα σήμαινε αυτό για την ανθρώπινη ύπαρξη;
Είδες; Πάλι εγείρονται χιλιάδες ερωτήματα…
Πιστεύεις ότι ο κόσμος θα έχει “Happy end”;
Δεν ξέρω… Πραγματικά απορώ πώς παίρνει κανείς την ευθύνη να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, όταν σε αυτόν τον κόσμο βασιλεύει ένας άκρατος παραλογισμός, ο οποίος, όχι μόνο εμποδίζει την εξέλιξη προς το καλύτερο, αλλά μας οδηγεί σε νέους σκοταδιστικούς, μεσαιωνικούς χρόνους, σαν να μη έχει μάθει τίποτα η ανθρωπότητα από την ιστορία της. Όταν καθημερινά ακούω ειδήσεις για τις φρικαλεότητες και τις κτηνωδίες που διαπράττουν με πλήρη συνείδηση οι άνθρωποι, σοκάρομαι πραγματικά! Αλλά, φυσικά, η ζωή συνεχίζεται.
Ορισμένες φορές πιστεύω ότι θα συμβεί με τους ανθρώπους ό,τι συνέβη και με τους δεινόσαυρους που ήταν το κυρίαρχο είδος στη γη για 150 εκατομμύρια χρόνια. Η ειδοποιός διαφορά, φυσικά, είναι ότι εκείνοι δεν είχαν την περίφημη ελεύθερη βούληση. Άλλες φορές, πάλι, πιστεύω ότι ίσως να μας αξίζει ένα κακό τέλος για όλο το κακό που έχουμε προκαλέσει σ’ αυτόν τον πραγματικά θαυμάσιο πλανήτη, όλο το κακό που έχουμε κάνει και εξακολουθούμε με άκρατη εγωπάθεια και σαδισμό να κάνουμε στα ζώα και κυρίως, το κακό που κάνουμε ο ένας στον άλλον.… Πιστεύω ότι για να αλλάξει ο κόσμος, πρέπει να αγωνιστούμε για την πνευματικότητα και της συνειδητότητά μας. Δυστυχώς όμως, δεν είναι ατραποί που μπορούμε να τους ακολουθήσουμε ζώντας μέσα στις σύγχρονες κοινωνίες, έτσι όπως αυτές έχουν οργανωθεί. Πρέπει να επιστρέψουμε στη φύση, να πάψουμε να την καταστρέφουμε…
Δε γίνεται να μας λέει ο οποιοσδήποτε πάμπλουτος κύριος ότι το νερό δεν είναι ανθρώπινο αγαθό κι εμείς να το ανεχόμαστε! Γιατί; Για να μπορεί εκείνος να το εμπορεύεται… και να συμπεριφέρεται σαν Θεός; Ή μήπως κατέβηκε ο Θεός στη γη και του είπε: «Φίλτατε κύριε «χι», το νερό είναι δικό σας, μπορείτε να το κάνετε ό,τι θέλετε!»;
Νομίζω ότι «βρίσκω τον Θεό μέσα μου» σημαίνει «σκοτώνω το εγώ μου». Σκοτώνω τη μοιρολατρία, τον ωχαδερφισμό, στρέφω την ύπαρξή μου στο όλον, ανοίγω μέσα μου τις θύρες της συμπόνιας, του αλτρουισμού, της κατανόησης, της αγάπης. Όσο υπάρχουν μέσα μας το καλό και το κακό, ας μην ξεχνάμε ότι εμείς επιλέγουμε τι τελικά θα ακολουθήσουμε.
Ποιο είναι πιο τρομαχτικό, το ζην ή το θνήσκειν;
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου. Η ανησυχία του για το τι συμβαίνει μετά, για το αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή είναι κάτι το βασανιστικό.
Από τη στιγμή της γέννησής μας, ζούμε την κάθε μας μέρα ως μελλοθάνατοι διότι όλοι θα πεθάνουμε άπαξ και γεννηθήκαμε. Κάποιοι μάλιστα καταφέρνουν να ζούν με μιαν υπεροψία, μια αυταπάτη αθανασίας. Ο φόβος του θανάτου και της ανυπαρξίας είναι μια δαμόκλειος σπάθη που σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιος είναι ο σωστός τρόπος να ζεις τη ζωή σου.
Κάθε λεπτό που περνά, ο άνθρωπος καλείται να πάρει μια απόφαση για το καθετί. Ψάχνει «το νόημα της ζωής», την πραγματική φύση της ευτυχίας… «Πώς να ζήσω τη ζωή μου;»,
« Πώς να ζήσω μια καλή ζωή;». Νομίζω ότι όσο τρομαχτική κι αν είναι η ζωή καλύτερα να τη ζεις στο εδώ, στο τώρα παρά να περιμένεις να τη ζήσεις «μετά θάνατον». Αναμφίβολα, έχει οδύνη η ζωή, αλλά έχει και πολλή χαρά. Άλλωστε, ο θάνατος έχει και ένα αντίδοτο που λέγεται έρωτας.
Θα παρότρυνες έναν πιο νέο από εσένα να ασχοληθεί τώρα με τη σκηνοθεσία, στην Ελλάδα της κρίσης, όπου οι ευκαιρίες είναι περιορισμένες;
Θα προέτρεπα οποιονδήποτε να ασχοληθεί με το οτιδήποτε, αρκεί πραγματικά να το αγαπά. Ακούγεται μπανάλ, αλλά είναι η αλήθεια. Αν μέσα σε αυτόν τον νέο ανέβλυζε μια βαθιά και γνήσια ανάγκη να εκφραστεί μέσα από το θέατρο ή από τις Τέχνες εν γένει, φυσικά και θα τον ενθάρρυνα. Οφείλω όμως να του επισημάνω τι σημαίνει «κάνω θέατρο». Να του υπενθυμίσω ότι ο χώρος του θεάτρου και τα επαγγέλματα που συνδέονται με αυτόν δεν είναι δουλειές σαν όλες τις άλλες. Κι αυτό δε σχετίζεται με την κρίση. Στα καλλιτεχνικά επαγγέλματα, λόγω του εποχικού τους χαρακτήρα, πάντα αντιμετωπίζεις το άγχος της ανεργίας και της πρεμούρας να κλείσεις την επόμενή σου δουλειά. Σαν σκηνοθέτης, όπως και σαν ηθοποιός, δουλεύεις έξι μέρες την εβδομάδα, πέντε ώρες την ημέρα, συνήθως απογεύματα μέχρι αργά το βράδυ. Ουσιαστικά, κουβαλάς τη δουλειά σου παντού και πάντα, δεν υπάρχει κανονικό ωράριο. Αλλά ακόμα κι αυτό που υπάρχει, δε συμβαδίζει με το ωράριο που έχουν οι υπόλοιποι άνθρωποι που δουλεύουν π.χ. σε γραφείο.
Δεν έχουμε ρεπό τα σαββατοκύριακα, αλλά συνήθως τις Δευτέρες όπου όλοι οι υπόλοιποι δουλεύουν… Ζούμε για δυο με τρεις μήνες ως μια ομάδα ανθρώπων που έχουν σαν κοινό στόχο τη «χ» παράσταση και μέσα από τη διαδικασία των προβών, ερχόμαστε κοντά σ’ αυτό το σχετικά μικρό χρονικό διάστημα.
Οι πρόβες είναι μια περίοδος δοκιμασίας, δημιουργικότητας, οδύνης , ένας πόλεμος με ατελείωτες καθημερινές μάχες. Κι όταν η παράσταση είναι έτοιμη και κάνουμε πρεμιέρα, οι ηθοποιοί φυσικά συνεχίζουν με την παράσταση. Για τον σκηνοθέτη, όμως, είναι αλλιώς. Η αποστολή του έχει ολοκληρωθεί, όσο και να κρατάει ανοιχτούς τους δεσμούς του με το έργο, προσέχοντας όπως ένας ωρολογοποιός το ρολόι του να πηγαίνει σωστά. Έχει έρθει η ώρα του αποχωρισμού. Το αντικείμενο της δουλειάς του είναι λέξεις εγκλωβισμένες πάνω σε χαρτί και πρέπει να τις απεγκλωβίσει και να τους δώσει σκηνική υπόσταση, να πλάσει μια πραγματικότητα, η οποία γνωρίζει εκ προοιμίου ότι θα χαθεί στην ανυπαρξία όταν ολοκληρωθούν οι παραστάσεις . Οι παραστάσεις είναι ίσως σαν τα αστέρια που ήταν κάποτε ήλιοι και που μέχρι να φτάσει το φως τους στα μάτια μας έχουν πια πεθάνει αλλά μας ομορφαίνουν και μας φωτίζουν τις νύχτες μας!
Μέχρι να βρεθεί το επόμενο έργο.
Δεν έχει κανονικότητα η ζωή στο θέατρο. Η θεατρική φυλή είναι μια κάστα. Είναι μια «παρένθετη» οικογένεια. Έχω πολλές φορές αναγκαστεί να επιλέξω ανάμεσα στην κανονική μου οικογένεια και στη θεατρική μου. Έχω χάσει γάμο συγγενή μου ή πολύ καρδιακού μου φίλου επειδή είχα πρόβα. Τώρα, όσον αφορά τις ευκαιρίες, είμαι κάθετη! Σε όλες τις δουλειές, είτε είναι καλλιτεχνικές είτε όχι, εσύ μόνος σου δημιουργείς τις ευκαιρίες! Η θέληση, η επιμονή, η υπομονή, η σκληρή δουλειά είναι το μόνο μέσον για να αγγίξεις τα όνειρά σου.
Γρηγόρης Βαλτινός και Κατερίνα Διδασκάλου… πώς ήταν η συνεργασία σας;
Μια παράσταση ξεκινάει από μια επιθυμία, μια ανάγκη, όπως και καθετί στη ζωή άλλωστε. Καταρχάς, λοιπόν, υπήρξα τυχερή που μοιράστηκα την επιθυμία μου για το « Ω, Θεέ μου!!!» τόσο με τον Γρηγόρη όσο και με την Κατερίνα! Θεμέλιος λίθος κάθε συνεργασίας είναι η εμπιστοσύνη, εξ ου και θέλω να τους ευχαριστήσω γιατί με εμπιστευτήκαν.
Ο Γρηγόρης έχει έναν ενθουσιασμό κι ένα πάθος, μια ορμή που πραγματικά με εντυπωσίασε. Ο Γρηγόρης Βαλτινός έχει 40 χρόνια στο θέατρο- όσο δηλαδή η ηλικία μου- αυτό τον καθιστά δεξαμενή εμπειρίας απ΄την οποία φυσικά κι ευεργετήθηκα. Με τον Γρηγόρη είχαμε έναν άκρως δημιουργικό διάλογο και ήταν ένα μεγάλο σχολείο για μένα. Δε θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερο Θεό από εκείνον!
Η Κατερίνα είναι μια ηθοποιός που μετά από την πετυχημένη της πορεία σε δυο μονολόγους, έρχεται να αναλάβει έναν απαιτητικό ρόλο. Πέρα από το γεγονός ότι πρέπει να κάνει… ψυχοθεραπεία στον Θεό(!!), έχει ένα παιδί, τον Λίορ, το οποίο πάσχει από αυτισμό και δε μιλάει καθόλου, παρόλο που είναι 16 ετών …Η Κατερίνα ήταν τόσο ανοιχτή και διαθέσιμη που ήταν πραγματικά μεγάλη η χαρά μου να δουλεύω μαζί της. Θέλω όμως να αναφερθώ και στον Μίλτο Τσιάντο που ερμηνεύει τον γιό. Πρόκειται για έναν νέο και ταλαντούχο ηθοποιό που μόλις αποφοίτησε απ το ΚΘΒΕ.Η έρευνά μας με τον Μίλτο μάς οδήγησε σε ένα αυτιστικό παιδί, τον Ανδρέα. Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη για την οικογένεια του Ανδρέα που μας άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και της καρδιάς τους. Και ιδίως για τον εκπαιδευτή του, τον Αλέξη, ο οποίος μας πήρε απ΄το χέρι, μας καθοδήγησε και μας φώτισε έναν άγνωστο κόσμο που ισοδυναμεί με μάθημα ζωής για μας!
Τι όνειρα έχεις για σένα προσωπικά;
Η ζωή μου είναι αλληλένδετη με τη δουλειά μου, τα όνειρά μου είναι αμιγώς θεατρικά! Αν αφηνόμουν να με παρασύρει η ονειρική μου παρόρμηση, θα σου έλεγα ότι θέλω να κάνω μια μεγάλου μήκους ταινία κάποια στιγμή στη ζωή μου.
Στόχος μου είναι να πορεύομαι με τους ανθρώπους που έχω στην καρδιά μου, στη ζωή μου μέχρι τα βαθιά μας γεράματα… Οι εμπειρίες που αποκτώ συν τω χρόνω να μετουσιώνονται σε σοφία… Να ζήσω σ΄ έναν καλύτερο κόσμο απ’ αυτόν που παρέλαβα και τον οποίο κατάφερα μαζί άλλους ονειροπόλους σαν κι εμένα, να αλλάξω. Όχι τόσο για μας όσο γι΄αυτούς που έρχονται!